Τα στοιχεία προέρχονται από δειγματοληπτική έρευνα που πραγματοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος και παρουσίασε χθες ο υποδιοικητής της ΤτΕ, κ. Θεόδωρος Μητράκος, στο πλαίσιο του συνεδρίου της 17ης Prodexpo που ολοκληρώνεται σήμερα. «Υπάρχουν κάποιες επιχειρήσεις στους κλάδους κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας που, ενώ τα οικονομικά τους μεγέθη δείχνουν ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, επιλέγουν να καθυστερούν στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των τραπεζών, οι αποκαλούμενοι "στρατηγικοί κακοπληρωτές"», ανέφερε ο κ. Μητράκος. Σημειωτέον ότι κατασκευαστικός κλάδος και εταιρείες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, αποτελούν δύο κλάδους που απορροφούν περίπου το 16% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις.
Συνολικά, ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μια απλή αναφορά καθιστά φανερό το μέγεθος του προβλήματος: Τον Ιούνιο του 2016, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ελλάδα ανήλθε σε 45,1% (από 4,5% το 2007), περίπου οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (5,7% το Μάρτιο του 2016). Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες (67,2%), στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59,9%) και στα καταναλωτικά δάνεια (55,3%). Στα στεγαστικά δάνεια ανέρχεται στο 44,7% (κοντά στο μέσο όρο), ενώ χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις (29,1%).
Όσον αφορά στους επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρείται στην εστίαση (79,5%), στην κλωστοϋφαντουργεία (75,9%), στον κλάδο ξυλείας, χάρτου και επίπλων (71,7%) αλλά και στη γεωργία (62,7%). Αντίθετα, πολύ μικρό ποσοστό παρατηρείται στον κλάδο ενέργειας και πετρελαιοειδών (4,5%) και σχετικά μικρό στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (27,5%).
Σύμφωνα με στοιχεία Ιουνίου 2016, από ανοίγματα (δηλαδή δάνεια, εγγυητικές επιστολές κ.λπ.) ύψους 23,5 δισεκ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί προς επιχειρήσεις των δύο προαναφερθέντων κλάδων, περισσότερα από τα μισά (12,9 δισεκ. ευρώ, 54,9%) καταγράφονται ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Τα 2/3 από αυτά αφορούν δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και καταγγελμένα δάνεια, ενώ το υπόλοιπο 1/3 αν και προς το παρόν εξυπηρετείται κανονικά κρίνεται ότι είναι αβέβαιης είσπραξης (δηλ. υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσει πρόβλημα στο μέλλον). Οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν ήδη συνομολογήσει ρυθμίσεις για δάνεια ύψους 4,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό εμφανίζει εκ νέου πρόβλημα. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των κλάδων κατασκευών και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας εμφανίζεται χειρότερη σε σύγκριση με το μέσο όρο των επιχειρηματικών δανείων (ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων 44,7%). Σημειώνεται πάντως ότι για τους εν λόγω κλάδους οι τράπεζες έχουν σχηματίσει συσσωρευμένες προβλέψεις ύψους 6,4 δισεκ. ευρώ.
Η χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων στους δύο αυτούς κλάδους έχει σαφέστατα επηρεαστεί αρνητικά από τη μεγάλη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και των εμπορικών αξιών και των μισθωμάτων τόσο των οικιστικών όσο και των επαγγελματικών ακινήτων. Ειδικότερα, οι επενδύσεις σε κατοικίες αντιπροσωπεύουν πλέον μόλις το 0,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), από 9,9% το 2007, συμπαρασύροντας σε χαμηλότερο επίπεδο και το σύνολο των επενδύσεων σε κατασκευές (β΄ τρίμηνο 2016: 4,7% του ΑΕΠ, 2007: 13,4% του ΑΕΠ).
Όσον αφορά τις τιμές των διαμερισμάτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος από τα πιστωτικά ιδρύματα, παρατηρήθηκε επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης των τιμών κατά τη διάρκεια του 2016. Το δεύτερο τρίμηνο του 2016 μειώθηκαν κατά 2,7% σε ετήσια βάση (από μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης 5% το 2015). Σωρευτικά, οι τιμές των διαμερισμάτων, σε ονομαστικούς όρους, μειώθηκαν κατά 41,4% από το 2008 έως το β΄ τρίμηνο του 2016 (-45,5% σε πραγματικούς όρους).
Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος από τις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας και τα πιστωτικά ιδρύματα, το 2015 οι αγοραίες αξίες των γραφειακών χώρων υψηλών προδιαγραφών παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες, ενώ οι αντίστοιχες τιμές καταστημάτων παρουσίασαν μείωση περίπου 3,5% για το σύνολο της χώρας. Σωρευτικά από το 2010 έως το τέλος του 2015 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι ονομαστικές αξίες των γραφειακών χώρων και των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών για το σύνολο της χώρας υποχώρησαν περίπου κατά 30%. Όσον αφορά τις προσόδους από επαγγελματικά ακίνητα, τα μισθώματα γραφείων εμφάνισαν τάσεις σταθεροποίησης εντός του 2015, ενώ τα μισθώματα των καταστημάτων παρουσίασαν μείωση 6,3% για το σύνολο της χώρας. Σωρευτικά η μείωση των μισθωμάτων γραφείων και καταστημάτων από το 2010 ανέρχεται περίπου σε 30% και 35% αντίστοιχα.
Τα ανωτέρω μεγέθη έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον τραπεζικό τομέα, αφού η μείωση των τιμών των ακινήτων μειώνει και την αξία των εξασφαλίσεων των δανείων και φυσικά επηρεάζει αρνητικά την πιστωτική συμπεριφορά των δανειοληπτών και τις πιθανές ανακτήσεις από τη ρευστοποίηση των εμπράγματων ασφαλειών. Πόσο μάλλον όταν τα οικιστικά και εμπορικά ακίνητα αποτελούν το 82% των εξασφαλίσεων που έχουν οι τράπεζες για τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (χωρίς να συνυπολογίζονται στις εξασφαλίσεις οι προσωπικές και εταιρικές εγγυήσεις).
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr