«Η ζωή του στη Μικρά Ασία»
Γεννήθηκε στον Πόρο της Νίγδης (Καππαδοκία) το 1891 από ένα ζευγάρι Ελλήνων αγροτών, τον Θωμά και τη Δέσποινα. Ήταν ο μικρότερος μεταξύ των πέντε αδελφών του, του Ιορδάνη, του Θανάση, της Ασπασίας και της Κυριακής. Τα τουρκάκια της γειτονιάς τον φώναζαν «Μποντό», παραφθορά του ονόματος «Πρόδρομος» στα τούρκικα, και έτσι καθιερώθηκε το όνομα «Μποδοσάκης» που διατήρησε μετέπειτα.
Ο Μποδοσάκης ξεκίνησε ξυπόλητος και κατάφερε να μεγαλουργήσει. Στο δημοτικό σχολείο που πήγε μέχρι τα δέκα του χρόνια δεν διέθετε ούτε τα στοιχειώδη βιβλία και τετράδια λόγω της ένδειας της οποίας βρισκόταν η οικογένειά του. Σε ηλικία εννέα χρονών εγκατέλειψε το σχολείο και μετέβη στη Μερσίνα των Αδάνων (Κιλικία) όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του και είχε ανοίξει ένα παντοπωλείο. Αρχικά βοηθούσε τον πατέρα του στο παντοπωλείο αλλά όταν οι δουλειές τους άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά, αναγκάστηκαν να το κλείσουν. Έπειτα νοικιάσανε ένα κατάστημα και ασχολήθηκαν με λιανεμπόριο δημητριακών, κυρίως σιταριού.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μποδοσάκης στις ανέκδοτες αυτοβιογραφικές σημειώσεις του «Σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να περιορισθούμε στο εμπόριο δημητριακών… Υπέδειξα στον πατέρα και στους αδελφούς μου να νοικιάσουμε έναν υδρόμυλο». Έτσι με τις αιματηρές οικονομίες των πρώτων ετών κατάφερε στα 18 του να αγοράσει από κοινού με την οικογένειά του έναν ατμοκίνητο αλευρόμυλο. Το συγκεκριμένο εγχείρημα αποδείχτηκε ιδιαίτερα επικερδές καθώς εκτόξευσε την ημερήσια παραγωγική δυναμικότητά του.
Επόμενη προσωπική πρωτοβουλία του Μποδοσάκη ήταν η ίδρυση ενός πλήρως βιομηχανοποιημένου για την εποχή εκκοκκιστηρίου βάμβακος. Και αυτή η ιδέα καρποφόρησε καθότι στην Κιλικία η εκκόκκιση μέχρι τότε γινόταν με τα χέρια και η εκβιομηχάνιση του κλάδου αύξησε κατακόρυφα την παραγωγή.
Σε ηλικία μόλις είκοσι πέντε χρονών είχε αναδειχθεί μειοδότης σε δημοπρασία προμήθειας κρέατος και έτσι κατάφερε να προμηθεύσει περισσότερους από 160.000 τόνους κρέατος για τον τουρκικό στρατό και για την τροφοδοσία των εργαζομένων στη σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης. Για να εξασφαλίσει την ομαλή τροφοδοσία χρησιμοποιούσε 30.000 άτομα και 35.000 υποζύγια.
Μέχρι τα τριάντα του χρόνια ο Μποδοσάκης είχε καταφέρει να ανελιχθεί σε σημαντικό επιχειρηματικό παράγοντα ολόκληρης της Τουρκίας. Στις 21 Δεκεμβρίου του 1918 είχε προχωρήσει στην αγορά του ξενοδοχείου «Πέρα Παλάς», ένα από τα γνωστότερα και πολυτελέστερα ξενοδοχεία όχι μόνο της Κωνσταντινούπολης αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Το 1920 προέβη στην αγορά του Σπόρτινγκ Κλαμπ, του αριστοκρατικότερου κλαμπ της κοσμοπολίτικης Σμύρνης, για να το αξιοποιήσει ως λέσχη ελλήνων αξιωματικών. Πρέπει να τονιστεί πως και στις δύο αυτές αγορές ο Μποδοσάκης υπεισήλθε με αποκλειστικό γνώμονα την εξυπηρέτηση των εθνικών μας συμφερόντων. Λόγω αυτών άλλωστε των κινήσεων του, οι τουρκικές εφημερίδες είχαν εξαπολύσει σφοδρή προσωπική επίθεση εναντίον του, αποκαλώντας τον μάλιστα ως «πράκτορα των γκιαούρηδων».
Προβλέποντας την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, ο Μποδοσάκης πρόλαβε να μετατρέψει το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεών του σε δολάρια και ελβετικά φράγκα. Επίσης, μετά τις μοιραίες ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 που είχαν ως αποτέλεσμα την ανατροπή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο Μποδοσάκης προείδε τις δυσμενείς εξελίξεις για την Ελλάδα. Αποφάσισε να εγκατασταθεί μαζί με τη γυναίκα του Ιωάννα Γκεμπάουερ στο Παρίσι, έχοντας όμως διασώσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του καθώς είχε φροντίσει να μεταφέρει τις καταθέσεις του στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Παρόλα αυτά είδε πολλά ακίνητα και επιχειρήσεις που διέθετε στα πάτρια εδάφη του να χάνονται δια παντός λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Δεν λιγοψύχησε όμως, σαν να γνώριζε πως θα μεγαλουργούσε ξανά.
«Η ζωή του στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή»
Ο Μποδοσάκης ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τις νέες επιχειρηματικές του δραστηριότητες εγκατεστημένος στο Παρίσι αλλά στην προσωπική συνάντηση που είχε στη Λωζάννη με τον Ελευθέριο Βενιζέλο τον Ιανουάριο του 1923, τα πλάνα του θα παίρνανε εντελώς διαφορετική ρότα. Ο ίδιος ο Βενιζέλος παρότρυνε τον νεαρό επιχειρηματία να εγκατασταθεί στην Ελλάδα και ο Μποδοσάκης έδωσε το λόγο του. Στις 10 Νοεμβρίου του 1923 ο Μποδοσάκης κατέφθασε στην Αθήνα.
Εγκαινιάζοντας τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Ελλάδα, εγκατέστησε τα γραφεία του στο Μέγαρο Καραπάνου επί της Σταδίου. Αρχικά ίδρυσε μια μονάδα παραγωγής τούβλων στον Παράδεισο επί της λεωφόρου Κηφισίας. Όλες του όμως οι πρώτες επιχειρηματικές προσπάθειες κατέληξαν σε αποτυχία γιατί ήρθε αντιμέτωπος με τα γρανάζια της ελληνικής διαφθοράς και γραφειοκρατίας. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να χορηγήσει την απαιτούμενη άδεια για τον αλευρόμυλο που θέλησε να ιδρύσει στον Πειραιά. Η πρωτοβουλία δημιουργίας Προσφυγικής Τράπεζας αντιμετωπίστηκε με μεγάλη εχθρότητα από το κατεστημένο των «προσφυγοπατέρων». Σε διαγωνισμό για την κατάρτιση τεχνικής μελέτης που θα έλυνε το πρόβλημα ύδρευσης των Αθηνών η εταιρία του Μποδοσάκη ενώ είχε βγει πρώτη, το έργο ανατέθηκε τελικά σε άλλη εταιρία! Στις αρχές του 1925 ο Μποδοσάκης είχε φτάσει στο χείλος της καταστροφής καθώς ενεπλάκη ανεπιτυχώς και στο ελληνικό χρηματιστήριο. Μάλιστα έφτασε σε σημείο να εκποιήσει κοσμήματα της γυναίκας του και διάφορα οικιακά είδη στην προσπάθειά του να εξοφλήσει τα χρέη του. Τότε, ο δικτάτορας της χώρας, Θεόδωρος Πάγκαλος, γνωρίζοντας την οικονομική καταστροφή που υπέστη ο Μποδοσάκης, θέλησε να τον βοηθήσει ανιδιοτελώς για να δραστηριοποιηθεί ξανά στον τόπο, χορηγώντας του δάνειο έξι εκατομμυρίων δραχμών από την Εθνική Τράπεζα. Έτσι ο Μποδοσάκης προσπάθησε να ανοίξει ξανά τα φτερά του. Όμως, μετά την ανατροπή του καθεστώτος, η απροσδόκητη αυτή στήριξη από τον Πάγκαλο θα στεκόταν η αιτία ώστε να κατηγορηθεί από τους διώκτες του ως «θεράπων της δικτατορίας» και να οδηγηθεί στις φυλακές Συγγρού για έξι μήνες.
Το 1934 ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, Ιωάννης Δροσόπουλος, θα εμπιστευόταν στα χέρια του Μποδοσάκη το μάνατζμεντ της ΠΥΡΚΑΛ, το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο & Καλυκοποιείο, καθώς είχε περιέλθει σε απραξία. Ο Μποδοσάκης σε ηλικία σαράντα τριών ετών θα ξεκινούσε και πάλι την πορεία του για την επιτυχία. Μετά τις πρώτες παραγγελίες από τον Ελληνικό Στρατό, ιδρύει οβιδουργείο και η παραγωγική δυναμικότητα της ΠΥΡΚΑΛ αυξάνεται ραγδαία. Κατόπιν γίνεται ο πλειοψηφικός μέτοχος της ΠΥΡΚΑΛ και πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Εκμεταλλευόμενος τον Ισπανικό εμφύλιο καταφέρνει να σπάσει το εμπάργκο που είχαν επιβάλλει οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης και να δρέπει υπερκέρδη από τους Ισπανούς. Με τη βοήθεια του πρέσβη του Μεξικού στο Παρίσι, φορτώνει πλοία με πολεμοφόδια από τον Πειραιά με τελικό προορισμό το Μεξικό. Έτσι καταφέρνει να αποπροσανατολίσει τους κατασκόπους των ξένων αφού όλα φαίνονταν απολύτως νόμιμα. Όμως μετά τον απόπλου τα πλοία προσάραζαν σε κάποιο ερημονήσι, άλλαζαν όλα τα επίσημα στοιχεία τους (όνομα, νηολόγιο, κλπ) και προορίζονταν πλέον κρυφά για την Ισπανία. Με τα κέρδη που αποκόμισε πραγματοποίησε πλήρη ανανέωση και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων της ΠΥΡΚΑΛ μετατρέποντας την έτσι σε μια πολεμική βιομηχανία αντάξια των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Η εθνική ωφέλεια ήταν πολλαπλή: Έλληνες αποκτούσαν εμπειρία στην πολεμική βιομηχανία, ενώ η χώρα εξασφάλιζε πολύτιμο συνάλλαγμα. Όμως το σημαντικότερο ήταν πως η ΠΥΡΚΑΛ θα εξασφάλιζε αποτελεσματικά τον πολεμικό εφοδιασμό της χώρας μας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40. Οι εισβολείς δεν μπορούσαν να φανταστούν τον παραγωγικό οργασμό του Καλυκοποιείου με συνέπεια το συνεχή εφοδιασμό του Ελληνικού Στρατού. Φυσικά ο Μποδοσάκης χορήγησε όλα τα αποθέματα πυρομαχικών υπό μορφή δωρεάς στο κράτος.
Όμως, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 τα πάντα είχαν τελειώσει. Στις 14 Απριλίου ο Μποδοσάκης αναχώρησε για την Αίγυπτο και έπειτα για την Αμερική, αποφεύγοντας οποιαδήποτε επαφή με τον κατακτητή. Λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 1939, έχοντας διαβλέψει τον επερχόμενο πόλεμο, φρόντισε να μεταφέρει όλα του τα χρεόγραφα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες στη Νέα Υόρκη. Πριν φύγει από την Ελλάδα όμως, μοίρασε στους εργαζομένους 50 εκατομμύρια δραχμές και έκλεισε κάθε οικονομική εκκρεμότητα που είχε. Η αξία των πρώτων υλών σε τιμές κτήσεως που διέθετε εκείνη τη στιγμή ανερχόταν σε 1.960 εκατομμύρια δραχμές. Η περιουσία του αυτή θα έπεφτε στα χέρια των Γερμανών.
Λόγω της τρικυμιώδους ζωής του χαρακτηρίστηκε ως «Οδυσσέας του 20ου αιώνα» και ως «σύγχρονος Σίσυφος». Ο Μποδοσάκης έζησε ζωή εξαιρετικά λιτή, δίχως περιττές και προκλητικές πολυτέλειες. Τα χτυπήματα της ζωής που δεχότανε προσθέτανε κάθε φορά όλο και μεγαλύτερη δύναμη στην οξυδέρκεια, στην εργατικότητα, στην τιμιότητα, στο πείσμα και στην αδάμαστη θέληση για επιτυχία που διέθετε.
«Η ζωή του στην Ελλάδα μετά τον Μεσοπόλεμο»
Όταν επέστρεψε το 1945 στην Ελλάδα ανασυγκρότησε τις διαλυμένες επιχειρήσεις του και άρχισε να δημιουργεί νέες. Παράλληλα με την πολεμική βιομηχανία, ο Μποδοσάκης είχε αναλάβει τη χρεοκοπημένη Ελληνική Εριουργία, Μεταξουργία & Βαμβακουργία και την είχε καταστήσει στη μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση του κλάδου σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Επίσης ανέλαβε τα ηνία μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας η οποία όμως βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης. Η εξαγορά της Ελληνικής Εταιρίας Χημικών Προϊόντων & Λιπασμάτων, με τεράστιες οφειλές προς το Δημόσιο ύψους 20 εκατομμυρίων δραχμών (τις οποίες τακτοποίησε όλες) συντάραξε συθέμελα τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας. Την ώρα που οι περισσότεροι Έλληνες επιχειρηματίες σκέφτονταν να φύγουν από την Ελλάδα και να επενδύσουν στην Αμερική, ο Μποδοσάκης γυρνά από την Αμερική και επενδύει στην Ελλάδα. Εντύπωση προκάλεσαν τα λόγια του σε μία σύσκεψη στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων:
«Εγώ ήμουν στην Αμερική και είχα δημιουργήσει τις βάσεις για να αναπτύξω αξιόλογη επιχειρηματική δραστηριότητα. Αλλά προτίμησα να επιστρέψω στην Ελλάδα διότι ό,τι και να έκανα εκεί, δεν θα έπαυα να ήμουν ο ξένος, ο παρείσακτος. Εδώ είναι η θέση μας και για την ανόρθωση της πατρίδας μας πρέπει να αγωνισθούμε».
Η Εταιρία Λιπασμάτων αναδείχθηκε σε πρότυπο ακμάζουσας επιχειρήσεως με διεθνές κύρος και σημαντικές εξαγωγές. Μέσω αυτής, ο Μποδοσάκης ήλεγχε τα μεταλλεία σιδηροπυρίτη της Κασσάνδρας, του Ωρωπού, της Κοζάνης, της Κορώνης κ.ά. Αξιοποιώντας το φυσικό πλούτο της χώρας η εθνική οικονομία όχι μόνο εξοικονόμησε πολύτιμο συνάλλαγμα από τον περιορισμό εισαγωγής αγαθών, αλλά εισέρεαν σε αυτήν λόγω εξαγωγών τουλάχιστον 3 εκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Ο Μποδοσάκης επεξέτεινε τις επιχειρήσεις του σε ασυσχέτιστους κλάδους. Θεμελίωσε υδροηλεκτρικά συγκροτήματα, θερμοηλεκτρικά εργοστάσια, εκμεταλλεύτηκε τα νικελιούχα κοιτάσματα της Λάρυμνας (ΛΑΡΚΟ) και το λιγνιτοφόρο πλούτο της Πτολεμαΐδας (ΛΙΠΤΟΛ). Αναμείχθηκε επίσης στην υαλουργία, στα ναυτιλιακά, στις ασφάλειες (ΛΑΙΚΗ Α.Α.Ε.), στις κατασκευές, στην ποτοποιεία (ΒΟΤΡΥΣ). Η πληθωρική επιχειρηματική του δραστηριότητα γνώρισε την επιτυχία γιατί απλά ήταν γεννημένος ηγέτης. Διέθετε το ταλέντο να γνωρίζει πως να διοικεί σωστά τους ανθρώπους και το καλλιέργησε σε υπέρτατο βαθμό.
«Μέγας Εθνικός Ευεργέτης»
Όταν επρόκειτο για κοινωφελή σκοπό, ο Μποδοσάκης ήταν σπάταλος. Πριν ακόμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ο Μποδοσάκης φημίζονταν για τις αγαθοεργίες του στην Τουρκία. Είχε δαπανήσει σημαντικά ποσά για τη συντήρηση εκκλησιών και ελληνικών σχολείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ έδινε τακτικά χρηματικά ποσά στον τούρκο διοικητή για να τα διαθέσει στους άπορους μουσουλμάνους. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ο Μποδοσάκης ανέλαβε τις δαπάνες περιθάλψεως συγγενών και συνεργατών του, ενώ παράλληλα φρόντισε να τους εξασφαλίσει εργασία στην Ελλάδα.
Η προσφορά του Μποδοσάκη στην ελληνική κοινωνία υπήρξε μέγιστη. Με τις βιομηχανίες του πρσέφερε εργασία σε περισσότερους από 15.000 Έλληνες και έθεσε τις βάσεις της οικονομικής ανασυγκρότησης της Ελλάδας μεταπολεμικά. Επί πενήντα πέντε χρόνια, οι δραστηριότητές του κάλυπταν το 35% του συνολικού δυναμικού της Ελλάδας στο χώρο της βιομηχανίας.
Οι τεράστιες δαπάνες για τον εφοδιασμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρηματοδοτήθηκαν από τον ίδιο τον Μποδοσάκη. Το εργοστάσιο της ΠΥΡΚΑΛ που είχε διευρύνει και εκσυγχρονίσει, συνέβαλε ουσιαστικά στη νίκη της Ελλάδας έναντι των Ιταλών στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Τα φιλανθρωπικά και φιλεκπαιδευτικά έργα του υπήρξαν αναρίθμητα, όπως το κολλέγιο στην Κάντζα, τα σχολεία στο Ηράκλειο και στη Νέα Ιωνία, το νοσοκομείο Πτολεμαΐδας, η ανέγερση του μεγάρου της Εστίας Νέας Σμύρνης, κ.ά. Εκατοντάδες Έλληνες φοιτητές εκπαιδεύτηκαν με δικές του υποτροφίες στο εξωτερικό. Ακόμα και το σπίτι του δώρισε στο ελληνικό κράτος, εκεί που σήμερα στεγάζεται το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού.
Μαζί με την γυναίκα του αποφάσισαν να διαθέσουν μετά θάνατον το σύνολο της περιουσίας τους για εθνικούς και κοινωφελείς σκοπούς μέσω του ιδρύματος Μποδοσάκη. Έξι μήνες πριν πεθάνει έγραψε τη διαθήκη του και κληροδότησε ολόκληρη την περιουσία του στο ίδρυμα που σύστησε. Έκτοτε ιδρύθηκαν σχολές τεχνικής εκπαίδευσης και χορηγούνται διάφορες υποτροφίες.
Έτσι ο μεγάλος αυτός Έλληνας πέρασε στη σφαίρα του θρύλου ενόσω ακόμη ζούσε. Στις 18 Ιανουαρίου του 1979, σε ηλικία 88 ετών, ο Μποδοσάκης έσβησε από οξύ πνευμονικό οίδημα. Η προσωπικότητά του όμως φωτίζει και θα φωτίζει αιωνίως καθώς το όνομά του ταυτίστηκε όχι μόνο με την επιχειρηματική επιτυχία, αλλά και με την αγάπη προς την πατρίδα και τον συνάνθρωπο. Η Ελλάδα του 20ου αιώνα είχε την μοναδική τύχη να γνωρίσει την ευεργετική δράση του Πρόδρομου Μποδοσάκη Αθανασιάδη, ίσως του μεγαλύτερου εθνικού ευεργέτη των Ελλήνων.
Χρήστος Μπουτάτος*
* Επιχειρηματίας, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της DMN A.E., κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Μάνατζμεντ και στη Στρατηγική Επιχειρήσεων από το LSE.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr