Αναλυτικά η ομιλία του:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το παρόν νομοσχέδιο ανήκει σαφώς στο ευρύτερο πλαίσιο μιας ύλης συνταγματικής, καθώς ο νόμος στον οποίο γίνεται αυτή η σημειακή παρέμβαση, ο 4648/2019 είναι ένας νόμος εκτελεστικός και οργανικός, ρυθμίζει δηλαδή τη συγκρότηση και λειτουργία ενός άμεσου οργάνου του κράτους, του εκλογικού σώματος.
Παρατηρούμε συνεπώς ότι στην προκείμενη στην αρχή της βουλευτικής περιόδου και χωρίς να έχουν εξαχθεί συμπεράσματα από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, μόλις τρεις εβδομάδες μετά τις βουλευτικές εκλογές τίθενται ζητήματα που άπτονται της λειτουργίας των θεσμών. Και μάλιστα ενώ επίκειται αναθεώρηση του Συντάγματος με την παρούσα Βουλή να δύναται να καταστεί προτείνουσα σε μόλις ενάμιση χρόνο από τώρα.
Είναι λοιπόν ένα ζήτημα ότι θέτετε ζητήματα συνταγματικής ύλης χωρίς να περιμένετε έστω την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, κάτι το οποίο οφείλει να σημειωθεί.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση αίρονται οι προϋποθέσεις, οι «κόφτες» όπως ονομάστηκαν για την ψήφο των εκτός επικρατείας εκλογέων. Με άλλα λόγια, καταργείται το κριτήριο των 2 ετών παραμονής στη χώρα εντός της τελευταίας 35ετίας καθώς και το κριτήριο της υποβολής φορολογικής δήλωσης.
Είναι εξάλλου αυτή μια ρύθμιση που απαιτεί συνταγματικά τη μέγιστη δυνατή πλειοψηφία που προβλέπει το Σύνταγμα δηλαδή τα 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών.
Αλλά ας δούμε, για να εξηγήσουμε και τη στάση μας ποια είναι η συμβολή καθενός στην υπόθεση αυτή.
Το κόμμα μας, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής είναι αυτό που συνέβαλε καταλυτικά ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη συναινετική αναθεώρηση του 2001 η οποία κατέστησε τη διάταξη του άρθρου 51 παρ.4 «συναινετική» και «υπερπλειοψηφική». Παραλείψατε κ. Υπουργέ να αναφερθείτε στο κεκτημένο της αναθεώρησης του 2001. Σας θυμίζω λοιπόν ότι η παλιά διάταξη κατά το Σύνταγμα του 1975 προέβλεπε πως «Νόμος δύναται να ορίζει τα της ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος υπό των εκτός της Επικρατείας ευρισκομένων εκλογέων.
Είναι λοιπόν η αναθεώρηση του 2001 η συναινετική και ως προς τη συγκρότηση των πλειοψηφιών και ως προς την ουσία της αναθεώρησης, με σειρά υπερπλειοψηφικών διατάξεων. Ανάμεσά τους η διάταξη που απαίτησε για το σχετικό νόμο για την ψήφο των εκτός επικρατείας εκλογέων την ύπαρξη μιας ευρύτατης πλειοψηφίας που επιτυγχάνεται δια συναίνεσης.
Γιατί αυτό; Πρώτον, γιατί ο νόμος αυτός πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή αποδοχή και να αποτελεί προϊόν διακομματικής συζήτησης. Εμείς λοιπόν είμαστε αυτοί που παγίως επιδιώκαμε και περιβάλαμε μάλιστα με συνταγματική περιωπή τις συναινέσεις σε αυτά τα τόσο σοβαρά για τον απόδημο ελληνισμό ζητήματα. Και δεύτερον, τέθηκε αυτή η υπερπλειοψηφική εγγύηση γιατί ο σχετικός νόμος, εν προκειμένω ο 4648/2019 καθορίζει ουσιωδώς, ακόμα και αν πρόκειται για τη διευκόλυνση άσκησης δικαιώματος και όχι την πρωτογενή θεμελίωσή του τη σύνθεση του εν τοις πράγμασι εκλογικού σώματος, αυτού δηλαδή που πράγματι δύναται να ψηφίσει και ψηφίζει στις εκλογές. Για αυτό και η πλειοψηφία είναι η ίδια με αυτή που απαιτείται για την τυχόν άμεση εφαρμογή νέου εκλογικού συστήματος κατά το άρθρο 54 Παρ.1.
Εδώ λοιπόν χρειάζεται μια υπόμνηση. Η αναθεωρητική Βουλή του 2019 ψήφισε με ευρεία πλειοψηφία τη διάταξη του άρθρου 54 Παρ.4, που συνταγματοποιούσε τη δυνατότητα περιορισμών σαν αυτούς που τέθηκαν με τον 4648/2019.
Μπορεί η απόφαση να ήταν αυτή πολιτικά, όμως οφείλω να σας επισημάνω ότι τέθηκαν ερμηνευτικά ζητήματα και προβληματισμοί ως προς τη σχέση της διάταξης αυτής με το άρθρο 51 παρ. 3, από την οποία θέσπιζε μιαν απόκλιση και το οποίο δε βρισκόταν στον κατάλογο των αναθεωρητέων διατάξεων.
Γνωρίζετε πολύ καλά, ότι με την ψήφιση του σημερινού νομοσχεδίου δημιουργείται κατά τη νομική επιστήμη ένα δημοκρατικό νομοθετικό κεκτημένο. Με άλλα λόγια, δε μπορούν να επανέλθουν οι περιορισμοί και οποιαδήποτε αντικατάσταση του νόμου θα πρέπει να συνοδεύεται από ισοδύναμου αποτελέσματος και περιεχομένου διάταξη. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 54 Παρ. 4 καθίσταται πια σε μεγάλο βαθμό κενό γράμμα. Όπως και να έχει, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να απαλειφθεί η παρ. 4 του άρθρου 54, τουλάχιστον κατά το μέρος που θέτει, έστω και τη δυνατότητα περιορισμών ως προς την ψήφο των εκτός επικρατείας εκλογέων.
Πάμε τώρα στα γεγονότα του 2019 και του 2021. Τόσο στη διακομματική επιτροπή του 2019 όσο και κατά τη συζήτηση και ψήφιση στην ολομέλεια τόσο της νομοθετικής πρωτοβουλίας του 2019 όσο και της νομοθετικής πρωτοβουλίας του 2021, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής τήρησε την ίδια προσέγγιση αρχών: είμαστε υπέρ της άρσεως των περιορισμών, οι οποίοι τοποθετήθηκαν για λόγους διακομματικής συναίνεσης. Η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά σημείωνε κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια ότι το νομοσχέδιο είναι η αρχή και όχι το τέλος της διαδρομής. Το ίδιο και η γραμματέας της κοινοβουλευτικής μας ομάδας, η κ. Λιακούλη η οποία σημείωνε το 2019 ότι είχαμε συμφωνήσει στο minimum και όχι στην πλήρη δυνατότητα και αξιοποίηση των εργαλείων που έθετε στη διάθεσή μας το Σύνταγμα και η ίδια η πραγματικότητα.
Η κυβερνητική πλειοψηφία δια του πρωθυπουργού δήλωνε ενθουσιασμένη το 2019. Ο Πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης δήλωνε χαρακτηριστικά πως πρόκειται για «μια νίκη του κοινοβουλευτισμού και της ενότητας, ένα υπόδειγμα συναίνεσης».
Το 2021 πάλι, επρόκειτο για μια ρύθμιση-πυροτέχνημα, πανομοιότυπη με αυτή που έχει κατατεθεί ως νομοσχέδιο τώρα. Και πάλι, παρότι επισημάναμε το γεγονός αυτό και με πλήρη επίγνωση του τακτικισμού της κυβέρνησης, για λόγους αρχής ψηφίσαμε τη διάταξη.
Γιατί όσον αφορά σε εμάς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι θέσεις μας δεν υπαγορεύονται από την πολιτική συγκυρία, τη διάθεση πολιτικής εκμετάλλευσης ή την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Για εμάς οι θέσεις μας είναι προϊόν των αρχών και των αξιών που πάντα χαρακτήριζαν αυτή την παράταξη και αποτελούν τη μόνη πυξίδα στην κοινοβουλευτική μας στάση.
Παρατηρώ λοιπόν στελέχη του κυβερνώντος κόμματος να λεν ότι θα ψηφίσουμε διότι είμαστε δεσμευμένοι από όσα είχαμε πει το 2021. Να σας ενημερώσω, αξιότιμη κ. υπουργέ, πως δεν είναι έτσι. Η στάση μας καθορίζεται από το ότι είμαστε ένα κόμμα αρχών στηριζόμαστε σε στέρεα προτάγματα τα οποία μένουν αμετάβλητα και τα οποία κρίνονται μάλιστα από εμάς ως πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας από τις επικοινωνιακές και αντίθετες προς το πνεύμα της συναίνεσης ενέργειες της κυβέρνησης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Από τον νόμο 4648 του 2019 έχουν μεσολαβήσει 4 χρόνια και από τη νομοθετική πρωτοβουλία του 2021 2 χρόνια και 2 εκλογικές αναμετρήσεις. Έχουμε εξαγάγει μέσα σε 3 εβδομάδες ως πολιτικό σύστημα, ως κόμματα συνολικά τα συμπεράσματά μας σε σχέση με την εφαρμογή της ψήφου των εκτός επικρατείας εκλογέων;
Και μάλιστα, έχουμε εξαγάγει συμπεράσματα τόσο στέρεα ώστε να προχωρεί η κυβέρνηση άμεσα, τώρα σε μια νομοθετική πρωτοβουλία στην αρχή της βουλευτικής περιόδου, με τις επόμενες εθνικές εκλογές να είναι σε τέσσερα χρόνια και ενώ μεσολαβεί η έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος;
Ας σκεφτούμε, ως μέτρο σύγκρισης, την περίπτωση των ευρωεκλογών του 2019 που δεν υπάρχουν οι προς κατάργηση σήμερα περιορισμοί. Πόσοι απόδημοι ψήφισαν το 2019 ανά την Ευρώπη; Λιγότεροι από 12.000.
Πρέπει λοιπόν να γίνει μια ευρύτερη συζήτηση. Και πρέπει επίσης να γίνει μια ευρύτερη αποτίμηση της στάσης των κομμάτων και της αξιοπιστίας τους στο θέμα της ομογένειας.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως πρέπει να έχουμε ως χώρα, ως πατρίδα μια εικόνα στέρεη για το πόσοι είναι οι εκτός επικρατείας εκλογείς Από την κυβέρνηση μιλούν για 800.000, με υπολογισμούς που στην πραγματολογική τους βάση είναι επισφαλείς. Πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε απογραφή των εκλογέων που βρίσκονται έξω από την επικράτεια. Όχι μόνο για να ξέρουμε πόσοι είναι και να έχουμε μια σαφή εικόνα για τη σύνθεση του εκλογικού μας σώματος. Αλλά και για να μπορούμε να τους μιλήσουμε για τις θέσεις μας, να μπορούμε να τους προσεγγίσουμε και να αφουγκραστούμε τα προβλήματα και τις σκέψεις τους. Και όχι όλα αυτά να προσεγγίζονται πρόχειρα, αποσπασματικά και εις βάρος των συμφερόντων των αποδήμων λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές, όταν κλείνουν οι ειδικοί εκλογικοί κατάλογοι.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής τηρεί μια στάση αξιακή. Δεν ετεροπροσδιορίζεται αλλά κινείται με βάση τις αρχές και τις αξίες του, με βάση το ενδιαφέρον και την έγνοια του για την ενεργό συμμετοχή των αποδήμων μας στην πολιτική ζωή.
Όμως το ζήτημα δεν εξαντλείται στο επίπεδο του δικαιώματος της ψήφου. Απαιτείται ειλικρινής φροντίδα για τη σύνδεση των αποδήμων με την πατρίδα. Απαιτείται μέριμνα για τα σχολεία μας και για τη διδασκαλία των ελληνικών. Και απαιτείται βέβαια μια πολιτική που θα επιτρέψει σε όσους έφυγαν τα τελευταία χρόνια της κρίσης και θέλουν να γυρίσουν να μπορούν να γυρίσουν. Γιατί αυτό θα είναι ένα μεγάλο κέρδος για τη δυναμική και την προοπτική του τόπου.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr