Όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος, το 2015, η απασχόληση ανερχόταν σε 3,6 εκατ. εργαζόμενους, εκ των οποίων 432 χιλ. απασχολούνται στην γεωργία.
Από τους υπόλοιπους 3,2 εκατ. περίπου εργαζόμενους, οι μισοί σχεδόν (1,5 εκατ.) απασχολούνται ως ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες, πωλητές και απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών, και οι υπόλοιποι (1,6 εκατ.) ως ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, επαγγελματίες, τεχνικοί/ειδικευμένοι τεχνίτες και συναφή επαγγέλματα, χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων – μηχανημάτων –εξοπλισμού- και συναρμολογητές, και εν γένει απασχολούμενοι σε περισσότερο εξειδικευμένες θέσεις εργασίας, για τις οποίες απαιτείται και κάποια εκπαίδευση/κατάρτιση κατά κανόνα μεταλυκειακού επιπέδου.
Η μεγάλη μάζα των επαγγελματιών (670 χιλ.) εργάζονται είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες (141 χιλ.) είτε στους κλάδους της εκπαίδευσης (253 χιλ.) και της υγείας (94 χιλ.). Ως είναι, επίσης, φυσιολογικό, από τους 855 χιλ. απασχολούμενους ως πωλητές και στην παροχή υπηρεσιών, οι 419 χιλ. απασχολούνται το εμπόριο και οι 218 χιλ. στον τουρισμό. Στους ειδικευμένους τεχνίτες και τα συναφή επαγγέλματα (346 χιλ. ), οι περισσότεροι (138 χιλ.) απασχολούνται στην μεταποίηση, ενώ 104 χιλ. απασχολούνται στις κατασκευές και 56 χιλ. στο εμπόριο (επειδή στον κλάδο αυτόν περιλαμβάνονται και τα συνεργεία αυτοκινήτων!).
Συνολικά, παρατηρεί ο ΣΕΒ, εάν θεωρήσουμε τους υπαλλήλους γραφείου, τους απασχολούμενους ως πωλητές και στην παροχή υπηρεσιών και τους ανειδίκευτους εργάτες ως εργαζόμενους χαμηλότερης εξειδίκευσης, τότε το 71% της απασχόλησης στη βιομηχανία, το 74% στο εμπόριο και το 87% στον τουρισμό, είναι εργαζόμενοι χαμηλότερης εξειδίκευσης, με τη βιομηχανία να απορροφά το 7,5% του συνόλου των ατόμων χαμηλότερης εξειδίκευσης, το εμπόριο το 33% και τον τουρισμό το 19,6%, με τους υπόλοιπους (33%) να κατανέμονται, εκτός ελευθέρων επαγγελμάτων και των κλάδων υγείας/κοινωνικών υπηρεσιών και παιδείας, στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Τι γίνεται στην ΕΕ
Συγκρίνοντας την κατανομή των εξειδικεύσεων σε κλαδικό επίπεδο μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-28, προκύπτει ότι στους απασχολούμενους υψηλότερης εξειδίκευσης, η βιομηχανία απορροφά το 16,8% στην Ελλάδα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη είναι 23,4%, με την παιδεία αντίστροφα να απορροφά το 16,3% στην Ελλάδα και μόνο το 10% στην Ευρώπη.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι λόγω του συγκριτικά μικρού μεγέθους της βιομηχανίας (8,5% του ΑΕΠ), πολλοί άνθρωποι υψηλότερης εξειδίκευσης επιλέγουν να απασχολούνται ως εκπαιδευτικοί, και όχι ως στελέχη επιχειρήσεων στην αγορά, και μάλιστα στη βιομηχανία όπου οι αμοιβές είναι υψηλές.
Είναι εξίσου ενδιαφέρουσα η σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-28 σε κλαδικό επίπεδο, όσον αφορά στους απασχολούμενους χαμηλότερης εξειδίκευσης. Ενώ στη βιομηχανία, δεν παρατηρούνται αξιοσημείωτες διαφορές, το εμπόριο και ο τουρισμός απορροφούν το 33% και 19,6% στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρώπη τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 23,8% και 10,3%. Τα στοιχεία αυτά, ακόμη και αν διορθωθούν για τα σχετικά μεγέθη των κλάδων στις δύο γεωγραφικές περιοχές, δείχνουν ότι πολλοί απασχολούμενοι χαμηλότερης εξειδίκευσης βρίσκουν δουλειά στο εμπόριο και τον τουρισμό στην Ελλάδα, ένδειξη ότι η παραγωγικότητα στους κλάδους αυτούς είναι πολύ χαμηλότερη στην Ελλάδα απ’ ό,τι είναι στην Ευρώπη.
Τα στοιχεία αυτά είναι ανησυχητικά, καθώς πολλοί απασχολούμενοι χαμηλότερης εξειδίκευσης είναι εγκλωβισμένοι σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας και απειλούνται με ανεργία με την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών. Η βιομηχανία δεν αντιμετωπίζει στον ίδιο βαθμό τέτοιου είδους προβλήματα, μιας και η εξωστρέφεια του κλάδου διασφαλίζει μέσω ανταγωνισμού ότι οι παραγωγικές διαδικασίες είναι εξίσου σύγχρονες και τεχνολογικά προηγμένες, όπως συμβαίνει και στο εξωτερικό.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ότι στον τομέα της υγείας και παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, απασχολούνται στην Ελλάδα πολλοί λιγότεροι εργαζόμενοι χαμηλότερης εξειδίκευσης από ότι στην Ευρώπη (3,2% έναντι 11,4%). Αυτό μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι στην Ελλάδα, πέραν του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, η παροχή υπηρεσιών από άλλες ειδικότητες είναι περιορισμένη.
Πολλές φορές, οι γιατροί και οι νοσοκόμοι απασχολούνται σε δραστηριότητες που απαιτούν χαμηλότερες εξειδικεύσεις, απαξιώνοντας πολύτιμους πόρους (βοηθοί νοσοκόμοι, προσωπικό γηροκομείων, κοκ).
Στην Ελλάδα, προφανώς, πολλές υπηρεσίες προς ηλικιωμένους ή μακροχρόνια ασθενείς παρέχονται ακόμη από τα μέλη της οικογένειας ή από την εκκλησία και άλλες μονάδες σε εθελοντική βάση.
Ταυτόχρονα, η ελληνική οικογένεια δεν κατευθύνει τα παιδιά προς επαγγέλματα που θεωρούνται ότι έχουν χαμηλό επαγγελματικό status, ακόμη και όταν είναι προσοδοφόρα. Το αποτέλεσμα είναι χαμένες ευκαιρίες για απασχόληση, με τις περισσότερες θέσεις αυτού του είδους να καλύπτονται από οικονομικούς μετανάστες που δουλεύουν κατά κανόνα στην «μαύρη» αγορά.
Συγκρίνοντας την κατανομή των εξειδικεύσεων στην Ελλάδα και την ΕΕ-28, προκύπτει ότι υπερέχουμε κατά πολύ, λόγω εμπορίου και τουρισμού, στους πωλητές (23,3% στην Ελλάδα, 16,9% στην ΕΕ-28), αλλά, και στους αγρότες (12,1% στην Ελλάδα, 3,9% στην ΕΕ-28).
Παράλληλα, λόγω του συγκριτικά μικρού μεγέθους της ελληνικής βιομηχανίας, υστερούμε σημαντικά στους ειδικευμένους τεχνίτες (9,7% στην Ελλάδα, 11,7% στην ΕΕ-28), στους τεχνολόγους, τεχνικούς κλπ. (8,3% στην Ελλάδα, 15,8% στην ΕΕ- 28), και, στους χειριστές μηχανημάτων (5,8% στην Ελλάδα, 7,4% στην ΕΕ-28).
Τέλος, υστερούμε στα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (3,2% στην Ελλάδα, 6% στην ΕΕ-28), βασικά λόγω του χαμηλού μεγέθους της μέσης ελληνικής επιχείρησης που δεν απαιτεί μεγάλη οργανωτική διαστρωμάτωση στελεχών για να λειτουργήσει.
Το 57% των εργαζομένων (2,4 εκατ.) έχει μέχρι και πτυχίο λυκείου, με όσους έχουν πτυχίο λυκείου (1.229 χιλ.) να αριθμούν στο ίδιο περίπου επίπεδο με όσους έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο (1.085 χιλ.) και μεταπτυχιακό (138 χιλ.). Ακόμη, όμως, και σήμερα υπάρχουν πάνω από 450 χιλ. εργαζόμενοι που είναι ενταγμένοι στην αγορά εργασίας με χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα έχοντας τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο, με 215 χιλ. από αυτούς να απασχολούνται στο γεωργικό τομέα της οικονομίας.
Από όσους έχουν τελειώσει το λύκειο (1.229 χιλ.), στο κλάδο του εμπορίου έχουν απορροφηθεί 312 χιλ. και στο κλάδο του τουρισμού 165 χιλ., ενώ 168 χιλ. δουλεύουν στην βιομηχανία, 131 χιλ. στη γεωργία, και 123 χιλ. στις δημόσιες υπηρεσίες.
Από όσους έχουν τίτλους σπουδών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση (1.085 χιλ.), 229 χιλ. εργάζονται στην παιδεία, και 121 χιλ. στην υγεία/κοινωνικές υπηρεσίες, 156 χιλ. ως ελεύθεροι επαγγελματίες, και 134 χιλ. στη δημόσια διοίκηση.
Συνολικά, εάν θεωρήσουμε όσους έχουν από μεταλυκειακή εκπαίδευση και άνω ως υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου, το 30% της απασχόλησης στη βιομηχανία, το 32% στο εμπόριο και το 24% στον τουρισμό είναι εργαζόμενοι υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου.
Ταυτόχρονα, η βιομηχανία απορροφά το 7,6% του συνόλου των ατόμων υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου, το εμπόριο το 13,4% και ο τουρισμός το 5,1%, ενώ όλοι οι υπόλοιποι απορροφώνται στα ελεύθερα επαγγέλματα ή εργάζονται κυρίως στους τομείς της παιδείας και της υγείας/κοινωνικών υπηρεσιών, και στο δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
Όσον αφορά στα άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, η βιομηχανία απορροφά το 13.1%, το εμπόριο το 21,7% και ο τουρισμός το 12,3%, με το 48,7% να απασχολείται στην υπόλοιπη οικονομία.
Η διαστρωμάτωση αυτή αντανακλά την έμφαση της ελληνικής οικογένειας στην εκπαίδευση των παιδιών στα παραδοσιακά επαγγέλματα (γιατροί, εκπαιδευτικοί, δικηγόροι, μηχανικοί κλπ.) με προοπτική «να ανοίξουν ένα γραφείο ή ένα μαγαζί» ή «να βρουν δουλειά στο δημόσιο» ή «να δουλεύουν στη μαύρη αγορά» (φροντιστήρια, φοροτεχνικά, κλπ.). Η περιορισμένη ανάπτυξη της βιομηχανίας δεν δημιουργεί παρά χαμηλή ζήτηση για εργαζόμενους με τεχνολογικά ανώτερα εκπαιδευτικά προσόντα, με όσους αποκτούν αυτές τις εξειδικεύσεις να θεωρούνται μη απασχολήσιμοι και να αναγκάζονται να κατευθύνονται στο εξωτερικό για επαγγελματική αποκατάσταση.
Πόσα παίρνουν
Από την ανάλυση των στοιχείων των εξειδικεύσεων και των βαθμίδων εκπαίδευσης σε σχέση με τις ετήσιες αμοιβές που καταβάλλονται σε κάθε κλάδο, προκύπτει ότι ο μέσος εργαζόμενος έχει διπλάσιες αμοιβές στην βιομηχανία (€23,5 χιλ.) απ’ ό,τι στον τουρισμό (€11,6 χιλ.) και 42% μεγαλύτερες απ’ ό,τι στο εμπόριο (€16,6 χιλ.).
Και αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει, κατά κανόνα, μεγαλύτερη συγκέντρωση επαγγελματιών υψηλότερης εξειδίκευσης και εκπαίδευσης στη βιομηχανία απ’ ό,τι στο εμπόριο και τον τουρισμό, όπου ταυτόχρονα απαντάται μεγαλύτερη συγκέντρωση επαγγελμάτων χαμηλότερης εξειδίκευσης και εκπαίδευσης σε σχέση με τη βιομηχανία.
Σημειώνεται, επίσης, ότι στον κλάδο της παιδείας, της υγείας/κοινωνικών υπηρεσιών και τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι μέσες αμοιβές ανέρχονται σε €26,9 χιλ., €17,4 χιλ. και €18,7 χιλ. αντιστοίχως. Σε όλους, βεβαίως, τους κλάδους υπάρχει παραοικονομία, η οποία τεκμαίρεται να είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένη στη βιομηχανία, λόγω της ύπαρξης περισσότερων οργανωμένων επιχειρήσεων και της πιο σταθερής φύσης της δραστηριότητας, ενώ είναι εκτεταμένη στους υπόλοιπους κλάδους, και ιδίως στην παιδεία, την υγεία παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ανάγκη αλλαγής του αναπτυξιακού προτύπου
Αν και τα στοιχεία αυτά, λοιπόν, πρέπει να ερμηνεύονται με επιφύλαξη, η ανωτέρω ανάλυση συνηγορεί επίσης στην ανάγκη αλλαγής του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας προς εξωστρεφείς δραστηριότητες, όπως είναι η βιομηχανία, που παράγει είτε για εξαγωγές είτε για υποκατάσταση εισαγωγών.
Στη βιομηχανία δημιουργούνται καλοπληρωμένες και ανταγωνιστικές (δηλ. πιο σταθερές) θέσεις εργασίας, που είναι σε θέση να απορροφήσουν ανθρώπους υψηλότερης εξειδίκευσης και μορφωτικού επιπέδου.
Μία μεταφορά πόρων (εργαζομένων και επενδυτικών κεφαλαίων) από τις υπηρεσίες προς τη βιομηχανία, μπορεί να μετριάσει το πρόβλημα της υψηλής ανεργίας που πλήττει την ελληνική οικονομία.
Εξάλλου δεν είναι τυχαίο που, σήμερα, οι νέοι μας απόφοιτοι πανεπιστημιακών και πολυτεχνείων δεν βρίσκουν πού να απασχοληθούν, και καταφεύγουν στο εξωτερικό. Η πολιτεία πρέπει να ενσκήψει στο πρόβλημα της απασχολησιμότητας των νέων που σπουδάζουν και δεν βρίσκουν δουλειά, σε μία οικονομία που δημιουργεί λιγοστές θέσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Είναι, λοιπόν, αναγκαία η άρση όλων των αντικινήτρων στην δημιουργία βιομηχανικών μονάδων όπως είναι, κυρίως, το υψηλό ενεργειακό και μη μισθολογικό κόστος και τα εμπόδια στην χωροθέτηση και αδειοδότηση βιομηχανικών δραστηριοτήτων, που φέρνουν την ελληνική βιομηχανία σε σοβαρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα όταν ανταγωνίζεται τους βιομηχανικούς κολοσσούς στην παγκόσμια αγορά, καταλήγει η ανάλυση του ΣΕΒ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr