Σε ένα γεμάτο αμφιθέατρο, ο διευθυντής της «Καθημερινής» Αλέξης Παπαχελάς διαδέχθηκε στο βήμα τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Συραγώ Τσιάρα και χαιρέτισε την έναρξη του συνεδρίου μιλώντας για μια ιδέα που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια. «Είναι μια πρωτοβουλία που μπορεί να μας μάθει κάτι για το μέλλον. Να δούμε τι είναι η μεταπολίτευση και τις έχουμε διδαχθεί από αυτήν. Θέλαμε να έχουμε μαζί μας ανθρώπους που έχουν χειριστεί την τύχη της χώρας. Θέλαμε να έχουμε πολυφωνία», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Παπαχελάς, παρουσιάζοντας το πλαίσιο του συνεδρίου, το οποίο θέλησε να αφιερώσει στον επιχειρηματία Κώστα Αποστολίδη, που έφυγε προ ημερών από τη ζωή. «Η ιστορία των τελευταίων 50 ετών δεν έχει γραφτεί μόνο από τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και τους ειδικούς. Έχει γραφτεί από πολλούς ανώνυμους ανθρώπους, οι οποίοι τα έδωσαν όλα για τη χώρα. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν για μένα ο Κώστας Αποστολίδης, με μια φοβερή αίσθηση προσφοράς».
Το κοινό καλωσόρισαν στη συνέχεια ο Πρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης Γκίκας Χαρδούβελης και ο Ιδρυτής και Πρόεδρος του Οικονομικού Φόρουμ Δελφών Συμεών Τσομώκος. Ο κ. Χαρδούβελης κάλεσε τους ομιλητές του συνεδρίου «να μιλήσουν ειλικρινά» για τις παθογένειες της μεταπολίτευσης, τονίζοντας ότι η μεταπολιτευτική περίοδος ήταν μια περίοδος χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης -μέσος όρος 1,3% του ΑΕΠ- και πως η επίγνωση των Ελλήνων σχετικά με τα βαθύτερα αίτια της κρίσης κινείται ακόμη σε χαμηλό επίπεδο. «Είναι εξαιρετικά κρίσιμο να υπάρχει εθνική συναίνεση για τουλάχιστον δύο θέματα: το δημογραφικό και την παιδεία», επεσήμανε επίσης κατά την τοποθέτησή του. Από την πλευρά του ο κ. Τσομώκος αναφέρθηκε στα οφέλη που έζησε η χώρα την περίοδο αυτή, υπογραμμίζοντας ότι «η Μεταπολίτευση ολοκληρώνει τον κύκλο θεμελίωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας». «Τώρα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα εποχή που, ίσως, δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα ζήσαμε τα προηγούμενα 50 χρόνια», συμπλήρωσε, εκτιμώντας ότι οι ομιλητές του συνεδρίου είναι εκείνοι που πρέπει να μας δείξουν τον δρόμο για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, όπως είναι η κλιματική κρίση.
Στη συζήτηση που ακολούθησε ανάμεσα στον Καθηγητή Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΕΚΠΑ και Διευθυντή του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης Κώστα Κωστή και τον Αλέξη Παπαχελά, για την πορεία της Δημοκρατίας τα 50 χρόνια που μεσολάβησαν, ο κ. Κωστής μοιράστηκε στην πεποίθηση που επικρατούσε τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, σύμφωνα με την οποία «η χώρα θα μπορούσε να αλλάξει προς μια κατεύθυνση που σήμερα θα τη θεωρούσαμε, ενδεχομένως, ουτοπική». Επισήμανε επίσης ότι «το 1974 η Δημοκρατία έρχεται μέσα από μια μεγάλη καταστροφή. Στην Ελλάδα αγνοούμε το τι ακριβώς συνέβη. Αγνοούμε την Κύπρο και αγνοούμε επίσης πως ό,τι συνέβη στην Κύπρο οφείλεται στην Ελλάδα». Ο κ. Παπαχελάς παρατήρησε, πάντως, ότι «είχαμε μια ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, χωρίς περιπέτειες. Είχαμε τρομοκρατία, είχαμε αίμα, είχαμε στιγμές πόλωσης και μεγάλου διχασμού, όμως η δημοκρατία πάντα άντεξε στο τέλος». «Αυτό θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή», επισήμανε ο κ. Κωστής. «Είναι εκείνος που διαμορφώνει τον αρχικό πυρήνα του δημοκρατικού μας καθεστώτος. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίζουμε πάντα». Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Παπαχελάς μίλησε συνολικά για «υπερδικαιωματισμό και διαζύγιο με το αυτονόητο» ως χαρακτηριστικά που σημάδεψαν διάφορες φάσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου. «Οι προσδοκίες οδήγησαν σε δαπάνες (…) Η οικονομία υποτάχθηκε στην πολιτική», σχολίασε μεταξύ άλλων ο κ. Κωστής.
Στο πλαίσιο του συνεδρίου και με αντικείμενο την πορεία της οικονομίας κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, τη σκηνή μοιράστηκαν τρεις πρώην υπουργοί Οικονομικών της χώρας, ο Γιώργος Αλογοσκούφης, ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ενώ στο πάνελ συμμετείχαν επίσης θέτοντας τις ερωτήσεις τους ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του IOBE και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Μιράντα Ξαφά, Διευθύνουσα Σύμβουλος της EF Consulting, και ο Παναγής Βουρλούμης, πρώην Πρόεδρος του ΟΤΕ. Η συζήτηση ξεκίνησε με μια παρατήρηση του δημοσιογράφου της «Καθημερινής» Βασίλη Ζήρα και συντονιστή του πάνελ για τα οικονομικά δεδομένα της περιόδου. «Στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης η Ελλάδα είχε πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Δεν είχε ποτέ πλεονασματικό προϋπολογισμό και όποτε καταφέραμε να έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα αυτά δεν ήταν υπό καλές συνθήκες. Είχε, τέλος, πάντα αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κάτι που δείχνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της».
Από την πλευρά του, ο πρώην υπουργός Οικονομικών και Οικονομίας κ. Αλογοσκούφης τόνισε ότι κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης υπήρχαν μέτρα τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν για πολιτικούς λόγους. «Αν έβγαινε μια κυβέρνηση εκείνη την περίοδο, της ευφορίας, να μειώσει τους ονομαστικούς μισθούς όπως έκανε η τρόικα, θα έφευγε στο επόμενο δευτερόλεπτο», ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας σε άλλη αποστροφή του: «Δεν κυβερνούν οι υπουργοί Οικονομικών. Κυβερνούν οι πρωθυπουργοί. Και αυτοί καμιά φορά δεν κυβερνούν». Σε ό,τι αφορά τη δική του θητεία στο τιμόνι της οικονομίας, ανέφερε ότι ανησυχούσε από την πρώτη στιγμή ανάληψης των καθηκόντων του, λέγοντας πως η κακή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας είχε φανεί ήδη από το 2004. «Το κύριο ζητούμενο ήταν να διατηρήσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών. Αυτή η εμπιστοσύνη χάθηκε από το 2009 και μετά», τόνισε με νόημα. Προέβλεψε επίσης ότι θα επανέλθει κάποια στιγμή «ο εφιάλτης του χρέους» στη χώρα, αν δεν γίνουν μεταρρυθμίσεις.
Την ανησυχία του για την πορεία της οικονομίας μακροπρόθεσμα μοιράστηκε και ο κ. Παπακωνσταντίνου. «Πρέπει να ανησυχούμε πάρα πολύ, διότι όποιες προσαρμογές κι αν έχουμε κάνει, δεν επαρκούν. Δεν καθρεφτίζονται ούτε στα μακροοικονομικά δεδομένα». Αναφερόμενος στην περίοδο της κρίσης, εκτίμησε ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας συνολικά ποτέ δεν θέλησε να δει την αλήθεια κατάματα. «Είχαμε μια κυβέρνηση η οποία επέλεξε να κάνει το μόνο δυνατό εκείνη τη στιγμή και αυτό φάνηκε γιατί όλες οι κυβερνήσεις στη συνέχεια ακολούθησαν τον ίδιο καμβά. Τότε, όμως, ήμασταν οι "προδότες που πουλούσαν τη χώρα”». Αναφερόμενος στα διδάγματα της χώρας από την κρίση, σχολίασε χαρακτηριστικά: «Μάθαμε να μετράμε και να προσέχουμε. Όμως δεν μάθαμε πραγματικά. Διότι το αφήγημα γύρω από την κρίση εξακολουθεί να είναι προβληματικό. Άλλες χώρες μετά από κρίσεις έχουν φτιάξει επιτροπές αλήθειας. Το μεγάλο στοίχημα είναι να αλλάξει η πολιτική κουλτούρα και να λαμβάνονται εγκαίρως οι απαραίτητες αποφάσεις».
Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, ο κ. Τσακαλώτος επισήμανε ότι οι ανισότητες δεν αντιμετωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη Μεταπολίτευση, ενώ παρατήρησε ότι τη δεκαετία του ‘90 Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά έπαψαν να διαφοροποιούνται ουσιαστικά στην οικονομική τους πολιτική. Σε ό,τι αφορά το 2015, αμφισβήτησε το κόστος της πρώτης διαπραγμάτευσης ΣΥΡΙΖΑ: «Ήταν από τα πράγματα που με στεναχώρησαν περισσότερο. Είναι γελοίο και ασόβαρο να μιλάμε για κόστος 86 δισ.». Απέδωσε μάλιστα στους Ευρωπαίους αξιωματούχους πολιτικά κίνητρα: «Η Ευρώπη ήθελε την ήττα της Αριστεράς, ήταν λίγα τα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε». Ο ίδιος πρόσθεσε σε άλλο σημείο της συζήτησης: «Ως υπουργός Οικονομικών προφανώς χρειάστηκε να συμβιβαστώ με τους πιστωτές, αλλά δεν παίρνω πίσω την πεποίθηση ότι ήταν λάθος η πολιτική της λιτότητας».
Όταν και οι τρεις πρώην υπουργοί Οικονομικών κλήθηκαν να μοιραστούν από μία απόφαση για την οποία έχουν μετανιώσει, ο κ. Τσακαλώτος ανέφερε την προκαταβολή φόρου ως τη χειρότερη από τις επιλογές που αναγκάστηκε να εφαρμόσει η τότε κυβέρνηση, ο κ. Παπακωνσταντίνου το επίδομα αλληλεγγύης το οποίο «ήταν καλή κίνηση δημοσιονομικά αλλά κακή πολιτικά», και ο κ. Αλογοσκούφης τη δήλωση ότι η ελληνική οικονομία ήταν θωρακισμένη - διευκρίνισε ότι απευθυνόταν στις αγορές προκειμένου να τις καθησυχάσει.
Στα οικονομικά προβλήματα που έχουν να κάνουν με ευρύτερες παθογένειες αναφέρθηκε ο κ. Βουρλούμης. «Όλοι ξέρουμε ότι για τα προβλήματα της οικονομίας μας φταίει σε μεγάλο βαθμό η δυσλειτουργία της διοίκησης και των θεσμών, όπως για παράδειγμα της δικαιοσύνης». Ο κ. Βέττας αναρωτήθηκε «αν στην οικονομική συζήτηση μπαίνει και η διάσταση κατά πόσο στα εθνικά θέματα η χώρα μας τα τελευταία 50 χρόνια θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ισχυρή, αν και η οικονομία της ήταν πιο ισχυρή». Ο ίδιος επεσήμανε: «Για να αποφύγει στο μέλλον τους κινδύνους, η χώρα πρέπει να αποκτήσει τα επόμενα χρόνια υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, από 2% του ΑΕΠ και πάνω. Δεν γίνεται αλλιώς. Πώς θα πάμε όμως εκεί όταν από το 1980 μέχρι σήμερα ο ιστορικός μέσος όρος ήταν κάτω από 1% του ΑΕΠ; Και όταν πλέον έχουμε και το δημογραφικό ζήτημα;». Από την πλευρά της, η κ. Ξαφά αναφέρθηκε στην περίπτωση του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, λέγοντας ότι ο ίδιος λειτούργησε «ως εξιλαστήριο θύμα για όσους ήθελαν να αποφύγουν την ευθύνη για την κρίση, ενώ ταυτόχρονα ένωσε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κοινό αφήγημα βασισμένο στη δοξασία ότι τα μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι το αντίστροφο».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr