«Ήρθα στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», λέει χαμογελώντας.«Έπρεπε να μαζέψω λεφτά, τα οικονομικά της οικογένειάς μου ήταν σε άθλια κατάσταση, δεν είχα επιλογές. Ταξίδεψα παράνομα, δεν μας έδιναν βίζα και άλλη λύση δεν είχα», σημειώνει η Άνι στη συνέχεια. Αρχικά δούλεψε σε ένα σπίτι, πρόσεχε μια γιαγιά. Άλλαξε δυο-τρεις δουλειές με το πέρασμα των χρόνων κι ευτυχώς έπεσε σε καλούς ανθρώπους, όπως η ίδια λέει. Ακόμα και σήμερα μιλούν στο τηλέφωνο, της κάνουν δώρα στις γιορτές. Το παιδί της όμως είναι μακριά, μένει με τους γονείς της. «Η κόρη μου νιώθει περίεργα όταν μου μιλά στο τηλέφωνο, γιατί δεν είμαι κάθε μέρα μαζί της. Δεν είμαι εκεί όταν θέλει να μιλήσει σε κάποιον για τα προσωπικά της, να χαρώ με τη χαρά της, να πονέσω με τον πόνο της. Βιώνω τα συναισθήματά της μέσω αλληλογραφίας κι αυτό δεν μου φτάνει», αναφέρει.
Ο 35χρονος Αμπντούλ έφυγε από το Μαρόκο πριν από οχτώ περίπου χρόνια. Σπούδασε Νομική, μα τότε παρά τη μόρφωσή του, δεν μπορούσε να βρει δουλειά στον τόπο του. Η Ελλάδα ήταν η εύκολη λύση. Στην αρχή ήταν όλα αρκετά δύσκολα. Με τον καιρό ήρθε σε επαφή με τους συμπατριώτες του, έκαναν παρέα, μαζεύονταν στα σπίτια, ένιωσαν λίγο οικεία σ’ ένα ολότελα ξένο έδαφος. «Το τελευταίο διάστημα έχουν φύγει πολλοί, δεδομένου ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν είναι καλές. Ξαφνικά έχασαν τη δουλειά τους εδώ, ενώ αντίθετα στο Μαρόκο τα πράγματα έχουν καλυτερεύσει. Φοβάμαι πως θα φύγουν κι οι τελευταίοι… Και η ζωή δεν περνά από τη δουλειά στο σπίτι κι από το σπίτι στη δουλειά. Δεν ζεις μόνος σου σε ξένο τόπο», εξηγεί ο Αμπντούλ, ενώ συμπληρώνει πως σκέφτεται να γυρίσει πίσω κι αυτός, καθώς ξέρει πως πια ευκολότερα μπορεί να αναζητήσει εργασία στην πατρίδα του. Όχι πια ως εργάτης, αλλά ως νομικός.
«Μέσα σε δύο μέρες πήρα την απόφαση να έρθω στην Ελλάδα. Τόσο χρειάζεται πολλές φορές για να αλλάξει κανείς τη ζωή του. Η μητέρα μου ήταν άρρωστη βαριά, τα οικονομικά μας δεν ήταν καλά. Δεν το σκέφτηκα πολύ γιατί ήξερα πως θα φοβηθώ. Πήγα σε ένα γραφείο που θα με βοηθούσε να ταξιδέψω και το έκανα. Ήμουν 34 χρονών τότε», περιγράφει η 43χρονη πλέον Καίτη από τη Γεωργία. «Όταν ξεκινάς από κάπου χωρίς χαρτιά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, φοβάσαι, φοβάσαι πολύ. Το ταξίδι διήρκεσε περίπου τρεις ημέρες, δεν ήξερα καν αν θα φτάσω. Ο μεγάλος φόβος όμως έρχεται μετά. Όταν συνειδητοποιείς πως έφτασες και όλα ανοίγονται μπροστά σου. Πώς θα επιβιώσεις; Τι δουλειά θα κάνεις; Πού θα βρεις λεφτά για να ζήσεις; Θυμάμαι πως δούλευα ως οικιακή βοηθός σε ένα σπίτι και δεν έβγαινα για μέρες έξω. Δεν μπορούσα να κοινωνικοποιηθώ, να γνωρίσω τον κόσμο. Πλέον έχει έρθει στην Ελλάδα και η αδερφή μου, ζούμε μαζί, τα πράγματα είναι καλύτερα. Δεν γίνεται να γυρίσω πίσω, το έχω πάρει απόφαση», λέει στο Penna η 43χρονη γυναίκα.
Ο Αλί από το Αφγανιστάν, 27 ετών, βλέπει το μέλλον του στην Αυστρία, όπου εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται η μητέρα του. Ο ίδιος μένει με τα αδέρφια του εδώ και έξι χρόνια σε ξενώνα, ενώ δηλώνει αισιόδοξος για τη ζωή. Δεν θέλει να ζει φτωχός στην Ελλάδα, έχει μεγάλα όνειρα για τη ζωή. Τα χαρτιά από την Αυστρία τα έχει, το μόνο που χρειάζεται είναι να τον αφήσουν κι από ‘δω. «Η χώρα σας μου αρέσει, μα δεν έχω περάσει όμορφα. Αντίθετα έχω νιώσει το ρατσισμό στο πετσί μου», λέει και δείχνει το σημάδι στην κοιλιά του. Για λίγα λεπτά επικρατεί σιωπή, ενώ δευτερόλεπτα μετά μας εξηγεί πως χτυπήθηκε από άγνωστους ενώ έπαιζε μπάλα με την παρέα του. «Μας είπαν με το έτσι θέλω να φύγουμε, αλλά εγώ αρνήθηκα. Λίγο αργότερα μου επιτέθηκαν». Το περιστατικό συνέβη στην επαρχία, «εκεί οι άνθρωποι είναι πιο σκληροί, το πρόβλημα του ρατσισμού είναι ευρύτερο». Σηκώθηκε, μας έσφιξε το χέρι και χαμογέλασε.«Ευχαριστώ που με ακούσατε», ψέλλισε σχεδόν μέσα απ’ τα δόντια του και αποχώρησε…
Κυριακή Αξιώτη
πηγή: penna.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr