Πρόσθεσε, μάλιστα: «Η αυτοδίκαιη αναγνώριση, η εξασφάλιση της ποιότητας των πτυχίων, καθώς και μια σειρά άλλων ζητημάτων τα οποία έχουμε βάλει στη δημόσια συζήτηση, όπως η επένδυση στην Παιδεία, πρέπει να είναι προτεραιότητα για να δημιουργήσουμε μια κουλτούρα, ένα σχολείο και ένα πανεπιστήμιο, το οποίο εγγυάται την Ελλάδα του 2030 ακόμα πιο ισχυρή, ακόμη πιο δυναμική, ακόμα πιο εξωστρεφή».
Ο Π. Χρηστίδης, με αφορμή τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της PISA, σημείωσε: «Είναι πολύ στενάχωρο το ότι ενώ στον ευρύτερο πολιτικό κοινωνικό διάλογο μιλάμε συνέχεια για τη σημασία της Παιδείας, βλέπουμε πως στην πράξη όχι μόνο δεν υπάρχει καμία πρόοδος, αλλά πηγαίνουμε διαρκώς προς τα πίσω. Οι επιδόσεις των μαθητών και των μαθητριών μας χειροτερεύουν».
Όπως επεσήμανε, τα αποτελέσματα αυτά έρχονται ως αποτέλεσμα της απαξίωσης του δημόσιου σχολείου και του ρόλου του. «Πρέπει να επενδύσουμε στα σχολεία των αξιών, των ιδανικών. Το λέει και η ίδια η οικονομική επιστήμη και ακόμα περισσότερο πολλοί από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, τους οποίους και εσείς πολλές φορές αναπαράγετε, εύχομαι όχι επιλεκτικά. Ο μόνος τρόπος για πραγματική, μακροπρόθεσμη οικονομική μεγέθυνση και κοινωνική ανάπτυξη είναι η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, η επένδυση στην εκπαίδευση. Το οφείλουμε στα παιδιά μας, το οφείλουμε στις γενιές που θα ακολουθήσουν».
Τέλος, παρέπεμψε στα οικονομικά δεδομένα που σχετίζονται με την Παιδεία και που καθιστούν ακόμη περισσότερο αναγκαία τη συζήτηση μιας συνολικής πρότασης για την εκπαίδευση.
«Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, 623 εκατομμύρια πλήρωσαν οι ελληνικές οικογένειες το 2019 για ιδιαίτερα μαθήματα και φροντιστήρια. Για κάθε 1 ευρώ που δίνει το ελληνικό κράτος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, το ελληνικό νοικοκυριό πληρώνει επιπλέον 89 λεπτά από την τσέπη του για την εκπαίδευση των παιδιών του. Και όλα αυτά, για την εισαγωγή σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο πολλές φορές οι συντηρητικές πολιτικές χτυπούν και υποβαθμίζουν. Δεν αξίζει αυτό στους νέους μας. Και ταυτόχρονα υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι ένας στους τρεις φοιτητές εγκαταλείπει τις σπουδές τους. Ένας στους τρεις Έλληνες από εκείνους, που πηγαίνουν στα δημόσια σχολεία και για τους οποίους επενδύουμε, εγκαταλείπει τις σπουδές του. Γιατί; Γιατί οι άνθρωποι αυτοί έχουν ανάγκη να δουλέψουν. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν ανάγκη να στηρίξουν τις οικογένειες τους. Οι άνθρωποι αυτοί ενδεχομένως δεν έχουν ακολουθήσει την κατεύθυνση την οποία θα ήθελαν να ακολουθήσουν. Δεν μπορεί αυτούς τους φοιτητές να τους θεωρούμε σήμερα αιώνιους φοιτητές επειδή είναι οι εργαζόμενοι φοιτητές» κατέληξε.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr