Νεαρός έφηβος, σε ηλικία μόλις 13 ετών, κατατάχτηκε στο στρατό του Αλή Πασά μαζί με άλλους Ηπειρώτες για να πολεμήσουν εναντίον του Σουλτάνου, με τον οποίο ο Αλή Πασάς είχε έλθει σε σύγκρουση. Στην αυλή του Αλή Πασά γνωρίστηκε με τους Σουλιώτες, συνδέθηκε στενά μαζί τους και συνέχισε τον απελευθερωτικό αγώνα. Έγινε πρωτοπαλίκαρο (υπασπιστής) του Μάρκου Μπότσαρη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες, όπως στους Κομιτσάδες, στα Πέντε Πηγάδια, στη Ρηνιάσα, στη Ράψιστα, στους Βαριάδες και στην Σπλάντζα. Το 1824 κατάφερε να φτάσει μέχρι το βαθμό του Ταξίαρχου και να διοικεί στρατιωτικά από τη θέση του αυτή τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων. Τα ανδραγαθήματα και οι στρατιωτικές πράξεις του Ευαγγέλη Ζάππα οδήγησαν τους Τούρκους στο να απαγάγουν τη μητέρα του και να την κρατήσουν αιχμάλωτη στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων (Παμβώτιδας) καθώς και να διαρπάξουν την οικογενειακή του περιουσία.
Στην περίοδο της κυβέρνησης Καποδίστρια οι αγώνες του αναγνωρίστηκαν επισήμως. Ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες εκείνες τού παραχωρήθηκαν εθνικά κτήματα, όμως αυτός αρνήθηκε να τα δεχθεί και κατέφυγε στη Βέροια της Μακεδονίας, όπου προσπάθησε ανεπιτυχώς να ασχοληθεί με το εμπόριο. Το 1831 ξενιτεύτηκε στο Βουκουρέστι της Δακίας όπου νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν μοναστηριακά κτήματα. Προσηνής στους τρόπους του, κόσμιος και αιδήμων στη συμπεριφορά, φρόντισε να εξοικειωθεί με τους ηγούμενους των ελληνικών μοναστηριών και κατάφερε μέσα σε τρεις περίπου δεκαετίες να δημιουργήσει αμύθητη περιουσία.
Το πρώτο κτήμα που νοίκιασε ήταν το «Φουντένι» αντί μισθώματος εννέα χιλιάδων βλαχικών γροσίων κατ’ έτος. Το επόμενο κτήμα που μίσθωσε ήταν το κτήμα «Μπουντέστι» αντί δώδεκα χιλιάδων βλαχικών γροσίων. Όταν ο Ευαγγέλης άρχισε να αποκαθίσταται οικονομικά, κάλεσε στη Δακία τον μικρότερο εξάδελφο του, Κωνσταντίνο Ζάππα (1814-1892). Τα δύο ξαδέλφια αποτέλεσαν έκτοτε μια ψυχή σε δύο σώματα. Ο Κωνσταντίνος επέδειξε συγκινητική αφοσίωση στον μεγαλύτερο εξάδερφό του ενώ μαζί εργάστηκαν σε αγαστή σύμπνοια. Σύντομα εκμεταλλεύτηκαν κι άλλα κτήματα (Λουίκα, Κασιόρες, Οδάγια, Ουλέστι, Γκριντάσι, Τζόραν, Τσεγκάνι, Μετελέο, Μπαλατσάνι, Φαουρέι, Μπροσθένι), τα περισσότερα εκ των οποίων υπενοικίαζαν σε υψηλότερες τιμές. Για παράδειγμα το κτήμα «Μπουντέστι» το υπενοικίασαν αντί δεκαέξι χιλιάδων γροσίων. Η υπερτίμηση αυτή οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις δραστηριότητες και τη νοημοσύνη των εξαδέλφων Ζάππα.
Οι «μεσιτικές» τους εργασίες συνέχιζαν να αποφέρουν έσοδα, αλλά η περιουσία τους εκτινάχτηκε, όταν το 1844 αποφάσισαν να γίνουν οι ίδιοι ιδιοκτήτες κτημάτων. Η απόσβεση των αγορών τους γινόταν σε σύντομο χρόνο χάρη στις προσυμφωνηθείσες υπενοικιάσεις. Όταν πλέον απέκτησαν πολύ μεγάλη περιουσία, αποφάσισαν να οικοδομήσουν ένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο στο ιδιόκτητο κτήμα τους, το «Μπροσθένι». Το ανάκτορο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία αλλά εκεί φιλοξενήθηκαν επίσης ρώσοι αρχιστράτηγοι και βαλκάνιοι ηγεμόνες.
Τα δύο ξαδέλφια ίδρυσαν σχολεία στην Κωνσταντινούπολη (Ζάππεια Παρθεναγωγεία Κωνσταντινουπόλεως), την Αδριανούπολη, την Πρεμετή, τη Νίβανη, το Δέλβινο, τη Δρόβιανη, το Λάμποβο και αλλού, ενώ στην Αθήνα χρηματοδότησαν το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Οι αγαθοεργίες τους ήταν πάρα πολλές, παρέμειναν όμως ηθελημένα άγνωστες. Χρηματοδότησαν πολλές υποτροφίες ελλήνων γεωπόνων στις γεωργικές σχολές της Ευρώπης, με σκοπό να βοηθήσουν στην έκδοση εύληπτων βοηθητικών βιβλίων για τους καλλιεργητές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η βιογραφία του Ευαγγέλη Ζάππα, που εκδόθηκε το 1870, τα ξαδέλφια Ζάππα έκαναν μία βασική διάκριση στις ευεργεσίες τους: «Μίαν μόνην διάκρισιν έκαμον και κάμνουσι μεταξύ των υπ’ αυτών ξενιζομένων, έσθ’ ότε δε και ευεργετουμένων οι Ζάππαι: Μόνον τους οκνηρούς και επαίτας και μόνον τους ερχόμενους εν Δακία, ούχι ίνα προαχθώσι, διά της εντίμου εργασίας των, αλλ’ ίνα εντρυφήσωσι, μόνον τούτους, εκ των υπ’ αυτών ξενιζομένων και ευεργετουμένων, δεν βλέπουσι με καλόν όμμα οι Ζάππαι…». Αξίζει να σημειωθεί και η συμβουλή που έδινε ο Ευαγγέλης Ζάππας στους Έλληνες που μετανάστευαν στη Δακία και βοηθούνταν οικονομικώς από αυτόν: «Εργασθήτε, όπως ημείς, μιμηθείτε το παράδειγμα ημών και είναι αδύνατον να μη κατασταθήτε, διά του ιδρώτος του προσώπου σας, εύποροι ή ίσως και ολβιώτεροι ημών∙ διότι ημείς μεν και πάντη πένητες ήλθομεν εν τω τόπω τούτω και, πλην της εκ της Θείας Προνοίας και της εκ των εγχωρίων νόμων, ουδεμίαν άλλην προστασίαν εύρομεν εν αυτώ και πάντη άπειροι και αγράμματοι ήμεθα, ότε αφίχθημεν ενταύθα».
Το 1863 ο Ευαγγέλης Ζάππας προσβλήθηκε από ψυχική νόσο και στις 19 Ιουνίου του 1865 πέθανε στο μέγα κτήμα Μπροσθένι. Ενταφιάσθηκε σε λαμπρό μαρμάρινο τάφο στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, την οποία ο ίδιος ανήγειρε στο κτήμα. Το Νοέμβριο του 1860 όμως ο Ευαγγέλης είχε προνοήσει και έγραψε ιδιοχείρως τη διαθήκη του καθώς όπως αναφέρει μέσα σε αυτήν: «Επειδή ο άνθρωπος είναι θνητός, και εκ της Θείας Πρόνοιας δεν τω εδώθη η χάρις διά να γνωρίση την ώραν του θανάτου του, όστις τον επαπειλεί κάθε στιγμήν, δι’ αυτό υποχρεούται να βάλη τα πράγματά του εις τάξιν προτού να φτάσει αυτή η ώρα, ώστε μετά την αποβίωσιν αυτού να μην ακολουθήσουν διχόνιαι και κρισολογίαι εις τους συγγενείς του». Έπειτα από πολλές αγαθοεργίες, που αποτελούσαν τον πρώτο δεσμό εκτέλεσης της διαθήκης, άφηνε ουσιαστικά μοναδικό διαχειριστή της περιουσίας του τον συνεταίρο του, εξάδελφό του, Κωνσταντίνο.
Ως δεύτερο δεσμό εκτέλεσης της διαθήκης ο Ευαγγέλης αναφέρει στον Κωνσταντίνο πως «υποχρεούται να κτίσει το κατάστημα των Ολυμπίων μετά του σταδίου αυτού αξιοπρεπές και ευρύχωρον κατά το σχέδιον όπου έχω στείλει του κ. Ραγκαβή*». Ο Ευαγγέλης Ζάππας άφησε το στίγμα του στην παγκόσμια ιστορία καθώς όραμά του υπήρξε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό η διαθήκη του όριζε να χτιστεί ένα επιβλητικό ολυμπιακό κτίριο, ευπρόσωπο της Ελλάδας, για τη στέγαση των εκθέσεων, καθώς και οργάνωση συνεδρίων και άλλων πνευματικών εκδηλώσεων, το Ζάππειο Μέγαρο. Το Ζάππειο ήταν το πρώτο κτίριο παγκοσμίως που ανεγέρθηκε αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση ολυμπιακών αναγκών. Ο Ευαγγέλης Ζάππας ήταν ο άνθρωπος που έθεσε τις βάσεις για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 όταν χρηματοδότησε τις Ζάππειες Ολυμπιάδες, προδρόμους των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1888, είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατο του Ευαγγέλη Ζάππα, ο Κωνσταντίνος εγκαινίαζε υπερήφανος το Ζάππειο Μέγαρο, λέγοντας: «Ο αρχηγέτης της οικογενείας μου, ο αγαπητός μου αοίδιμος Ευαγγέλης, αποφάσισεν εξ εμπνεύσεως κλασικής να επαναφέρει εις την Ελλάδα τους αρχαίους χρόνους των Ολυμπιακών Αγώνων, υπό τους όρους και τας συνθήκας της νεωτέρας ζωής. Περιχαρής και εύελπις παραδίδω το συντελεσθέν διά τον σκοπόν αυτόν έργον εις το έθνος, ευχόμενος αυτώ τα κράτιστα». Το κόστος της οικοδομής έφτανε το μυθικό, για την εποχή, ποσό των δυόμισι εκατομμυρίων χρυσών φράγκων.
Η διαθήκη του Ευαγγέλη αποτύπωνε επίσης με σαφήνεια τη βούλησή του, πως μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου όλα τα κτήματα και τα εισοδήματά του θα περιέλθουν στο ελληνικό Δημόσιο. Όταν ο Κωνσταντίνος Ζάππας απεβίωσε, στις 20 Ιανουαρίου του 1892, στην πόλη Μαντών της Νοτίου Γαλλίας, η περιουσία δεν κληροδοτήθηκε όπως έπρεπε στο ελληνικό Δημόσιο. Η ρουμανική κυβέρνηση, βάσει δικού της νόμου, κατάφερε να καταστεί μοναδική κληρονόμος της περιουσίας των Ζαππαίων. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, ακολούθησαν μακροί δικαστικοί αγώνες και οι σχέσεις των δύο χωρών διακόπηκαν, χωρίς τελικά να δοθεί ουσιαστική λύση στη διαφορά αυτή από τα ρουμανικά δικαστήρια.
Του Χρήστου Μπουτάτου
Ο κ. Μπουτάτος είναι επιχειρηματίας, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και τη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE, ενώ αρθρογραφεί στο ιστολόγιο της οικονομικής εφημερίδας “Voria.gr”.
* Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής ήταν καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 1856-1859.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr