Η δραματική αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης επιστημονικού δυναμικού, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία επενδύσεων, οδηγεί στη δημιουργία μιας συνεχώς διογκούμενης νέας κοινωνικής ομάδας, των αποθαρρυμένων πτυχιούχων ανέργων. Πρόκειται για μια γενιά που λόγω ηλικίας έχει την ανάγκη να δημιουργήσει, την περιέργεια να πρωτοπορήσει και τη δύναμη να πραγματώσει τα όνειρά της, αλλά η Ελλάδα τής τα στερεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι η χώρα μας κατατάσσεται στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσον αφορά την απασχόληση των πτυχιούχων νέων της (που αποφοίτησαν τα τελευταία 1 έως 3 χρόνια), με ποσοστό που μετά βίας φθάνει στο 49,9%, όταν, για παράδειγμα, η Μάλτα καταφέρνει σχεδόν το απόλυτο, απορροφώντας το 96,9% των πτυχιούχων νέων της στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Αναλυτικά και σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τα ποσοστά απασχόλησης των νέων πτυχιούχων παρουσιάζουν διακυμάνσεις σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, με τα χαμηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στη Νότια Ευρώπη.
Στην Ελλάδα οι νέοι που αποφοίτησαν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία ένα έως τρία χρόνια έχουν τις πιο δυσοίωνες προοπτικές απασχόλησης, ενώ μειωμένες ευκαιρίες παρουσιάζονται και στους πτυχιούχους της Ιταλίας και της Ισπανίας, με την απασχόληση να φθάνει όμως στο 57,6% και το 68,7% αντίστοιχα.
Η Μάλτα βρίσκεται στην κορυφή, με τη Γερμανία και τη Σουηδία στη δεύτερη και την τρίτη θέση. Οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η ανεργία των νέων πτυχιούχων δεν οφείλεται τόσο στην υπερβάλλουσα προσφορά πτυχιούχων (το ποσοστό των πτυχιούχων ηλικίας έως 34 ετών στο σύνολο του πληθυσμού είναι 32,4%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται σε 34,2%) όσο κυρίως στην περιορισμένη ζήτηση για επιστήμονες από τις ελληνικές επιχειρήσεις,
Ο διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου και υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εργασίας Κωνσταντίνος Αγραπιδάς αναλύει στην «Κ» τους τρεις παράγοντες που δρουν σωρευτικά και οδηγούν στην ανεργία των πτυχιούχων και στη διαρροή τους σε τρίτες χώρες, πλήττοντας καίρια την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ο πρώτος συνδέεται με τον αναιμικό ρυθμό δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας που αποδεικνύεται από την αντίστροφη σχέση μεταξύ του υψηλού ποσοστού ανεργίας και του χαμηλού ποσοστού κενών θέσεων εργασίας. Το 2010 οι κενές θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα (πρόκειται για θέσεις που υπάρχουν αλλά δεν έχουν καλυφθεί) ανέρχονταν στις 50.000 και τον Ιούλιο του 2016 στις 15.000.
Οπως μάλιστα υπογραμμίζει ο κ. Αγραπιδάς, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας αποτελεί προπορευόμενο δείκτη της οικονομικής συγκυρίας. Ο δεύτερος συνδέεται με την κρίση και τον περιορισμό της εσωτερικής ζήτησης, καθώς παρατηρείται ανακατανομή της ελληνικής παραγωγής. Ετσι πολλοί παραδοσιακοί κλάδοι εξαφανίζονται (π.χ. κατασκευές), ενώ άλλοι έχουν αρχίσει σταδιακά να φθίνουν (διεθνές διαμετακομιστικό εμπόριο, logistics). Συνεπώς υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς εργασίας (π.χ. μηχανικών) και της ζήτησης.
Ο τρίτος παράγοντας αφορά το είδος των επενδύσεων στην Ελλάδα, ιδιωτικών ή δημόσιων (εντάσεως κεφαλαίου ή εντάσεως εργασίας), καθώς αυτό καθορίζει και την ποιότητα των ζητούμενων θέσεων εργασίας (ποιοτικές θέσεις εργασίας, ευέλικτες μορφές εργασίας).
Οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι παγκοσμίως η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας προσδιορίζεται και από την ικανότητά της να προσελκύει και να συγκρατεί ανθρώπινο δυναμικό υψηλής ποιότητας. Στην Ελλάδα οι οικονομικές συνθήκες και η ανυπαρξία πολιτικών στη διάρκεια της εξαετούς κρίσης μειώνουν τις προσδοκίες των νέων, ανατρέπουν τις προβλέψεις τους και ακυρώνουν τα σχέδιά τους. Ετσι, παρότι διαθέτει υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο, «διώχνει τα παιδιά της».
Μάλιστα, το φαινόμενο της μετανάστευσης πτυχιούχων στο εξωτερικό, γνωστό και ως «brain drain», έχει αυξηθεί πολύ στα χρόνια της κρίσης. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2013, 423.000 Ελληνες μετανάστευσαν αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες.
Ζητείται επειγόντως νέο μοντέλο
Η ανεργία των πτυχιούχων συνιστά διαρθρωτικό πρόβλημα, το οποίο για να λυθεί απαιτεί δομικές αλλαγές στην εγχώρια οικονομία, με κεντρικό στόχο την αναβάθμιση των επιχειρήσεών της.
Οπως επισημαίνει, μιλώντας στην Καθημερινή, η διοικήτρια του ΟΑΕΔ, καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Μαρία Καραμεσίνη, οι ευκαιρίες απασχόλησης στην Ελλάδα έχουν δραστικά μειωθεί τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να έχει εκτοξευθεί το ποσοστό ανεργίας των πτυχιούχων στις ηλικίες 25-29 ετών, δηλαδή στα πρώτα χρόνια μετά την αποφοίτηση. Βέβαια, το ποσοστό ανεργίας των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι στη χώρα μας χαμηλότερο έναντι άλλων ομάδων ανέργων, καθώς η οικονομία δείχνει να απορροφά σε μεγαλύτερη αναλογία πτυχιούχους έναντι ανέργων με λιγότερα προσόντα και εξειδίκευση.
Ο ΟΑΕΔ με το πρόγραμμα κατάρτισης αποφοίτων ΑΕΙ-ΤΕΙ του 2015 και τα εν εξελίξει προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας προσπαθεί να συμβάλει στην άμβλυνση του προβλήματος.
Ομως η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας των πτυχιούχων απαιτεί νέο παραγωγικό μοντέλο που στηρίζεται στην τεχνολογική αλλαγή και στην καινοτομία.
Μέχρι να υπάρξει νέο παραγωγικό μοντέλο στη χώρα ή υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, που θα μπορούσαν να επισπεύσουν την επιστροφή των επιστημόνων που μετανάστευσαν, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει την αξιοποίησή τους, ακόμη κι αν για ικανό χρονικό διάστημα παραμείνουν στο εξωτερικό.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr