Ειδικότερα, στην επιστολή περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι εξής παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου:
– Η προσέγγιση του σχεδίου των διατάξεων αυτών σε καμία περίπτωση δεν τροποποιεί το υφιστάμενο μοντέλο εποπτείας, παρά τις πολύ καίριες και σχετικές παρατηρήσεις της έκθεσης Πισσαρίδη περί των πλέον σύγχρονων μοντέλων εποπτείας.
Αντιθέτως δημιουργεί ένα καινοφανές σύστημα δύο διοικητικών οργάνων με ξεχωριστή δομή, που πλαισιώνονται από πολυάριθμες επιτροπές εμπειρογνωμόνων, μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα λειτουργίας, χωρίς προφανή στόχευση και αιτιολόγηση, που όμοιό του δεν υφίσταται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή εποπτική αρχή.
Η λειτουργία των ομόλογων ευρωπαϊκών αρχών δεν περιλαμβάνει διαφορετικά όργανα διοίκησης, αλλά επιτροπές που λειτουργούν συμπληρωματικά με το όργανο διοίκησής τους, με στόχο την πρόληψη σύγκρουσης συμφερόντων κατά το στάδιο της επιβολής κυρώσεων.
– Για την εφαρμογή του νέου οργανωτικού συστήματος θα απαιτηθεί η δημιουργία επιπλέον οργάνων και θέσεων συμβούλων, στους οποίους θα ανατεθούν μάλιστα απευθείας καθήκοντα.
Η προσέγγιση αυτή δε θα συμβάλλει στην αποτελεσματική λειτουργία της ΕΚ, τουναντίον θα δημιουργήσει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, λόγω της αύξησης του διοικητικού φόρτου, ενώ θα επιφέρει επιπλέον οικονομικό κόστος, δυσανάλογο της ελληνικής πραγματικότητας.
– Αν και συστήνεται, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, η ΕΚ ως Ανεξάρτητη Αρχή που απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, τούτο αποδομείται παντελώς σε πολυάριθμα σημεία του σχεδίου διατάξεων.
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρεται πως προβλέπεται η δυνατότητα του υπουργού Οικονομικών να «υποβάλει στρατηγικές προτάσεις και να παρέχει οδηγίες στην Αρχή σχετικά με το στρατηγικό σχεδιασμό για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής σε ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής ως και σε εξαιρετικές περιστάσεις».
– Οι προβλεπόμενες δε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, της έγκρισης των κανονισμών λειτουργίας και του ελέγχου του εν γένει τρόπου λειτουργίας άμεσα ή έμμεσα από τον εκάστοτε Υπουργό Οικονομικών, συντείνουν στην πλήρη εξάρτηση της λειτουργίας της ΕΚ σε κάθε επίπεδο από τα κυβερνητικά όργανα.
Στην ίδια επιστολή επισημαίνεται ότι «σύμφωνα με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές αρχές που διέπουν τη λειτουργία των αρχών εποπτείας κεφαλαιαγορών, καθώς και τις ρητές επιταγές της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, είναι απολύτως ασύμβατη κάθε δυνατότητα επέμβασης των κυβερνητικών στελεχών στο έργο τους, ενώ η λογοδοσία υφίσταται μόνο στο αρμόδιο όργανο, δηλαδή το Κοινοβούλιο».
Συνέπεια των προβλέψεων αυτών, κατά το σύλλογο εργαζομένων της Αρχής, «υφίσταται άμεσος κίνδυνος για την ελληνική οικονομία, καθώς οι σχετικές αξιολογήσεις που διενεργούνται από τους αρμόδιους προς τούτο διεθνείς και ευρωπαϊκούς φορείς, θα είναι στο εξής αρνητικές, με τις όποιες συνέπειες για τη χώρα».
Υπενθυμίζεται δε η περίπτωση του σκανδάλου της γερμανικής εταιρείας WIRECARD, το οποίο είχε επίπτωση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και για το οποίο τα αρμόδια ευρωπαϊκά εποπτικά όργανα απέδωσαν ευθύνη, μεταξύ άλλων, στον υψηλό βαθμό παρεμβατισμού του υπουργείου Οικονομικών στο έργο της αρμόδιας εποπτικής αρχής.
Τέλος, αναφέρεται ότι με τις διατάξεις αυτές αγνοείται και απαξιώνεται η εξειδικευμένη και πολυετής εμπειρία του υφιστάμενου προσωπικού της Ε.Κ., η οποία ήταν προαπαιτούμενη για την πρόσληψή του, δεδομένου ότι ανατίθεται επί της ουσίας σε τρίτους, υποδεικνυόμενους από τον υπουργό Οικονομικών, η αξιολόγηση της επιστημονικής επάρκειας του υφιστάμενου προσωπικού της ΕΚ.
Όπως σημειώνεται στην ίδια επιστολή, η εν λόγω αξιολόγηση προβλέπεται να διενεργηθεί κατά παρέκκλιση κάθε γενικών και ειδικών διατάξεων, χωρίς να προβλέπονται σχετικά κριτήρια και εφαρμοστέες διαδικασίες, δημιουργώντας σωρεία αντικινήτρων για την εφεξής άσκηση των καθηκόντων του υφιστάμενου προσωπικού της ΕΚ και γεννώντας επιπλέον ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα τελικά των εκπονούμενων διατάξεων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr