Ο βασιλιάς της πολεμικής βιομηχανίας των αρχών του 20ού αιώνα ήταν ελληνικής καταγωγής και ονομαζόταν Βασίλειος Ζαχάρωφ. Υπήρξε δαιμόνιος επιχειρηματίας και θρυλικός βιομήχανος πολεμικών ειδών. Γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1849 στα Μούγλα της Μικράς Ασίας και πέθανε το 1936 στο Μόντε Κάρλο.
Από γενεές εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη οι γονείς του, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Ρωσία όταν το 1821 ξέσπασαν οι ανθελληνικοί διωγμοί. Εκεί το ελληνικό τους επίθετο, Ζαχαρίου, μετατράπηκε στο ρωσόφωνο “Ζαχάρωφ”. Οι αναβρασμοί κόπασαν και η οικογένεια Ζαχαρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη, μετέβησαν στα Μούγλα και εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη, στην ελληνική συνοικία Ταταύλα. Εκεί ο Βασίλειος σπούδασε στην Αγγλική Σχολή Κωνσταντινούπολης.
Αρχικά εργάστηκε ως πυροσβέστης, διερμηνέας και ξεναγός στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και ως αργυραμοιβός (ενεχυροδανειστής). Αργότερα προσελήφθη στο εμπορικό κατάστημα του θείου του, ως υφασματέμπορος, και το 1870 ανέλαβε την αντιπροσωπεία της εταιρείας του θείου του στο Λονδίνο. Γρήγορα όμως ήρθε σε σύγκρουση μαζί του και κατηγορήθηκε ως καταχραστής της περιουσίας του.
Περίπου το 1880 κατέφθασαν στην Αθήνα αντιπρόσωποι του βρετανικού οίκου κατασκευής πυροβόλων και πολεμοφοδίων Vickers. Ο Ζαχάρωφ, που τότε βρισκόταν στην Αθήνα, τους βοήθησε ενεργώντας ως διερμηνέας τους, προκειμένου να συντάξουν την οικονομική τους προσφορά προς το ελληνικό κράτος, συνδέθηκε μαζί τους και πριν αυτοί αναχωρήσουν –μια εβδομάδα αργότερα– για την Ισπανία, τον κατέστησαν επίσημο εκπρόσωπό τους στην Ελλάδα. Από τη στιγμή εκείνη ο ίδιος επιδόθηκε στην κύρια επιχειρηματική του δραστηριότητα: αν κατάφερνε να συνάψει συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, θα ελάμβανε προμήθεια 200.000 δραχμών. Ο Ζαχάρωφ παρουσιάστηκε στους αρμόδιους του κράτους και αποκρύπτοντας το αληθινό ύψος της προμήθειάς του κατάφερε να κλείσει τη συμφωνία.
Σύμφωνα με το “Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν Βοβολίνη”, ο λόγος του ήταν ο εξής: «Κύριοι, εἶµαι ὁ ἐν Ἑλλάδι ἀντιπρόσωπος τοῦ Βρετανικοῦ οἴκου Βίκερς, τοῦ ὁποίου τὰ πυροβόλα ἐδοκιµάσατε, πρό τινων ἡµερῶν. Εἰς τὴν προκειµένην περίπτωσιν, ¬µως, εἶµαι ὀλιγώτερον ἔµπορος καὶ περισσότερον πατριώτης. Ἀνήκω εἰς τὴν ἐν Τουρκίᾳ διαβιοῦσαν ὁµογένειαν. Καὶ µόνον ἐγὼ γνωρίζω, πόσα ὑποφέροµεν ἐκεῖ, οἱ ὑπὸ τὸν τουρκικὸν ζυγὸν ἔλληνες. ∆ὲν ἐνδιαφέροµαι, συνεπῶς, διὰ καµµίαν προµήθειαν. Και ἐµφανίζοµαι πρὸ ὑµῶν, ἐξ ἐνδιαφέροντος διὰ τοὺς ἓλληνας ὁµογενεῖς, οἳτινες ταλαιπωροῦνται τὸσον ἐκεῖ. ∆ιὰ ν’ ἀποδείξω δὲ τὸ ἐνδιαφέρον µου, παραιτοῦµαι πάσης προµηθείας, ἢτοι τῶν 100.000 δραχµῶν, ἃς θὰ ἐλάµβανον. Αὐτὴν τὴν προµήθειαν τὴν παραχωρῶ εἰς τὸ ἑλληνικὸν κράτος, εἰς ἐνίσχυσιν τοῦ δηµοσίου ταµείου».
Με τον ίδιο τρόπο κατάφερε αργότερα να κλείσει συμφωνία για τους τροχιοδρόμους της Κωνσταντινούπολης. Όταν κατάφερε να πουλήσει στην Ελλάδα πολεμικό υποβρύχιο, παρουσίασε την αγορά αυτή στους υπεύθυνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως “απειλή” κι έτσι πούλησε εκεί άλλα δύο υποβρύχια. Κατόπιν απευθύνθηκε στη Ρωσία και δημιουργώντας την εντύπωση θαλάσσιου υπερεξοπλισμού νοτίως της Μαύρης Θάλασσας, πούλησε και σ’ εκείνη άλλα δύο Οι μεγαλύτερες επιχειρηματικές επιτυχίες του, όμως, ήταν οι κολοσσιαίες παραγγελίες πολεμοφοδίων που κατάφερε ν’ αποσπάσει από την ισπανική κυβέρνηση. Με τις μεθόδους αυτές αναδείχτηκε ως σπουδαίο στέλεχος της εταιρείας πολεμικών εξοπλισμών Vickers, στην οποία είχε αναδειχθεί ανάμεσα στους κυριότερους μετόχους.
Γρήγορα απέκτησε μεγάλη περιουσία εκμεταλλευόμενος κάθε πόλεμο της εποχής – τον Α΄ Παγκόσμιο, τους Βαλκανικούς, τον ρωσοϊαπωνικό και τον κινεζοϊαπωνικό πόλεμο, τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο, τις επιδρομές των μεγάλων δυνάμεων στην Αφρική, τον άτυχο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κ.λπ. Έχοντας αποκτήσει τέσσερεις διαφορετικές υπηκοότητες (ελληνική, τουρκική, αγγλική, γαλλική) διέθετε εξαιρετική ελευθερία κινήσεων. Οι προσωπικές του φιλίες με ισχυρούς πολιτικούς της εποχής, όπως ο άγγλος υπουργός εξοπλισμών, Λόυδ Τζορτζ και οι γάλλοι πρωθυπουργοί Μπριάν και Κλεμανσό, τον βοήθησαν ώστε να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες σε άλλους τομείς. Τα συμφέροντά του εναποτέθηκαν πια και σε τράπεζες (Union Parisienne Bank), πετρέλαια (British Petroleum), Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Excelsior) και καζίνο (Monte-Carlo).
Το 1908 ο Βασίλειος Ζαχάρωφ ανακηρύχθηκε “Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής”. Για τις υπηρεσίες του στην Αντάντ (Entente Cordiale) πήρε αρχικώς τον μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Μπαθ και κατόπιν τον τίτλο του “Σερ”. Στους βαλκανικούς πολέμους ενίσχυσε με γενναία χρηματικά ποσά την ελληνική κυβέρνηση. Χρηματοδότησε την ίδρυση του ινστιτούτου Παστέρ στην Αθήνα και δώρισε στο ελληνικό κράτος το μέγαρο της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι. Ίδρυσε έδρα γαλλικής λογοτεχνίας στην Οξφόρδη και έδρα αγγλικής λογοτεχνίας στη Σορβόννη. Ανήγειρε, εξ άλλου, πολεμικό νοσοκομείο στην πόλη Μπιαρίτζ της νοτιοδυτικής Γαλλίας.
Το 1923 παντρεύτηκε την ισπανίδα δούκισσα του Βιλιαφράνκα, Μαρίαν ντελ Πιλάρ, αλλά έμεινε χήρος το 1926. Η γνωριμία του μαζί της είχε συμβεί πολύ νωρίτερα και του είχε προσφέρει τη δυνατότητα να εισέλθει στους κύκλους της ισπανικής αριστοκρατίας ανελισσόμενος ως κυριότερος προμηθευτής όπλων της χώρας.
Ο Ζαχάρωφ δραστηριοποιήθηκε στον κλάδο που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση λόγω του “πολεμικού πυρετού” των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Χάρη στις ικανότητές του κατάφερε να δρέψει υπερκέρδη και να εξελιχθεί σε σημαντικότατο οικονομικό παράγοντα της εποχής. Δυστυχώς η ιστορία του παραμένει άγνωστη για τους περισσότερους Έλληνες, παρ’ ότι ο ίδιος πραγματοποίησε αγαθοεργίες, βοηθώντας ποικιλοτρόπως την πατρίδα του.
Του Χρήστου Μπουτάτου*
*Ο κ. Μπουτάτος είναι επιχειρηματίας, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Management και στη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr