«Η καταγωγή της οικογένειας Υψηλάντη»
Σύμφωνα με την παράδοση η καταγωγή της επιφανούς οικογένειας Υψηλάντη ανάγεται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους, από την οικογένεια των Ξιφιλίνων Υψηλαντών. Ως μέλη της αναφέρονται δύο πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης: ο Ιωάννης Η’ Ξιφιλίνος Υψηλάντης και ο Γεώργιος Β’ Ξιφιλίνος Υψηλάντης. Το 1204 όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Φράγκους, οι Ξιφιλίνοι κατέφυγαν στην Τραπεζούντα μαζί με τους Κομνηνούς και ίδρυσαν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Με το γάμο του Κωνσταντίνου Ξιφιλίνου Υψηλάντη και της κόρης του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, οι δύο οικογένειες συγγένεψαν και προήλθε ο κλάδος των Υψηλαντών Κομνηνών. Μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1461 από τον Μωάμεθ Β’, η οικογένεια χάθηκε από το προσκήνιο και εμφανίστηκε πάλι στα μέσα του 17ου αιώνα όταν πολλά μέλη της οικογένειας είχαν καταλάβει διάφορα υψηλά αξιώματα.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Αθανάσιος Κομηνός-Υψηλάντης υπήρξε αρχίατρος του μεγάλου Βεζίρη Ρετζίπ πασά και μέγας πρωτοσπαθάριος του πρίγκιπα της Βλαχίας Γρηγόρη Γκίκα. Ο Ιωάννης Κομηνός-Υψηλάντης διετέλεσε διερμηνέας της Υψηλής Πύλης και διαπραγματεύτηκε τη συνθήκη μεταξύ Τουρκίας και Πρωσίας το 1759. Ο Αλέξανδρος (1726-1806) διέπρεψε ως μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης και ως ηγεμόνας της Βλαχίας, ενώ γνώριζε άπταιστα 6 γλώσσες. Υπήρξε μεγάλος ευεργέτης του έθνους καθώς απέτρεψε τη γενική σφαγή των Ελλήνων μετά τα Ορλωφικά, η οποία είχε αποφασιστεί από τον Αβδούλ Χαμίτ Α’. Πήρε ενεργό μέρος στη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και νομοθέτησε στη Βλαχία ελληνικά σχολεία και δικαστήρια. Τελικά κατηγορήθηκε από την Υψηλή Πύλη ως «χαΐνης» (προδότης) και καρατομήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ενώ η περιουσία του δημεύτηκε.
Ο γιος του Αλέξανδρου, Κωνσταντίνος (1760-1816), υπήρξε και αυτός ηγεμόνας της Βλαχίας και Μολδαβίας και μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης. Καταπολέμησε ως επικίνδυνη για την ελληνική υπόθεση της επέκταση της επιρροής της γαλλικής πολιτικής στην Τουρκία, με αποτέλεσμα αυτό να συντελέσει στην πτώση του από την ηγεμονία της Βλαχίας το 1806. Μετά την έξωσή του από τη Βλαχία κατέφυγε στην Πετρούπολη και συνόδευσε τους Ρώσους στη νικηφόρα προέλασή τους ως το Βουκουρέστι. Για τη δράση του τιμήθηκε το 1816 από τον τσάρο Αλέξανδρο.
«Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης»
Ο εθνεγέρτης Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν γιος του Κωνσταντίνου και της δεύτερης γυναίκας του Ελισάβετ Βακαρέσκου. Γεννήθηκε το 1792 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας το 1828 στη Βιέννη. Το 1810 κατατάχτηκε στο σώμα των έφιππων σωματοφυλάκων του τσάρου με τον κατώτατο βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πήρε μέρος στους Ναπολεόντειους πολέμους, όπου έχασε από γαλλική οβίδα το δεξί του χέρι από τον ώμο στη μάχη της Δρέσδης τον Αύγουστο του 1813. Ο ηρωισμός και η μεγάλη ανδρεία που επέδειξε σε πολλές μάχες εναντίον του Ναπολέοντα είχε ως αποτέλεσμα μετά από εννέα χρόνια να καταφέρει να διακριθεί ως υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας και να λάβει τον βαθμό του υποστράτηγου σε ηλικία μόλις είκοσι πέντε ετών.
Στα τέλη του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία ο αδελφός του Νικόλαος, ο οποίος το 1819 θα μυήσει τον Γεώργιο, και αυτός στις αρχές του 1820 τον Δημήτριο. Τα τρία αδέλφια θα προσπαθήσουν να προσηλυτίσουν και τον Αλέξανδρο, προσπάθειες οι οποίες απέβησαν άκαρπες. Όλα άλλαξαν όμως στις 12 Απριλίου του 1820 όπου ως ένθερμος πατριώτης έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας λαμβάνοντας το ψευδώνυμο «Καλός» και αναλαμβάνοντας αρχηγός της ως «Γενικός Επίτροπος της Αρχής» ύστερα από την άρνηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την αποδοχή της αρχηγίας, η στρατιωτική πείρα και αίγλη που διέθετε άρχισε να αποδίδει καρπούς.
Τον Μάιο του 1820 συντάχτηκε το «Σχέδιον Γενικόν» που αναφερόταν στον τρόπο διεξαγωγής της επανάστασης. Σύμφωνα με αυτό ο αγώνας έπρεπε να εκδηλωθεί από την Πελοπόννησο και είχε μάλιστα αποφασιστεί να κατέβει και ο Υψηλάντης εκεί. Κι ενώ είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες, ο Υψηλάντης άλλαξε γνώμη και κήρυξε την επανάσταση από το Ιάσιο και το Βουκουρέστι, με ταυτόχρονη κινητοποίηση στην Κωνσταντινούπολη και στην κυρίως Ελλάδα. Ο αδελφός του Δημήτριος ανέλαβε να τον αντιπροσωπεύσει στην Πελοπόννησο φέρνοντας μαζί του το υπέρογκο για την εποχή εκείνη ποσό των 300.000 γροσίων. Αργότερα θα εκδηλωνόταν η αντίδραση των προκρίτων εναντίον του.
«Η Ελληνική Επανάσταση στη Μολδοβλαχία»
Στις 21-24 Φεβρουαρίου 1821 με τους αδελφούς του Νικόλαο και Γεώργιο, πέρασε τον Προύθο και μπήκε θριαμβευτικά στο Ιάσιο. Εκεί συγκέντρωσε τους πρώτους στρατιώτες του που ήταν κυρίως εθελοντές και αριθμούσαν περίπου τους 2000. Στις 10 Μαρτίου σχηματίστηκε στο Φωξάνι ο περίφημος «Ιερός Λόχος» από ενθουσιώδεις αλλά απειροπόλεμους εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδαβίας, της Βλαχίας και της Οδησσού. Την 25η Μαρτίου έφτασαν στο Βουκουρέστι.
Την ίδια στιγμή οι Ρώσοι υπέκυψαν στις πιέσεις του Αυστριακού Μέτερνιχ και αποκήρυξαν την επανάσταση. Η οριστική μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι από τις 7 μέχρι τις 19 Ιουνίου του 1821 όπου μέσα σε μία γενική σύγχυση και σωρεία σφαλμάτων της ελληνικής πλευράς, κρίθηκε η επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ενώ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης συσκεπτόταν με τον αρματολό Γεωργάκη Ολύμπιο στο στρατηγείο του που είχε στήσει σε ένα χωριό που απείχε τρεις ώρες από το Δραγατσάνι, ο χιλίαρχος και αρχηγός του ιππικού Βασίλειος Καραβίας επιτέθηκε αυτόβουλα και πρόωρα εναντίον των Οθωμανών, παρά τις αντίθετες διαταγές για καμία ελληνική κίνηση πριν τις 8 Ιουνίου. Ο Καραβίας δυστυχώς θέλησε να αρπάξει τη δόξα μιας μάχης που ο ίδιος θεωρούσε εύκολη αλλά θα γινόταν ο τάφος του κινήματος των ηγεμονιών. Η επίθεση απέτυχε και τότε έσπευσε εκτάκτως για ενίσχυση ο επικεφαλής του Ιερού Λόχου Νικόλαος Υψηλάντης, αλλά η λιποταξία τμήματος του Καραβία μαζί με τον ίδιο τον Καραβία προς τα ορεινά, ανάγκασε τους Ιερολοχίτες να πολεμούν μόνοι τους δίχως τη συντονισμένη υποστήριξη του ιππικού. Οι Ιερολοχίτες προσέφεραν το νεανικό τους αίμα στο βωμό της πατρίδας και έγιναν τα σύμβολα της αδάμαστης ελληνικής θυσίας, την οποία ύμνησε ο σπουδαίος ποιητής Ανδρέας Κάλβος σε μια ωδή αφιερωμένη σε αυτούς.
Ο Ιερός Λόχος, αρνούμενος το κάλεσμα να παραδοθεί, απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, αφού περισσότεροι από 200 στρατιώτες και αξιωματικοί έπεσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης ενώ 37 αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Στην κρίσιμη στιγμή κατέφθασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους (136 συνολικά), μεταξύ των οποίων τον Νικόλαο Υψηλάντη και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ. Πιο συγκεκριμένα, ο Νικόλαος Υψηλάντης τραυματισμένος σώθηκε με τη βοήθεια ενός Γάλλου φιλέλληνα αξιωματικού που τον πήρε στο άλογό του, ο Τσακάλωφ κατέβηκε στη Ρούμελη προκειμένου να συμβάλλει στην επανάσταση, ενώ ο Ολύμπιος ανατινάχτηκε μαζί με τους άντρες του και δυνάμεις του εχθρού στη μονή Σέκου της Μολδαβίας όπου είχε αποκλειστεί από τα Οθωμανικά στρατεύματα. Ο φιλικός Καραβίας, γνωστός ως «Τζέμπερης», χρεώθηκε την αποτυχία στο Δραγατσάνι και καθαιρέθηκε από το στρατιωτικό σώμα. Αν και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για την ευόδωση του εθνικού σκοπού και είχε προηγουμένως τιμηθεί με ανώτερα αξιώματα, η συμμετοχή του υπήρξε αμφιλεγόμενη. Μετά την καταστροφή της μάχης του Δραγατσανίου πέρασε από την Αυστρία στη Σύρο όπου και πέθανε το 1830.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, πραγματικό ερείπιο, αναγκάστηκε να περάσει τα σύνορα της Αυστρίας, ενώ ο οπλαρχηγός Ολύμπιος κάλυπτε τη φυγή του. Όταν επέστρεψε στο Ρίμνικο εξέδωσε την τελευταία του διαταγή γεμάτη από πικρία και κατάρες για τους λιπόψυχους χριστιανούς που συνεργάστηκαν με τους Τούρκους στιγματίζοντας την προδοσία του στρατιωτικού του επιτελείου. Καθώς προσπαθούσε να περάσει τα Καρπάθια με το όνομα Δημήτριος Παλαιογενείδης, προδόθηκε και κλείστηκε από τους Αυστριακούς στο φρούριο του Μούνκατς (Munkatsch) μαζί με τους αδελφούς του και τους στενούς του συνεργάτες για πάνω από έξι χρόνια. Έπειτα από μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του μεταφέρθηκε στο Τερέζιενστατ (Theresienstadt) της Βοημίας όπου έμεινε. Με ενέργειες του τσάρου Νικόλαου Α’ αποφυλακίστηκε το 1827, όμως η κατάσταση της υγείας του είχε κλονισθεί τόσο πολύ ώστε να πεθάνει δυο μήνες μετά.
Ο πατριώτης οραματιστής έμελλε να γίνει τελικά με τη δράση και τη θυσία του ολοκαύτωμα των ιδεών του. Πριν πεθάνει όμως έμαθε ότι ο Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης της Ελλάδος και είπε χαρούμενος «Δόξα σοι ο Θεός». Έπειτα άρχισε να απαγγέλει με τα μάτια ψηλά στον ουρανό το «Πάτερ ημών». Δεν πρόφτασε όμως να το τελειώσει. Έγειρε το κεφάλι του και πέθανε ήσυχος και ευτυχισμένος που η πατρίδα του ελευθερώθηκε μετά από 400 χρόνια τουρκικού ζυγού.
Η ανακομιδή των λειψάνων του από τη Βιέννη στην Αθήνα έγινε στις 27 Οκτωβρίου του 1964 και αποτέθηκαν σε ένα μικρό μνημείο μπροστά από το ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως. Οι καρδιές του Αλέξανδρου και του αδελφού του Γεώργιου, μετά το θάνατό τους βαλσαμώθηκαν και μεταφέρθηκαν στον μικρό ναό του Αμαλίειου Οικοτροφείου Θηλέων όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΑΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ*
* Επιχειρηματίας, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και στη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr