Ξεκινώντας από τις επικείμενες ευρωεκλογές, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ επεσήμανε, μιλώντας στην ΕΡΤ, ότι «η ψήφος δεν μπορεί να είναι χαλαρή». Και, εν συνεχεία με αφορμή και το 15o Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, παρατήρησε: «Σταθερά και αταλάντευτα, τα χρόνια αυτά, η Νέα Δημοκρατία στάθηκε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Τέθηκαν υπαρξιακά διλήμματα για τη χώρα, η Ευρώπη είναι το αναγκαίο βήμα για να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας -και αυτό απαιτεί διαπραγματευτική ικανότητα». Μια διαπραγματευτική ικανότητα, την οποίαν, όπως εξήγησε στην επόμενη φράση του, «έχεις, όταν ισχυροποιείς τη θέση σου στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, όταν έχεις τον πρωθυπουργό που μπορεί να διαπραγματευτεί, μια σταθερή κυβέρνηση και, βέβαια, τους ευρωβουλευτές», οι οποίοι θα εκπροσωπήσουν τη χώρα στην ευρωβουλή.
Αμέσως μετά, ο Θ. Κοντογεώργης εξαπέλυσε επίθεση κατά των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης, λέγοντας: «Δεν μιλάμε για μια απλή αντιπολίτευση, μιλάμε για μια τοξική αντιπολίτευση, η οποία δεν διστάζει να μετέλθει κανενός μέσου. Πρόσφατα είδαμε επιθέσεις κατά της οικογένειας του πρωθυπουργού, fake news κ.α.». Άλλωστε, «το είπε ο κ. Κασσελάκης από την πατρική του γη, τα Χανιά: «η ψυχή μου είναι ο Πολάκης». Λόγος τοξικός, διαιρετικός, ρητορική μίσους, λόγος που αγνοεί αυτά τα 50 χρόνια και τη διαδρομή των δημοκρατικών διεκδικήσεων». Η αντιπολίτευση, επιπλέον, «έρχεται να μιλήσει για νοθείες, για αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, για μη λειτουργία της δικαιοσύνης της χώρας, για ανάγνωση των δικαστικών αποφάσεων a la carte».
Ερωτηθείς για τον χαρακτηρισμό που προσέδωσε ο πρωθυπουργός στον αρχηγό της μείζονος αντιπολίτευσης, μιλώντας για έναν «εισαγόμενο αρχηγό», ο Θανάσης Κοντογεώργης εξήγησε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρεται «σε ένα πρόσωπο που πρόσφατα εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή. Υπάρχει μια αγνόηση της ελληνικής πραγματικότητας σε αρκετά ζητήματα. Πολλά, από τα οποία ακούμε, δε στηρίζονται σε κανένα επιχείρημα, σε καμία σοβαρή πολιτική, δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις προσδοκίες του ελληνικού λαού. Ο κ. Κασσελάκης θέτει συχνά ερωτήματα, αλλά δεν τα έχει απαντήσει για τον εαυτό του».
Αλλάζοντας θέμα, σε αυτό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ σημείωσε κατ' αρχάς ότι «όταν προέκυψε αυτό το σοβαρό ζήτημα τον Αύγουστο του 2022, ο πρωθυπουργός ανέλαβε, αναγνώρισε και απέδωσε ευθύνες. Μέσα σε τρεις μήνες η κυβέρνηση έφερε ένα καινούριο πλαίσιο για τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της ΕΥΠ».
Επί της αποφάσεως του ΣτΕ, διευκρίνισε ότι «δεν αφορά το πλαίσιο του 2022, δηλαδή τον πρόσφατο νόμο, αντιθέτως αναγνωρίζει ότι αυτός ο νόμος έχει μια εσωτερική συνοχή». Η απόφαση, «προφανώς, αναγνώρισε αδυναμίες στο πλαίσιο του 2021», συμπλήρωσε και συνέχισε λέγοντας: «Για αυτό, έχουμε κράτος δικαίου στην Ελλάδα, γιατί η ανεξάρτητη δικαιοσύνη λειτουργεί. Εμείς δε σχολιάζουμε τις δικαστικές αποφάσεις». Εν κατακλείδι, «η ολομέλεια της ΑΔΑΕ θα αποφασίσει τα επόμενα βήματα».
Για τη δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα έκανε λόγο για ένα «συγκλονιστικό, τραγικό γεγονός» και συνέχισε λέγοντας ότι «παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει - ειδικά τμήματα μέσα στα αστυνομικά τμήματα, γραμμή βοήθειας, 1.500-1.600 γυναίκες έχουν εγκαταστήσει το panic button και το έχουν χρησιμοποιήσει 250 από αυτές - χρειάζεται να κάνουμε πολλά παραπάνω», ενώ αναγνώρισε ταυτοχρόνως και τις «διαρθρωτικές αδυναμίες της διοίκησης, ευρύτερα».
Όπως είπε, «μόνο πέρυσι, η Ελληνική Αστυνομία διαχειρίστηκε 12.000 τέτοια περιστατικά, χιλιάδες αστυνομικοί ενεπλάκησαν στη διαχείριση αυτών των γεγονότων και έσωσαν ζωές. Δεν βάζουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί, οι γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να καταγγέλλουν».
Για το ανακύψαν ζήτημα με το κόμμα των Σπαρτιατών, αφού υπενθύμισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψήφισε το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, όσο και αν φωνάζει σήμερα», συμπέρανε ότι «η ανεξάρτητη δικαιοσύνη θα λάβει τις αποφάσεις της».
Η συνέντευξη έκλεισε με τα οικονομικά θέματα: «Βασική επιδίωξή μας είναι η αύξηση των αμοιβών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, και η σταδιακή μείωση των ανισοτήτων. Εκεί, βασικό μας εργαλείο είναι και ο κατώτατος μισθός», στον οποίο «είχαμε αύξηση 28% από το 2019», ενώ «η αύξηση του μέσου μισθού ακολούθησε στα ίδια περίπου, ποσοστά, κάτι λιγότερο». Και όλα αυτά, ενώ «η αύξηση του πληθωρισμού ήταν 16 - 17% το ίδιο διάστημα», ανέφερε ο Θ. Κοντογεώργης. «Η αύξηση είναι αυτή η οποία, αυτήν τη στιγμή, αντέχει η ελληνική οικονομία. Όμως, ο στόχος για 950 ευρώ κατώτατο μισθό και 1.500 ευρώ μέσο μισθό μέχρι το τέλος της τετραετίας είναι απολύτως εφικτός», σημείωσε.
Όπως τόνισε, ωστόσο, στην επόμενη φράση του, «είναι απολύτως εφικτός, εφόσον υπάρχουν συνθήκες πολιτικής σταθερότητας στη χώρα που θα εξασφαλίσουν τη συνέχιση μιας οικονομικής πολιτικής, η οποία είναι δημοσιονομικά υπεύθυνη αλλά ταυτόχρονα διατηρεί σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ρυθμοί που είναι αυτή τη στιγμή τετραπλάσιοι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr