Με τη συνέντευξή του στο Epsilon7 ο πρώην Υπουργός Οικονοµικών (Ιούλιος 2015–Ιούλιος 2019) παραθέτει, πέρα από τη µισθολογική πολιτική στον ιδιωτικό τοµέα, µια σειρά από αλλαγές προτεραιοτήτων στην οικονοµία και την κοινωνία που θα υπηρετούν ένα «διαφορετικό» µοντέλο ανάπτυξης µε γνώµονα, όπως λέει, ότι «η κοινωνία και η οικονοµία πρέπει να πηγαίνουν µαζί. Πρέπει να αντιµετωπίσουµε άµεσα τις ανισότητες και αυτό είναι καλό και για την κοινωνία και την οικονοµία. Η ανάπτυξη είναι πραγµατικά βιώσιµη, όταν αυτή έχει άµεσα, απτά αποτελέσµατα σε ολόκληρη την κοινωνία, όταν µειώνει της ανισότητες, όταν δίνει σε όλους τη δυνατότητα να είναι συµµέτοχη σε αυτή».
Στα συγκεκριµένα και µείζονα οικονοµικά προβλήµατα που απασχολούν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις στο δρόµο προς τις εθνικές εκλογές, ο κύριος Τσακαλώτος, µε την ιδιότητα και του Συντονιστή οικονοµικού κύκλου «φωτίζει» τις πολιτικές που θέλει να εφαρµόσει ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ.: Διευκρινίζει ότι τα µέτρα που προτείνει για την ακρίβεια όπως η µείωση του Φ.Π.Α. στα τρόφιµα και του Ε.Φ.Κ. στα καύσιµα δεν είναι µόνιµα αλλά «θα ισχύουν για όσο διάστηµα διαρκεί η κρίση». Προτείνει «ολιστικό πλαίσιο για την αντιµετώπιση του ιδιωτικού χρέους», µε ρύθµισης των οφειλών των πολιτών προς το Δηµόσιο και τις τράπεζες, µε 120 δόσεις και κούρεµα βασικής οφειλής για τα χρέη προς το Δηµόσιο και «µε αυστηρούς κανόνες για τα funds και τους servicers, που σήµερα λειτουργούν ασύδοτα». Προκρίνει την ανακατεύθυνση των πόρων του Ταµείου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας προκειµένου να ενισχυθούν οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις και να στηριχθούν κοινωνικές πολιτικές, µιλά για επαναξιολόγηση φοροελαφρύνσεων που ψήφισε η κυβέρνηση της Ν.Δ. και «απευθύνονται κατ’ εξοχήν στις µεγάλες και πολύ µεγάλες περιουσίες», και θεωρεί απαραίτητη την επέκταση του αφορολόγητου ορίου στις 10.000 ευρώ για όλους.
Ο κύριος Τσακαλώτος εντοπίζει «λόγους ανησυχίας» στο ότι το δηµοσιονοµικό µαξιλάρι θα έχει µειωθεί στα 28 δισ. στο τέλος του 2023, καθώς η µείωση αυτή «συνοδεύεται από δηµοσιονοµικά και ταµειακά ελλείµµατα και αύξηση του ονοµαστικού δηµοσίου χρέους». Καλεί µάλιστα τον κ. Σταϊκούρα, όταν µιλά για τη διαχείριση της Νέας Δηµοκρατίας «να λαµβάνει υπόψη του ότι η χώρα ήταν ήδη σε εξαιρετική πορεία και αυτό που κατάφερε ήταν να µην την εκτροχιάσει».
Κύριε Τσακαλώτε, εάν ήσασταν σήµερα στην κυβέρνηση δεν θα υποστηρίζατε ότι «η Ελλάδα τα κατάφερε», όπως δηλώνει ο κύριος Σταϊκούρας; Υπενθυµίζω ότι επικαλείται: Ρυθµό ανάπτυξης της χώρας συγκριτικά µε την ευρωζώνη, προσέλκυση επενδύσεων, µείωση της ανεργίας, µείωση στο δηµόσιο χρέος, προώθηση µεταρρυθµίσεων, και µείωση µη εξυπηρετούµενων δανείων µε αύξηση καταθέσεων. Μετά από την πανδηµία και εν µέσω της ενεργειακής κρίσης δεν είναι ικανοποιητικός αυτός ο απολογισµός;
Αν ακούσει κανείς τον κ. Σταϊκούρα και τη Νέα Δηµοκρα-τία γενικότερα θα πιστέψει ότι η οικονοµική ιστορία της Ελλάδας ξεκινάει τον Γενάρη του 2015. Μέχρι τότε όλα πηγαίνανε λίγο-πολύ καλά και τότε ανέλαβαν την εξουσία οι ιδεοληπτικοί ερασιτέχνες του ΣΥΡΙΖΑ και ανέκοψαν αυτή την ιδανική πορεία. Και το 2019 ευτυχώς έφυγε ο ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία και ανέλαβαν πάλι οι άριστοι της Νέας Δηµοκρατίας που παρά τις αντίξοες συνθήκες κατάφεραν να τα κάνουν όλα λίγο-πολύ τέλεια και η χώρα είναι σταθερά σε αναπτυξιακή πορεία.
Είναι όµως στην πραγµατικότητα αυτή η εικόνα; Δεν θα µιλήσω για τη διαχείριση των κρίσεων, πρώτα της υγειονοµικής – µε τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και χωρίς στρατηγική για τη µακροχρόνια ανάπτυξη του δηµόσιου συστήµατος υγείας – και στη συνέχεια της ενεργειακής και της κρίσης ακρίβειας – όπου στην πράξη έχει αφήσει ανεξέλεγκτη την αγορά να αισχροκερδεί και τους πολίτες να τα βγάλουν πέρα µόνοι τους µε σπασµωδικές παρεµβάσεις του κράτους.
Θα µιλήσω ωστόσο για το τι παρέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και τι παρέλαβε η Νέα Δηµοκρατία. Το 2015 η Ελλάδα ήταν µια χώρα χρεοκοπηµένη, µε άδεια ταµεία και 22 δισ. χρηµατοδοτικές ανάγκες στο τρέχων έτος, µηδενική αξιοπιστία διεθνώς, µε 27% ανεργία, µε αρρύθµιστο δηµόσιο χρέος, µη ολοκληρωµένη δηµοσιονοµική προσαρµογή, µε τράπεζες που παρέπαν χωρίς στρατηγική για τη µείωση των µη εξυπηρετούµενων δανείων και µε καταθέσεις µειούµενες από την πολυετή κρίση αλλά και τις προτροπές των προβεβληµένων στελεχών της Νέας Δηµοκρατίας – και νυν υπουργών – να αποσύρουν τις καταθέσεις τους γιατί έρχεται ο επάρατος ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2019 η εικόνα της χώρας ήταν εντελώς διαφορετική αφού είχε ολοκληρωθεί η δηµοσιονοµική προσαρµογή και είχαµε ψηφίσει τον πρώτο επεκτατικό προϋπολογισµό. Το πρώτο εξάµηνο του έτους είχαµε ισχυρή ανάπτυξη, η ανεργία είχε µειωθεί κατά 10 ποσοστιαίες µονάδες, η χώρα είχε βγει από το µνηµόνιο, είχε ανακτήσει την αξιοπιστία της και είχαν αρχίσει να αυξάνονται οι επενδύσεις. Ταυτόχρονα η χώρα είχε ταµειακά διαθέσιµα ύψους 37 δισ. το δηµόσιο χρέος ήταν ρυθµισµένο µε έναν καθαρό ορίζοντα τουλάχιστον δέκα ετών, για παράδειγµα οι χρηµατοδοτικές ανάγκες µειώθηκαν από 22 δισ. το 2015 σε κάτω από 10 δισ. ανά έτος για το 2020 και το 2021, η εικόνα των τραπεζών και των µη εξυπηρετούµενων δανείων ήταν σαφώς βελτιωµένη καθώς υπήρχε και κεφαλαιακή επάρκεια και στρατηγική αποµείωσης τη µη εξυπηρετούµενων δανείων
Άρα όταν µιλάει ο κ. Σταϊκούρας για τη διαχείριση της Νέας Δηµοκρατίας καλά θα κάνει να λαµβάνει υπόψη του ότι η χώρα ήταν ήδη σε εξαιρετική πορεία και αυτό που κατάφερε ήταν να µην την εκτροχιάσει. Αν και για αυτό έχει ακόµη χρόνο, ειδικά αν λάβουµε υπόψη το όργιο προεκλογικών παροχών που βλέπουµε τους τελευταίους µήνες, και το οποίο µάλλον θα ενταθεί παρά θα µειωθεί καθώς η κυβέρνηση πάει σε εκλογές που µάλλον νιώθει ότι θα χάσει.
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. εκλεγεί κυβέρνηση και εφαρµόσει το πρόγραµµα που έχει προαναγγείλει, µε µείωση του Φ.Π.Α. στα τρόφιµα και µείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιµα, πόσο διάστηµα εκτιµάτε ότι θα χρειαστεί για να υπάρξει αισθητή αποκλιµάκωση των τιµών; Πως θα αντισταθµίσετε τις απώλειες στα δηµόσια έσοδα;
Καταρχάς να διευκρινίσουµε ότι τα µέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. για την ακρίβεια όπως η µείωση του Φ.Π.Α. στα τρόφιµα και του Ε.Φ.Κ. στα καύσιµα είναι µέτρα που δεν είναι µόνιµα αλλά θα ισχύουν για όσο διάστηµα διαρκεί η κρίση παρά τα όσα έχει πει ψευδώς ο Πρωθυπουργός πρόσφατα στη Βουλή.
Στην ερώτησή σας τώρα δεν υπάρχει µονοσήµαντη απάντηση γιατί η επίδραση των µέτρων θα έχει διαφορετική χρονικότητα σε διαφορετικούς κλάδους της οικονοµίας ανάλογα µε τον µηχανισµό που τους επηρεάζει η παρούσα πληθωριστική κρίση.
Είναι προφανές ότι ένα κοµµάτι της αποκλιµάκωσης θα γίνει άµεσα αντιληπτό τόσο από τους καταναλωτές όσο και από τις επιχειρήσεις. Η µείωση του Φ.Π.Α. σε τρόφιµα θα γίνει άµεσα αντιληπτή στο ράφι του σούπερ-µάρκετ και τα καταστήµατα. Αντίστοιχα και η µείωση του ΕΦΚ στα καύσιµα θα γίνει άµεσα αντιληπτή στην αντλία. Προφανώς θα πρέπει να υπάρχει µία συντονισµένη εφαρµογή των µέτρων για να µην απορροφηθούν αυτές οι ελαφρύνσεις από το λιανεµπόριο, αλλά η εµπειρία έχει δείξει ότι τέτοιου είδους παρεµβάσεις είναι εφικτό να έχουν άµεσα οφέλη για τους καταναλωτές.
Σε δεύτερο χρόνο θα δούµε και επιδράσεις ευρύτερα στην οικονοµία καθώς οι µειώσεις των τιµών θα διαχέονται στην εφοδιαστική αλυσίδα. Το πιο προφανές σκέλος εδώ είναι ότι οι µειώσεις, για παράδειγµα, στα καύσιµα θα µειώσουν το κόστος µεταφοράς, αλλά και το κόστος παραγωγής πολλών προϊόντων. Βέβαια η επίδραση αυτή δεν θα φτάσει την επόµενη µέρα στο ράφι αλλά µέσα σε έναν ορίζοντα 3-5 µηνών πιστεύω ότι θα είναι εµφανή τα πρώτα αποτελέσµατα, τα οποία στην πορεία του χρόνου θα διευρύνονται.
Αναφορικά µε το δεύτερο σκέλος της ερώτησης νοµίζω ότι η απάντηση σε δύο λέξεις είναι «αλλαγή προτεραιοτήτων». Τι βλέπουµε τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα τον τελευταίο 1,5 χρόνο να συµβαίνει στη χώρα; Έχουµε µία κυβέρνηση η οποία, όπως εξάλλου είχε υποσχεθεί, κάνει κάθε προσπάθεια να στηρίξει και να ενισχύσει τα µεγάλα οικονοµικά συµφέροντα χρησιµοποιώντας τον κρατικό προϋπολογισµό. Κραυγαλέο παράδειγµα είναι η τακτική που ακολουθεί στο χώρο της ενέργειας, όπου δεν κάνει καµία ουσιαστική προσπάθεια για να ρυθµίσει την αγορά και να εντοπίσει την πηγή του προβλήµατος των ανατιµήσεων στην ενέργεια, παρά µόνο περιορίζεται στην επιδότηση των νοικοκυριών, στηρίζοντας στην πράξη την αισχροκέρδεια. Εµείς αντίθετα δεν θα χρηµατοδοτούµε τα υπερκέρδη και την αισχροκέρδεια. Θα ελέγξουµε την αγορά εξασφαλίζοντας πόρους που θα κατευθυνθούν άµεσα εκεί που πρέπει να πάνε καλύπτοντας τις όποιες απώλειες.
Και φυσικά η «αλλαγή προτεραιοτήτων» έχει να κάνει και µε µια σειρά άλλων πρωτοβουλιών. Όπως για παράδειγµα, η ανακατεύθυνση των πόρων του Ταµείου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας προκειµένου να ενισχυθούν οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις και να στηριχθούν κοινωνικές πολιτικές όπως η στέγαση που αυτή τη στιγµή έχει εξελιχθεί σε σοβαρό κοινωνικό ζήτηµα. Επιπλέον, µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε την αναπτυξιακή τράπεζα για να αυξηθεί η περίµετρος των επιχειρήσεων που µπορούν να λάβουν δανεισµό.
Όλες αυτές οι πολιτικές δηµιουργούν τις συνθήκες για την ενίσχυση της οικονοµικής δραστηριότητας και τη βιώσιµη αύξηση των µισθών που στο σύνολό τους οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση των φορολογικών εσόδων και δηµιουργούν επιπλέον δηµοσιονοµικό χώρο για να χρηµατοδοτηθούν όλες οι παρεµβάσεις που περιλαµβάνονται στα µέτρα του προγράµµατος του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ..
Εκτός από το πεδίο της ακρίβειας, ποιες είναι οι 3 πρώτες πρωτοβουλίες που θα πάρετε αν είσαστε Υπουργός Οικονοµικών µετά τις εκλογές;
Μου δίνετε µε αυτή σας την ερώτηση τη δυνατότητα να αναφερθώ σε ένα πολύ σηµαντικό ζήτηµα που αφορά δυστυχώς πολλούς δανειολήπτες. Γιατί νοµίζω πρώτη προτεραιότητα κάθε Υπουργού Οικονοµικών σε αυτή την περίοδο θα έπρεπε να είναι η επαναφορά της προστασίας της πρώτης κατοικίας, λαϊκής και µεσαίας. Προστασία που, στην πραγµατικότητα, υπήρχε την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για αυτό άλλωστε και δεν έγινε κανένας πλειστηριασµός πρώτης κατοικίας, λαϊκών και µεσαίων νοικοκυριών. Και, στη συνέχεια, η σηµερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. κατήργησε µε τον πτωχευτικό της νόµο ακόµα και για τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες. Ήταν δηλαδή µια συνειδητή πολιτική επιλογή.
Το πρόβληµα βέβαια είναι ακόµα πιο µεγάλο σήµερα διότι ακόµη και οι ενήµεροι δανειολήπτες αντιµετωπίζουν πλέον αυξηµένες δόσεις δανείου λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Και, αν συµπεριλάβει κανείς σε αυτό την εκρηκτική αύξηση των τιµών των βασικών ειδών διαβίωσης, ο κίνδυνος να κοκκινίσουν αυτά τα δάνεια µεγαλώνει και οι άνθρωποι αυτοί, µε το παρόν πλαίσιο, µπορεί να βρεθούν αντιµέτωποι µε πλειστηριασµούς.
Άρα το επιχείρηµα ότι οι ρυθµίσεις προστασίας της λαϊκής πρώτης κατοικίας βοηθούν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές είναι στρεβλό γιατί στις περιόδους κρίσεων τα κόκκινα δάνεια δεν αυξάνονται εξαιτίας της ύπαρξης περισσότερων στρατηγικών κακοπληρωτών αλλά εξαιτίας της αντικειµενικής αδυναµίας πληρωµής των µέχρι τότε συνεπών δανειοληπτών.
Σε αυτό το ίδιο πλέγµα µέτρων, αυτό που ονοµάζαµε εµείς ολιστικό πλαίσιο για την αντιµετώπιση του ιδιωτικού χρέους, εντάσσεται και η νοµοθέτηση ενός πλαισίου ρύθµισης των οφειλών των πολιτών προς το Δηµόσιο και τις τράπεζες, µε 120 δόσεις και κούρεµα βασικής οφειλής για τα χρέη προς το Δηµόσιο, µε αυστηρούς κανόνες για τα funds και τους servicers, που σήµερα λειτουργούν ασύδοτα.
Στο σκέλος τώρα των δηµοσίων εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού, θα είχε ουσία η επαναξιολόγηση φοροελαφρύνσεων που ψήφισε η κυβέρνηση της Ν.Δ. και απευθύνονται κατ’ εξοχήν στις µεγάλες και πολύ µεγάλες περιουσίες, όπως, για παράδειγµα, η κατάργηση του φόρου γονικών παροχών για περιουσίες έως τις 800.000 ευρώ ή η µείωση του φόρου µερισµάτων στο 5%. Και αυτό θα αποτελούσε προτεραιότητα γιατί µε αυτόν τον τρόπο µπορούµε να αποκοµίσουµε έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισµό που µπορούν να χρηµατοδοτήσουν ελαφρύνσεις µε κοινωνικό πρόσηµο.
Εµείς στον ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ., στον αντίποδα των ρυθµίσεων της Ν.Δ., προτείνουµε, για παράδειγµα, την επέκταση του αφορολόγητου ορίου στις 10.000 ευρώ για όλους (ελεύθερους επαγγελµατίες, µισθωτούς, συνταξιούχους, αγρότες, εργαζόµενους µε µπλοκάκι). Με αυτή τη ρύθµιση µειώνεται το φορολογικό βάρος κυρίως στα χαµηλά και µεσαία στρώµατα που µαστίζονται από τον πληθωρισµό και την ακρίβεια και ταυτόχρονα δεν επιβαρύνονται µε φόρο όλοι και όλες αυτοί και αυτές που αµείβονται µε τον κατώτατο µισθό, ο οποίος θα ανέλθει στα 880 ευρώ.
Προτεραιότητά µας είναι όλα αυτά να εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο χάραξης πολιτικής µε γνώµονα την καταπολέµηση των ανισοτήτων. Η οικονοµική ορθοδοξία της συναίνεσης των δύο δεκαετιών µέχρι το 2009, αλλά και της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της Νέας Δηµοκρατίας σήµερα, τι µας λέει για τη λειτουργία της οικονοµίας; Ότι η ορθή στρατηγική είναι να περιορίσουµε το ρόλο του κράτους και να µειώσουµε τους φόρους, κυρίως στις επιχειρήσεις και τους πλούσιους, ως µονόδροµος για την αύξηση των επενδύσεων η οποία, µε τη σειρά της, θα φέρει την οικονοµική ανάπτυξη. Και όταν έρθει η ανάπτυξη, αυτή θα διαχυθεί, κάποια στιγµή, από πάνω προς τα κάτω σε όλα τα κοινωνικά στρώµατα. Αυτή η οικονοµική προσέγγιση πέθανε το 2009, και ο θάνατος επιβεβαιώνεται τώρα µε την υγειονοµική και την ενεργειακή κρίση. Για εµάς είναι απλό: η κοινωνία και η οικονοµία πρέπει να πηγαίνουν µαζί. Πρέπει να αντιµετωπίσουµε άµεσα τις ανισότητες και αυτό είναι καλό και για την κοινωνία και την οικονοµία. Η ανάπτυξη είναι πραγµατικά βιώσιµη, όταν αυτή έχει άµεσα, απτά αποτελέσµατα σε ολόκληρη την κοινωνία, όταν µειώνει της ανισότητες, όταν δίνει σε όλους τη δυνατότητα να είναι συµµέτοχη σε αυτή.
Στο βιβλίο σας «Με την πλάτη στον τοίχο» λέτε ότι το τρίτο µνηµόνιο έβλαψε την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν µπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω, τι θα αλλάζατε στις δύσκολες αποφάσεις που λάβατε;
Η αξιοπιστία είναι κάτι που δύσκολα κερδίζεται και ευκολά χάνεται. Εµείς δεν είπαµε ψέµατα. Διαπραγµατευτήκαµε σκληρά το 2015, κάναµε ότι µπορούσαµε, και όταν φτάσαµε στον δύσκολο συµβιβασµό του καλοκαιριού τον πήγαµε σε εκλογές. Αυτό που όµως δεν πρέπει να ξεχνάµε είναι ότι το 2014 δεν είχε ολοκληρωθεί η δηµοσιονοµική προσαρµογή, οι προηγούµενες κυβερνήσεις είχαν υπογράψει στόχους για 4,5% πλεονάσµατα και η χώρα ήταν στο 0. Άρα παρότι εµείς µειώσαµε αυτούς τους στόχους, εξακολουθούσε να πρέπει να γίνει δηµοσιονοµική προσαρµογή. Και µε δεδοµένο ότι στα πρώτα 2 µνηµόνια είχε γίνει µια τεράστια περικοπή δαπανών, όταν αναλάβαµε εµείς, το ερώτηµα στην πραγµατικότητα δεν ήταν αν θα αυξηθούν οι φόροι αλλά το ποιοι φόροι θα αυξηθούν. Όποιος ισχυρίζεται ότι µπορούσε να γίνει κάτι άλλο ή δεν γνωρίζει ή κάνει ότι δεν γνωρίζει. Για παράδειγµα αποφύγαµε µια σηµαντική αύξηση της φορολογίας στην ενέργεια, καθιερώνοντας µια σειρά µικρότερων και κοινωνικά εξισορροπητικών φόρων.
Νοµίζω στο βιβλίο, το οποίο είναι µια συλλογική δουλειά της διαπραγµατευτικής οµάδας, εξηγούµε το πως φτάσαµε εκεί, τα διλλήµατα που αντιµετωπίσαµε, τις δυσκολίες, τους εκβιασµούς. Και τα κάνουµε όλα αυτά όσο το δυνατόν πιο αντικειµενικά, νοµίζω µε ασυνήθιστες δόσεις αυτοκριτικής για τα ελληνικά δεδοµένα. Στην πίεση θα γίνουν λάθη. Και εµείς τα παραδεχόµαστε. Για παράδειγµα η αύξηση της προκαταβολής φόρου είχε πολύ µεγάλο κόστος στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, όπως γνωρίζουν πολύ καλά οι αναγνώστες σας, παρότι στην κλασική οικονοµική θεωρία δεν αποτελεί νέο φόρο. Και έτσι ένα µέτρο που στην ουσία απέφερε έσοδα (και είχε κόστος στον κόσµο) για µία µόνο χρονιά, έγινε αισθητό ως ένας µόνιµος βραχνάς στις ήδη ζορισµένες από το 2010 επιχειρήσεις.
Η αλήθεια είναι όµως ότι για κάθε απόφαση που πήραµε, από την πιο µικρή µέχρι την πιο µεγάλη, ξέρουµε γιατί το κάναµε, τη δεδοµένη στιγµή, µε βάση τις πληροφορίες που τότε είχαµε. Κάποιες ήταν σωστές. Κάποιες φάνηκε στην πορεία ότι ήταν λάθος. Αλλά καµία δεν πάρθηκε µε λάθος κίνητρα.
Αν µε ρωτάτε αν µπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να αλλάξω όσες αποδείχθηκαν λάθος αν θα το έκανα η απάντηση είναι προφανώς ναι. Αλλά δεν µπορώ. Κανείς δεν µπορεί. Για αυτό οι αποφάσεις που λαµβάνουµε είναι δύσκολες. Γιατί δεν έχουµε τη δυνατότητα του restart. Αυτή την ευθύνη πήραµε πάνω µας όταν κερδίσαµε τις εκλογές. Και παρά τα λάθη είµαι περήφανος για όσα πετύχαµε. Για την έξοδο της χώρας, για τη ρύθµιση του χρέους, για το µαξιλάρι, για τον τρόπο που διαχειριστήκαµε το δηµόσιο χρήµα, πιο προσεκτικά και από τα δικά µας χρήµατα, ακριβώς γιατί ξέρουµε ότι το δηµόσιο χρήµα δεν είναι δικό µας. Για αυτό και ζητάµε ξανά αυτή την ευθύνη.
Πως κρίνετε τον τρόπο που διαχειρίστηκε η παρούσα κυβέρνηση το δηµοσιονοµικό µαξιλάρι των 37 δισ. που παραδώσατε; Εκτιµάτε ότι τα διαθέσιµα θα έχουν µειωθεί στο τέλος της χρονιάς;
Το µαξιλάρι των 37 δισ., το αφήσαµε στη χώρα, όχι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το αφήσαµε για να δηµιουργήσουµε αίσθηση ασφάλειας στις αγορές έτσι ώστε να υπάρχει πρόσβαση σε αυτές µε χαµηλό επιτόκιο. Το αφήσαµε για να µπορούµε να αντιµετωπίσουµε µια έκτακτη κατάσταση, όπως για παράδειγµα αυτή της πανδηµίας, την οποία προφανώς δεν θα µπορούσαµε να έχουµε προβλέψει. Το αφήσαµε σε συµφωνία µε τους θεσµούς, για να αποφύγουµε την πιστοληπτική γραµµή που θα ήταν ένα κρυµµένο µνηµόνιο.
Το ταµειακό αυτό απόθεµα, µέρος της παρακαταθήκης µας, γνωρίζαµε ότι θα το διαχειριζόταν η όποια επόµενη κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν αποτέλεσε για µας ανασταλτικό παράγοντα στο να επιλέξουµε αυτή τη λύση που θεωρούσαµε και θεωρούµε ότι ήταν η βέλτιστη. Και αυτό σε αντίθεση µε την πολιτική της Νέας Δηµοκρατίας που γνωρίζοντας ότι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση το 2014 φρόντισε να µην ολοκληρώσει το πρόγραµµα και να αδειάσει τα όποια διαθέσιµα υπήρχαν. Και το λέω αυτό γιατί κάποιοι σήµερα προσπαθούν να ιδιοποιηθούν την αγάπη για την πατρίδα.
Το µαξιλάρι λοιπόν αποτέλεσε το απόθεµα ασφαλείας για να µπορεί η επόµενη κυβέρνηση να εφαρµόσει απρόσκοπτα τις όποιες πολιτικές επέλεγε. Για να υπάρχει χρηµατοδότηση από την αγορά, εφόσον αυτό ήταν απαραίτητο. Σε αυτή την ευχέρεια που είχε η κυβέρνηση της Νέας Δηµοκρατίας, ήρθε να προστεθεί και η αναστολή της εφαρµογής του συµφώνου σταθερότητας, συνεπεία της υγειονοµικής κρίσης. Και στη συνέχεια η δηµιουργία του Ταµείου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας.
Και εδώ είναι η µεγάλη χαµένη ευκαιρία για τη χώρα: η ελληνική κυβέρνηση να κάνει δαπάνες υγείας (και όχι µόνο), που θα έµεναν ως επένδυση για το µέλλον, χωρίς αυτό να της δηµιουργεί προβλήµατα εξαιτίας των δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων. Αντ’ αυτού όµως προτίµησε να εφαρµόσει το σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραµµα της, να µην προβεί σε πολύτιµες δηµόσιες δαπάνες που θα άφηναν παρακαταθήκη για το µέλλον, αλλά να προχωρήσει σε φοροελαφρύνσεις και απαλλαγές που µπορεί να βοήθησαν και κάποιους στα µεσαία στρώµατα αλλά περισσότερο ωφέλησαν τα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα. Και εφάρµοσε τις πολιτικές της αυτές έχοντας µεγάλα ταµειακά ελλείµατα αλλά ταυτόχρονα και την ασφάλεια του µαξιλαριού.
Όσον αφορά το ύψος του µαξιλαριού που θα παραδώσει στο τέλος της θητείας της, τα δείγµατα γραφής που έχει δώσει στο παρελθόν η Νέα Δηµοκρατία δεν είναι και πολύ καλά.
Σε ανακοίνωση του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. αναφέρεται ότι το 2022 τα διαθέσιµα είναι περίπου 30,6 δισ. ενώ το 2023 αναµένεται να είναι στα 28 δισ.. Ήδη µιλάµε για µια διαφορά από τα 37 δισ. που αφήσαµε το 2019. Προφανώς το µαξιλάρι δηµιουργείται σε καλούς καιρούς για να χρησιµοποιείται σε δύσκολους, αλλά όταν η µείωση του συνοδεύεται από δηµοσιονοµικά και ταµειακά ελλείµµατα και αύξηση του ονοµαστικού δηµοσίου χρέους, τότε σαφώς υπάρχουν λόγοι ανησυχίας.
Να σηµειωθεί εδώ ότι σε προηγούµενες δηλώσεις του ο κ. Σκυλακάκης είχε πει ότι στα διαθέσιµα συµπεριλαµβάνονται και οι προκαταβολές του Ταµείου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας. Θα πρέπει λοιπόν να διευκρινιστεί το ύψος των προκαταβολών αυτών στα τωρινά διαθέσιµα, που όπως γνωρίζουµε είτε θα γίνουν συγκεκριµένες δαπάνες είτε θα επιστραφούν. Με αυτή την έννοια τα ποσά αυτά δεν αποτελούν διαθέσιµα, και επιπλέον για λόγους σύγκρισης µε το 2019 δεν πρέπει να προσµετρώνται.
Ενόψει της απόφασης της κυβέρνησης για το νέο κατώτατο µισθό ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ζητήσει εφαρµογή τιµαριθµικής αναπροσαρµογής και προτείνει συνολικά αύξηση στα 880 ευρώ. Σε συνδυασµό µε την αύξηση του µέσου µισθού που θα προκύψει από την επαναφορά των συλλογικών συµβάσεων εργασίας την οποία επίσης υποστηρίζετε, τι επιπτώσεις θα υπάρξουν σωρευτικά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και στο ύψος του πληθωρισµού;
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ερώτηση σας. Γιατί ουσιαστικά ρωτάτε τι µοντέλο ανάπτυξης θέλουµε. Ας υποθέσουµε λοιπόν ότι σας έλεγα ότι θα ήταν καταστροφικές οι επιπτώσεις. Ότι ο µόνος τρόπος να έχουµε ανάπτυξη θα ήταν να έχουµε µισθούς των 500 ευρώ. Θα ήταν αυτό µια αποδεκτή απάντηση; Προφανώς και όχι. Και όµως αυτή την απάντηση δίνουν εκείνοι που µας καλούν να αυξήσουµε την ανταγωνιστικότητά µας µειώνοντας τους µισθούς και οδηγούµενοι σε ένα µοντέλο φτηνής εργασίας. Γιατί αυτό είναι το µοντέλο τους. Εξάλλου γιατί η πρώτη πράξη της κυβέρνησης της Νέας Δηµοκρατίας ήταν η κατάργηση των συλλογικών διαπραγµατεύσεων και η απελευθέρωση των απολύσεων αν στόχος δεν ήταν η µείωση των µισθών.
Πρόκειται για ένα µοντέλο που δεν αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της χώρας, τους νέους και τις νέες µε τα πτυχία και τα µεταπτυχιακά, την εξαιρετικής ποιότητας παραγωγή µας που µπορεί να αποδώσει πολύ υψηλή προστιθέµενη αξία. Που µας καταδικάζει σε ουραγούς στην παγκόσµια αλυσίδα αξίας. Είναι δηλαδή το µοντέλο που δυστυχώς βλέπουµε να εφαρµόζεται τα τελευταία χρόνια στη χώρα µας.
Εµείς µιλάµε για κάτι διαφορετικό. Μιλάµε για µια οικονοµία που οι µισθοί θα είναι συστατικό στοιχείο της ανάπτυξης, όπου οι µισθοί δεν θα είναι επιβίωσης αλλά αξιοπρεπούς ζωής. Μιλάµε για µια οικονοµία µε αµφίδροµη σχέση µισθών και ανάπτυξης. Από τη µία τα κέρδη της ανάπτυξης κατευθύνονται στον κόσµο της εργασίας, από την άλλη η ίδια η αύξηση του διαθέσιµου εισοδήµατος των ανθρώπων τροφοδοτεί την ανάπτυξη.
Ας µην ξεχνάµε ότι η αύξηση των µισθών των εργαζοµένων µιας επιχείρησης µπορεί να φαίνεται ως κόστος στον επιχειρηµατία αλλά αυτό είναι το ένα κοµµάτι. Το άλλο κοµµάτι είναι η αύξηση των µισθών των εργαζοµένων των υπόλοιπων επιχειρήσεων που αποτελεί έσοδο για τον ίδιο επιχειρηµατία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr