Τα στοιχεία προκύπτουν από δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το 2017 στο πλαίσιο προγράμματος που υλοποίησε η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας σε συνεργασία με την Κυβέρνηση και με συμμετοχή των Κοινωνικών Εταίρων με στόχο την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας.
Συγκεκριμένα στο 55 % των περιπτώσεων η αδήλωτη εργασία αφορά την καταβολή μέρους αποδοχών για κύρια ή και υπερωριακή εργασία ως αδήλωτο εισόδημα σε εργαζόμενους που έχουν και επίσημο εισόδημα (ημι-δηλωμένη εργασία).
Ένας στους δύο εργαζομένους έχει λάβει αμοιβή από εργοδότη χωρίς να την έχει δηλώσει, ενώ 8 στους 10 καταναλωτές έχουν αγοράσει το τελευταίο 12μηνο αγαθά που πιστεύουν ότι ενσωματώνουν αδήλωτη εργασία (το 54 % από επιχειρήσεις και το 38 % από γνωστούς και οικογένεια).
Ακόμα, ένας στους τέσσερις έχει εργαστεί αδήλωτα σε επιχείρηση το τελευταίο δωδεκάμηνο, ενώ κατά το ίδιο διάστημα το μέσο έσοδο από αδήλωτη εργασία για άνδρα είναι 2.200 ευρώ και για γυναίκα 1.500 ευρώ.
«Ο παράγοντας που ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία στην Ελλάδα δεν είναι απλά το γεγονός ότι οι φόροι είναι ιδιαίτερα υψηλοί και προοδευτικοί, αλλά το γεγονός ότι αυτοί οι ψηλοί φόροι και εισφορές δεν είναι ανταποδοτικοί, ή τουλάχιστον δεν αξιολογούνται από το κοινωνικό σύνολο ως τέτοιοι», επισημαίνει ο ΣΕΒ.
Στις αιτίες του φαινομένου περιλαμβάνονται ακόμη - κατά τον Σύνδεσμο - τα σημαντικά διοικητικά βάρη, τα ζητήματα αποτελεσματικότητας των ελέγχων, αλλά και γενικότερες αποτυχίες πολιτικής, όπως ενδεικτικά στην περίπτωση της δημόσιας εκπαίδευσης και της ανάγκης που δημιουργεί για βοηθητική διδασκαλία στο σπίτι.
Τονίζει ακόμη τις επιπτώσεις στις επιχειρήσεις (αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων που τηρούν τη νομιμότητα και εκείνων που την καταστρατηγούν) αλλά και στους εργαζόμενους, «οι οποίοι εγκλωβίζονται σε ένα καθεστώς χαμηλών αποδοχών και επαγγελματικών προοπτικών, χάνοντας την προστασία της Πολιτείας και την πρόσβαση σε κρίσιμες υπηρεσίες που παρέχει το κοινωνικό κράτος, όπως ενδεικτικά την υγειονομική και συνταξιοδοτική κάλυψη».
Συνέπειες της αδήλωτης εργασίας
Η αδήλωτη εργασία έχει ως άμεση συνέπεια τη μη καταβολή των φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, που προβλέπει η νομοθεσία μιας χώρας, κάτι που αποτελεί αυταπόδεικτα μια μορφή φοροδιαφυγής που υπονομεύει τη δημοσιονομική υγεία και μειώνει τους πόρους που έχει στη διάθεση του το κράτος για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
Η αδήλωτη εργασία επιδρά στις συνθήκες εργασίας και την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Συνιστά μια μορφή «κοινωνικού dumping», σχετίζεται με χαμηλότερες αποδοχές, χειρότερες συνθήκες εργασίας, συνταξιοδοτικής και υγειονομικής κάλυψης και άλλων παροχών κοινωνικής ασφάλισης και εργασία εκτός προστασίας που παρέχει το θεσμικό πλαίσιο στον εργαζόμενο. Επίσης, χαρακτηρίζεται από αυξημένους κινδύνους για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, έχει σημαντικές και αρνητικές κοινωνικές συνέπειες και οδηγεί σε χαμηλές προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης, απουσία πρόσβασης σε ευκαιρίες για δια βίου μάθηση και ανεπαρκή κοινωνική προστασία.
Επιπλέον, υπονομεύει την ικανότητα άσκησης αποτελεσματικής κοινωνικής πολιτικής και υποστήριξης αυτών που πραγματικά έχουν ανάγκη.
Η αδήλωτη εργασία, όπως επιβεβαιώνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των επιχειρήσεων που είναι συνεπείς αλλά και των εργαζομένων που καταβάλλουν το σύνολο των εισφορών και φόρων που τους αναλογούν και που, συνεπώς, καθίστανται λιγότερο ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας.
Επίσης, η επιβράβευση, στην πράξη, της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής αλλά και της παράκαμψης των κανόνων δικαίου που διέπουν την αγορά εργασίας συνιστά επίσης υπονόμευση του κράτους δικαίου και συμβάλλει όπως κάθε παράβαση κανόνων στη σταδιακή διάβρωση των θεσμών της χώρας, κάτι που συνήθως συνεπάγεται εγκλωβισμό της χώρας σε ένα χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr