της Χαράς Κάνδηλα
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Reporter Μagazine Ιουλίου.
Ο δρόμος προς την αγορά εργασίας
Η σημερινή γενιά των νέων (20-30 ετών) βίωσε την οικονομική κρίση είτε από την περίοδο των σχολικών χρόνων, είτε από αυτή των φοιτητικών. Κάτω από μια τέτοια ρευστή οικονομική κατάσταση κλήθηκε να λάβει αποφάσεις για το ποιο θα είναι το επαγγελματικό της μέλλον, να αναζητήσει σπουδές και εργασία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο ποσοστό ξεκίνησε την αναζήτηση εργασίας στην ηλικία των 20 ετών. Στο εύρος όλων των ερωτηθέντων η διαδικασία εισόδου στην αγορά εργασίας ξεκίνησε από την ηλικία των 15, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις άρχισε από τα 27.
Στο διάστημα αυτό, οι νέοι ήρθαν σε επαφή με την ανεργία. Άλλοι τη βίωσαν για ένα χρόνο, άλλοι εποχιακά, άλλοι για 4- 6 μήνες και άλλοι, οι πιο τυχεροί της υπόθεσης, ελάχιστα (1 μήνα και κάτω).
Στη διάρκεια της αναζήτησης επαγγέλματος, το μεγαλύτερο ποσοστό (75%) βρήκε δουλειά μέσα σε 1 – 3 μήνες. Ακολουθεί το 21,9% σε 3 – 6 μήνες και μόλις το 3,1% σε 6 μήνες και παραπάνω.
Η «ποιοτική» ανεργία
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στις αρχές του έτους έδειξαν ότι το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν μειωμένο κατά 2,1 μονάδες από 20,6% σε 18,5% για το μήνα Ιανουάριο του 2019, οριακά αυξημένο από το αναθεωρημένο προς τα πάνω 18,4% του Δεκεμβρίου του 2018. Η Ελλάδα παραμένει πρώτη σε ποσοστά ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αναφέρεται στα στοιχεία της Eurostat.
Σύμφωνα με την παρούσα έρευνα το 82,9% των νέων που συμμετείχαν αυτή τη στιγμή δουλεύει. Αν και τα ποσοστά θεωρούνται, συνήθως, πιο αντικειμενικά και απτά, στο συγκεκριμένο ζήτημα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που παίζουν καθοριστικό ρόλο. Με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο ποσοστό εργάζεται, αλλά υπό ποιες συνθήκες.
Στα κύρια θέματα συζήτησης μεταξύ των νέων αναφορικά με τη δουλειά, επικρατούν ποικίλοι προβληματισμοί. Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- Αν σε ενδιαφέρει το αντικείμενο με το οποίο ασχολείσαι;
- Αν το κάνεις από ανάγκη ή από επιλογή;
- Αν πληρώνεσαι και αν ναι κατά πόσο ικανοποιητικά και έγκαιρα;
- Αν αναζητάς συνεχώς κάτι καλύτερο;
Τα ερωτήματα αυτά συνθέτουν μια εικόνα δυσαρέσκειας για το μεγαλύτερο ποσοστό (56,3%) των νέων που εργάζεται. Οι περισσότεροι δεν είναι ευχαριστημένοι με αυτό που κάνουν και ακόμα περισσότερο με τις συνθήκες που βιώνουν στο χώρο εργασίας τους.
Πιο αναλυτικά, το 57,6% δεν αισθάνεται ότι πληρώνεται επαρκώς για τη δουλειά που κάνει, ενώ θεωρεί μη ικανοποιητική την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ μεικτά.
Επιπλέον, το 60,6% αισθάνεται ότι δεν αντιμετωπίζεται εξίσου δίκαια με τους συναδέλφους μεγαλύτερης ηλικίας στο εκάστοτε επάγγελμα ή κλάδο.
Και όταν αναφερόμαστε σε «αδικία» δεν εστιάζουμε στο οικονομικό κομμάτι αλλά σε ζητήματα όπως ο σεβασμός και η έννοια της εκμετάλλευσης. Φράσεις όπως «τώρα που είσαι νέος πρέπει να δουλέψεις σκληρά», «ουδείς αναντικατάστατος» και «είναι δύσκολοι οι καιροί» είναι μόνο κάποια από κλισέ που ακούει ένας νέος – και όχι μόνο – άνθρωπος στο εργασιακό του περιβάλλον.
Brain Drain VS Brain Gain
Το brain-drain ευρέως γνωστό τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας αναφέρεται στη διέξοδο των νέων στο εξωτερικό. Διέξοδο εργασιακή, εκπαιδευτική κι σε γενικότερες γραμμές πιο ποιοτική.
Η Eurostat αναφέρει ότι ο αριθμός των Ελλήνων επιστημόνων με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης που μετανάστευσαν στο εξωτερικό σχεδόν δεκαπλασιάστηκε στα χρόνια της κρίσης. Ειδικότερα, από το 2008 έως το 2016 υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 450.000 Έλληνες αναζήτησαν εργασία στο εξωτερικό. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και σχετικά μικρή ηλικία, όπως αναφέρεται σε έρευνα της ICAP People Solutions.
Στην ερώτηση αν θα αναζητούσε κάποιος εργασία στο εξωτερικό απάντησε θετικά το 64,7% των συμμετεχόντων, με δεδομένο ότι το 65,7% των ερωτηθέντων είναι κάτοχοι προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού πτυχίου. Το στοιχείο αυτό φανερώνει το γεγονός ότι το εξωτερικό παραμένει στο επίκεντρο της νέας γενιάς.
Και τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Κόστος από κάθε άποψη. Επιστημονικό, επαγγελματικό και οικονομικό. Ανάπτυξη δεξιοτήτων στο εξωτερικό σημαίνει εργασία στο εξωτερικό που συνεπάγεται ζωή στο εξωτερικό και αντίστοιχα κεφάλαιο και δυναμικό που δεν επιστρέφουν ποτέ στη χώρα. Μελέτη του ΕΜΠ βασισμένη στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής φανερώνει ότι η φυγή των επιστημόνων την περίοδο 2008 -2016 κόστισε στην Ελλάδα 15,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Θέμα κουλτούρας ή ανάγκης;
Τα πράγματα περιπλέκονται όταν στο «παιχνίδι» εισέρχεται ο παράγοντας Ελλάδα. Ειδικότερα, στην επιλογή φεύγω στο εξωτερικό ή παραμένω Ελλάδα με την προϋπόθεση ότι έχω τους οικονομικούς πόρους, μόλις το 52,9% απάντησε ότι θα προτιμούσε το εξωτερικό, ενώ το 47,1% θα παρέμενε στην Ελλάδα.
Πίσω από την παραπάνω συνθήκη, κρύβονται, κυρίως, κοινωνικοί και οικονομικοί λόγοι.
Η επιλογή «φεύγω»
Η έρευνα έδειξε ότι στο εξωτερικό επικρατεί η άποψη ότι βρίσκεται το «καλύτερο», είτε αυτό είναι επάγγελμα, είτε ποιότητα ζωής.
Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι παρακάτω λόγοι:
- καλύτερες συνθήκες εργασίας,
- διεύρυνση οριζόντων,
- υψηλότεροι μισθοί,
- καλύτερη ποιότητα ζωής,
- επαγγελματική ανέλιξη,
- εργασιακή εμπειρία.
Η επιλογή «μένω»
Σε αυτή την περίπτωση στους κυρίαρχους λόγους ανήκουν κοινωνικοί και συναισθηματικοί. Φράσεις, όπως, «η οικογένειά μου» ή «η χώρα μου» ήταν χαρακτηριστικές στις απαντήσεις των ερωτηθέντων. Στους παράγοντες παραμονής στην Ελλάδα συγκαταλέγονται:
- ο τρόπος ζωής και η κουλτούρα
- η στήριξη στη χώρα
- το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.
Τι θα υπερισχύσει;
Η ανάσχεση του brain drain δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Η βρετανική εφημερίδα Financial Times σε άρθρο της σχετικά με την Ελλάδα σημειώνει ότι «οι Έλληνες δεν βιάζονται να επιστρέψουν, αφού σύμφωνα με έκθεση της Ε.Ε. που έγινε πέρσι στο Λονδίνο και την Ολλανδία, λιγότεροι από ένας στους δέκα Έλληνες μετανάστες σχεδιάζουν να γυρίσουν πίσω την επόμενη τριετία και μόνον δύο στους δέκα το σκέφτονται μακροπρόθεσμα».
Παράλληλα, έρευνα της Kapa Research το 2018 αναφέρει πως για την επιστροφή των νέων στην Ελλάδα, ένα ποσοστό της τάξεως του 49% ζητά μια δουλειά με αντίστοιχες αποδοχές και προοπτικές με τη σημερινή του, ενώ το 44% ζητά τη βελτίωση της οικονομίας και της αγοράς.
Ο παράγοντας της οικονομίας θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάσχεση του φαινομένου με την εμπιστοσύνη προς τις δυνατότητες της χώρας να μην έχει ακόμη επιτευχθεί. Οι αλλαγές και οι ευκαιρίες δεν προκύπτουν από τη μια στιγμή στην άλλη και για το λόγο αυτό ένας νέος θα σκεφθεί πολύ προσεκτικά πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Η διπλή σημασία της ελπίδας
Υπάρχει ελπίδα; Κρίσιμο και πολυaκουσμένο ερώτημα που παραμένει πάντα επίκαιρο. Πόσο μάλλον στη γενιά των νέων που ακούει συνεχώς ότι αντιπροσωπεύει την «ελπίδα του ελληνικού λαού» και το «μέλλον της χώρας».
Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση αφού το 48,6% των ερωτηθέντων απάντησαν 3 σε μια κλίμακα από το 1 μέχρι το 5 (με 1 το λιγότερο επίπεδο ελπίδας και 5 το υψηλότερο). Ελάχιστοι δήλωσαν τελείως απαισιόδοξοι και ελάχιστοι απόλυτα αισιόδοξοι για το μέλλον της επαγγελματικής τους πορείας.
Και αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ότι ακριβώς η αβεβαιότητα τελικά επικρατεί, ο νέος δεν μπορεί να γνωρίζει που θα βρίσκεται σε 5 ή 10 χρόνια, τι δουλειά θα κάνει ή αν θα έχει δουλειά. Τα μηνύματα που λαμβάνει λανθάνουν και διχάζουν. Η απογοήτευση «παλεύει» με την αισιοδοξία και η ελπίδα τελικά είναι αυτή που είτε κρατάει το νέο είτε τον απωθεί από τη χώρα του.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr