«Η είδηση αυτή καταρχάς δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, καθώς η συγκεκριμένη υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προανάκρισης και δεν διερευνάται πράξη κακουργηματικού χαρακτήρα, αλλά πλημμεληματικού. Επιπλέον με τον τρόπο που αναπαράχθηκε η συγκεκριμένη είδηση παραβιάζεται η μυστικότητα της ποινικής προδικασίας και το τεκμήριο της αθωότητας.
Παρόλα αυτά σύσσωμο το αντισυριζαϊκό μέτωπο, μεμια φωνή και μια γροθιά δεν έχασε την ευκαιρία της μεγάλης αποκάλυψης της εφημερίδας ΜΠΑΜ (…) και επιδόθηκε σε ένα “ΜΠΑΜ και κάτω” ρεσιτάλ λεκτικής βίας, ρεβανσισμού και χαιρεκακίας με φράσεις του τύπου: Επιτέλους η δικαιοσύνη άρχισε να λειτουργεί… Άντε να παίρνουν σειρά ένας, ένας… Αρχίζει η κάθαρση για τους Συριζόφιλους... Ανοίγουν κελιά για τους Συριζαίους… όλη η συμμορία Σύριζα στη μπουζού...
Δεν θα παρασυρθώ σε ανούσιες αντιπαραθέσεις στο δικό τους γήπεδο. Έχω καλούς φίλους και φίλες που ψήφισαν ΝΔ και άλλα πολιτικά κόμματα. Αγαπώ τη χώρα μου και νιώθω τυχερός και ευγνώμων που υπηρέτησα την κυβέρνηση της Αριστεράς. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει αυτή η χώρα προς το καλύτερο αυτό θα γίνει με ένα νέο πιο ανοιχτό στην κοινωνία Σύριζα στην κυβέρνηση και με τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό.
Και μετά από το σαφές δείγμα της πρώτης εβδομάδας διακυβέρνησης της χώρας από την αυτοδύναμη-ενώνω τους Έλληνες ΝΔ νομίζω ότι δεν θα αργήσει πολύ να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για αυτό.
Και τί δεν ακούσαμε από τους “άριστους” και τί δε διαβάσαμε αυτήν την εβδομάδα από τα φιλικά μέσα ενημέρωσης (σχεδόν όλα δηλαδή) της ΝΔ: το Μαξίμου ήταν μέσα στην μπίχλα και βρώμαγε τσιγαρίλα, οι κατσαρίδες κάνουν πάρτι στο Εργασίας, γίναμε ξέφραγο αμπέλι με τους μετανάστες που άκουσον άκουσον τους επιτρέψανε οι Συριζαίοι να έχουν πρόσβαση στην υγεία και στο επίσημο σύστημα ρύθμισης της εργασίας, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις επί της παρούσας κυβέρνησης αλλά σίγουρα κάποια στιγμή στο μέλλον (καθησυχαστικό αυτό...), η ΔΕΗ δεν έχει χρήματα να αγοράσει ούτε κολώνες ούτε κολονάκια, οι ξένοι ανταποκριτές έγλυφαν τα γεμάτα χασισοκαπνό παπούτσια των Συριζαίων (κοίτα φαντασιώσεις ο βάστα γερά ΔΝΤ).
Μάθαμε επίσης ότι όσοι εναντιώθηκαν στη Χούντα πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή, ότι τελικά οι συνθήκες στη Μόρια και στο Καρα Τεπέ είναι ικανοποιητικές... αλλά και ότι δεν «τρέχει κάστανο» που ένα πρώην στέλεχος της Lamda Development έγινε υφυπουργός σε χαρτοφυλάκιο που επιλαμβάνεται υποθέσεις της ίδιας εταιρίας με το ελληνικό κράτος.
Μέσα λοιπόν σε αυτόν τον πακτωλό των ερεθισμάτων που μας προσέφερε απλόχερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη την προηγούμενη εβδομάδα και επειδή δεν υπάρχουν άλλα προβλήματα στη χώρα ήρθε η ώρα να γυρίσουμε στο 2016... και να θυμηθούμε τις τηλεοπτικές άδειες και τα περιβόητα «βοσκοτόπια του Καλογρίτσα». Κάποιοι φαίνεται δεν τον έχουν ξεπεράσει αυτόν το διαγωνισμό. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται τι εννοώ μάλλον δε διαβάζει τα αντισυριζαϊκά έντυπα γνωστού Συγκροτήματος που αναφέρουν εδώ και χρόνια ότι έρχεται η ώρα των Συριζομαδούρων με τον ερχομό του Μητσοτάκη στην εξουσία. Ο ορισμός του ρεβανσισμού.
Και το προηγούμενο Σαββατοκύριακο χρησιμοποίησαν για μια ακόμη φορά την περίπτωση Καλογρίτσα για να πλήξουν την πρώτη ολοκληρωμένη απόπειρα καταπολέμησης της ανομίας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο που μόνο ο Σύριζα τόλμησε. Για το υποτιθέμενο σκάνδαλο Καλογρίτσα η απάντηση βρίσκεται στις 73 σελίδες της Προκήρυξης του διαγωνισμού του 2016.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά την προκήρυξη αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τον πιο απαιτητικό, αλλά και τον πιο αντικειμενικό διαγωνισμό που έγινε ποτέ στην ιστορία του ελληνικού δημοσίου τόσο από πλευράς δικαιολογητικών όσο και διαδικασιών που όφειλαν να ακολουθήσουν οι υποψήφιοι. Ένα διαγωνισμό με πολλά διαδοχικά στάδια, πολλές δικλείδες ασφαλείας, με δυνατότητες και προδικαστικών και δικαστικών προσφυγών, με συνεχή έλεγχο των υποψηφίων πριν και μετά το πέρας της δημοπρασίας και πάντοτε με τη δυνατότητα της αυτοδίκαιης ανάκλησης της χορηγούμενης άδειας αν δεν τηρηθούν τα προβλεπόμενα.
Ήταν ένας διαγωνισμός που προστάτευε ως κόρη οφθαλμού το δημόσιο συμφέρον, αλλά και τους συμμετέχοντες, καθώς επέτρεπε την παροχή στοιχείων και το δικαίωμα κάθε συνυποψήφιου να δει τα δικαιολογητικά του άλλου σε κάθε διαφορετικό στάδιο.
Εκ του αποτελέσματος δεν ήταν ένας διαγωνισμός που έγινε για να κλείσει ο ΣΚΑΙ που έλεγε ο Άδωνις Γεωργιάδης ή για να «κόψει» τον Μαρινάκη. Αμφότεροι βέβαια τότε, η αλήθεια να λέγεται, διαγωνίζονταν στην «ανταλλαγή ευσήμων», όπως για παράδειγμα το σποτάκι του ΣΚΑΙ που ανέφερε ότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι «στη Δημοκρατία της Κολομβίας δεν θα βρεθούν Μέσα Ενημέρωσης στα χέρια του Εσκομπάρ». Αντιστοίχως «πλοία φαντάσματα εμφάνισε στο πόθεν έσχες του ο Αλαφούζος και είναι υπόλογος για αυτό ο Κρέτσος», έγραφαν τα Παραπολιτικά τον Οκτώβριο του 2016.
Στον διαγωνισμό του 2016 οι φάκελοι αιτήσεων συμμετοχής ήταν προσβάσιμοι προς όλους τους υποψηφίους κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ενδιαφερομένου προς την Επιτροπή Διενέργειας Διαγωνισμού. Όλα τα πρακτικά και οι ανακοινώσεις που αφορούσαν το διαγωνισμό δημοσιεύονταν στη Διαύγεια και στην ιστοσελίδα της ΓΓΕΕ (δείτε τα πριν τα κατεβάσουν).
Ο κ. Καλογρίτσας κηρύχτηκε έκπτωτος με τη δική μου υπογραφή βάση των όσων προέβλεπε η προκήρυξη και ακολούθησε η διάδοχη κατάσταση που επίσης προέβλεπε η προκήρυξη. Το δημόσιο συμφέρον ήταν 100% εξασφαλισμένο και τηρήθηκε η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης. Αν το σχήμα Καλογρίτσας κατάφερε να περάσει μέχρι το στάδιο του οριστικού υπερθεματιστή είναι γιατί σύμφωνα με την κρίση της Επιτροπής η συγκεκριμένη υποψηφιότητα ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της οικονομικής επάρκειας που ζητούσε η Προκήρυξη, αλλά και γιατί προσκόμισε και τα πρόσθετα δικαιολογητικά που ζήτησε η Επιτροπή φανερώνοντας περιουσιακά στοιχεία με εξουσία διάθεσης που υπερκάλυπταν το προσφερόμενο συνολικό τίμημα δίχως να αφαιρείται, όπως και έγινε, από πλευράς του κράτους η δυνατότητα αυτοδίκαιης έκπτωσης και ανάκλησης της χορηγούμενης άδειας σε περίπτωσης μη καταβολής οιασδήποτε δόσης του τιμήματος.
Οι μηνύσεις του ALPHA και πέντε Βουλευτών της ΝΔ που όλως τυχαίως κατατέθηκαν την ίδια ημέρα (23/06/2016) με αφορμή την περίπτωση Καλογρίτσα εκκίνησαν μια διαδικασία διερεύνησης ενδεχόμενων παραβάσεων από την Επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού και εμένα. Μετά από 10 μήνες περίπου και ενώ ήδη ο διαγωνισμός είχε καταπέσει και είχε δημοσιευθεί το σκεπτικό της σχετικήςαπόφασης του ΣτΕ η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να στοιχειοθετούν σχετικές παραβάσεις του Ποινικού Κώδικα (αυτό υποστήριξαν οι εισαγγελείς διαφθοράς). Σχεδόν ένα μηνά μετά όμως η υπόθεση βγαίνει από το αρχείο καιδίνεται νέα παραγγελία για περαιτέρω διερεύνησή της στα πλαίσια της προανάκρισηςκαι τελικά στις 6 Απριλίου 2019 ο Εισαγγελέας Εφετών κ. Αθανασίου παραγγέλνει την άσκηση ποινικής δίωξης από κοινού και κατά μόνας σε εμένα και στα μέλη της Επιτροπής και τη λήψη των σχετικών απολογιών.
Η αλήθεια επομένως είναι ότι η διαδικασία βρίσκεται στο στάδιο της προανάκρισης και όχι της παραπομπής στις δικαστικές αίθουσες. Κάποιοι ωστόσο θεωρούν δεδομένο ότι θα παραπεμφθούμε στο ακροατήριο για πράξη κακουργηματικού χαρακτήρα. Τους διαβεβαιώνω πάντως ότι αν χρειαστεί και στο εδώλιο του κατηγορουμένου θα πάω δίχως φόβο. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη.
Αισθάνομαι δε πεπεισμένος ότι ορθώς διενεργήσαμε το διαγωνισμό το 2016. Η αξία του ήταν πολύτιμη ακόμη και αν αυτός κατέπεσε με οριακή πλειοψηφία δύο μήνες σχεδόν αργότερα. Ο διαγωνισμός αυτός ήταν ένα σύνθετο project που άφησε μια πλούσια παρακαταθήκη και αξιοποιήθηκε πλήρως στην πορεία του χρόνου από το ΕΣΡ.
Όλοι όσοι είχαμε άμεση ή έμμεση εμπλοκή με την υλοποίηση του διαγωνισμού δώσαμε μια πολύμηνη μάχη αξιών κόντρα στα τόσα εμπόδια που έβαλε ένα οργανωμένο και πανίσχυρο μπλοκ οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Τελικά καταφέραμε να βγούμε νικητές και να ρυθμίσουμε το τηλεοπτικό τοπίο. Τελικά δικαιωθήκαμε και γυρίσαμε σελίδα με νέες αναπτυξιακού χαρακτήρα ρυθμίσεις που βάζουν την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη των χωρών που προσελκύουν διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές και ενισχύουν την εγχώρια οπτικοακουστική παραγωγή. Και αυτό δεν είναι νίκη του Σύριζα, αλλά συνολικά της δημοκρατίας, των εργαζομένων και της εξωστρεφούς επιχειρηματικότητας.
Αυτό είναι που ενοχλεί κάποιους και το μήνυμα που θέλουν να στείλουν τώρα με αυτήν τη μιντιακή διαχείριση του θέματος είναι σαφές: μην τα βάζετε με τους ισχυρούς γιατί θα υπάρχουν συνέπειες. Θα βρεθείτε μπλεγμένοι στα δικαστήρια και θα χρησιμοποιούν το όνομα σας με αρνητικό τρόπο στα τηλεοπτικά παράθυρα, στα ραδιόφωνα και στις ιστοσελίδες. Θα προσπαθήσουν να σας γελοιοποιήσουν και θα δυσκολευτείτε να βρείτε δουλειά ή θα αντιμετωπίσετε πρόβλημα στην υπηρεσία σας και ίσως μια μέρα να βρεθεί και μια κάμερα έξω από το σπίτι σας με επίμονους δημοσιογράφους να πάρουν δηλώσεις. Αυτά μήπως δεν έγιναν το 2016;
Και αν υποθέσουμε ότι οι καναλάρχες κοιτούν τα συμφέροντα τους και επομένως ήταν αναμενόμενο με τις στρατιές των έμμισθων μεγαλοδικηγόρων και τα μέσα που κατέχουν να πολεμήσουν το θεσμικό πλαίσιο που τους ανάγκαζε να πληρώσουν για πρώτη φορά για τη χρήση των δημόσιων συχνοτήτων, τότε ποιο άλλοθι άραγε μπορούμε να βρούμε για τη χρόνια αδράνεια αυτών που είχαν δημόσια αξιώματα, ευθύνες δημόσιου λειτουργού και βασίζονται στη ψήφο του ελληνικού λαού να καταπολεμήσουν τα θαλασσοδάνεια και την ασυδοσία στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο;
Αλησμόνητο το πολιτικό τους μένος στις τηλεοπτικές οθόνες και στη Βουλή πριν και μετά το διαγωνισμό. Για 30 χρόνια επέλεξαν να αποφύγουν τις δυσκολίες που φέρνει η μάχη με τους ισχυρούς και ακολούθησαν στρατηγική «ανταλλαγής δώρων». Πώς θα ξεπλύνουν αυτήν τη ντροπή, όταν σχεδόν 30 χρόνια το μόνο που έκαναν ήταν να δίνουν παρατάσεις προσωρινής λειτουργίας μέχρι να ολοκληρωθεί μια διαγωνιστική διαδικασία; Για να μην μιλήσω για το κλείσιμο της ΕΡΤ, το διαγωνισμό της Digea (μπήκε στο αρχείο αυτή η υπόθεση;), τα τέλη χρήσης συχνοτήτων που δε βεβαιώθηκαν και το φόρο τηλεοπτικής διαφήμισης που δεν εφαρμόστηκε επί των ημερών τους.
Η απάντηση τους στην αποφασιστικότητα του Σύριζα στο συγκεκριμένο πεδίο είναι το δόγμα η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Πόσες φορές μας είπαν ότι δεν θα μας αφήσουν να κάνουμε τη χώρα Βόρεια Κορέα ή Ουγγαρία και ότι οι τηλεοπτικές άδειες θα γίνουν ο πολιτικός μας τάφος ή ότι ο διαγωνισμός αυτός ήταν μια παρωδία; Και όλα αυτά επειδή για πρώτη φορά πλήρωσαν οι φίλοι τους οι καναλάρχες και επειδή αυτοί ως ιδιοκτήτες της πολυκατοικίας της εξουσίας (το ξέρουν καλά το άθλημα) σε αντίθεση με εμάς τους προσωρινούς ένοικους που αψηφήσαμε (καλώς λέω εγώ) τον κίνδυνο.
Αν θέλαμε να στήσουμε διαπλοκή δεν υπήρχε λόγος να γίνει ο διαγωνισμός στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης. Εύκολα και γρήγορα θα καθορίζαμε τον αριθμό των χορηγούμενων αδειών και τη διαδικασία της δημοπρασίας μετά από συνεννόηση και κάτω από το τραπέζι, ώστε να δοθούν οι τηλεοπτικές άδειες σε ένα τίμημα βολικό για τους νέους και τους παλιούς καναλάρχες. Έγινε ακριβώς το αντίθετο.
Το βασικό ερώτημα επομένως που οι πολίτες πρέπει να ρωτούν τους εκφραστές του παλιού πολιτικού συστήματος είναι αν υπήρχε ζημία του ελληνικού Δημοσίου από την μη ύπαρξη αδειοδότησης όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό ήταν υπέρ ή κατά του δημόσιου συμφέροντος; Γιατί δεν αποδόθηκαν ποτέ ευθύνες και δεν αποδόθηκαν ποτέ κατηγορίες για αυτήν την αδράνεια και μάλιστα κακουργηματικού χαρακτήρα, όπως κάποιοι στο χώρο της πολιτικής και των media επιδιώκουν με ρεβανσιστική διάθεση σήμερα;», καταλήγει.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr