Περιγράφοντας το μετεκλογικό τοπίο, λέει: «Από το 2012, όταν για πρώτη φορά βρεθήκαμε πρώτοι στις δημοσκοπήσεις, ετοιμαζόμαστε για αυτήν τη στιγμή. Αισθανόμαστε έτοιμοι πλέον. Έχουμε ήδη ετοιμάσει τους πρώτους νόμους που θέλουμε να ψηφιστούν. Διαθέτουμε ένα εξαιρετικά λεπτομερές πρόγραμμα δράσης και, αν δεν υπήρχε η διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους, θα εφαρμόζαμε τα μέτρα αυτά από την επόμενη μέρα».
Ενώ στην ερώτηση για το πώς θα αναδιαρθρωθεί το ελληνικό χρέος, ο κ. Δραγασάκης εξηγεί: «Αρχικά, πρέπει να δούμε αν το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο. Στην αρνητική περίπτωση, πρέπει να βρούμε μια λύση. Δεν μπορούμε να ζούμε με το βάρος ενός χρέους που δεν είναι βιώσιμο. Οι αγορές δεν μας εμπιστεύονται, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε ένα αναπτυξιακό μοντέλο. Αν καταλήξουμε ότι το βάρος του χρέους της χώρας δεν είναι βιώσιμο, θα μπούμε σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης με τις δικές μας σαφείς ιδέες και προτάσεις. Ο όγκος του χρέους πρέπει να μειωθεί. Το τελικό ποσό είναι προς συζήτηση».
Ερωτηθείς σχετικά με το ποσοστό του χρέους που ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διαγράψει είπε: «Δεν υπάρχει συναίνεση στην πνευματική αγορά. Ορισμένες χώρες χρεοκόπησαν ενώ η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ ήταν πολύ χαμηλότερη. Ας δούμε την περίπτωση της Αργεντινής ή της Ουκρανίας. Το κύριο ζήτημα είναι η προοπτική ανάπτυξης. Αν υπάρχει θετική προοπτική, μεγάλο μέρος του χρέους είναι διαχειρίσιμο.
Η Ελλάδα είχε γενικά μια αναλογία της τάξης του 100%, το λάθος ήταν ότι δεν καταφέραμε να μειώσουμε το χρέος σε περίοδο ανάπτυξης. Τώρα, οι πιστωτές θέλουν να αποπληρωθούν με βάση το πρωτογενές πλεόνασμα, το ποσοστό του οποίου προβλέπεται να αγγίξει το 4,5% ως το 2020, πριν ξεπεράσει αργότερα το 7%. Με παρόμοιο πρωτογενές πλεόνασμα, δεν υπάρχει πραγματικά τρόπος να γίνει κάτι άλλο.
Η αποπληρωμή του χρέους πρέπει να συνδεθεί με ένα ποσοστό ανάπτυξης. Στην περίπτωση που υπάρχει υψηλό ποσοστό ανάπτυξης, θα πληρώσουμε περισσότερα. Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε για τη Γερμανία στο πλαίσιο της συμφωνίας του Λονδίνου του 1953. Αν δεχτούμε ότι το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ – κάτι που εμείς δεν αμφισβητούμε - χρειαζόμαστε ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης, ώστε όλα τα κράτη-μέλη να είναι σε θέση να μειώσουν το επίπεδο του χρέους τους.
Για τον λόγο αυτό επιθυμούμε τη διοργάνωση μιας ευρωπαϊκής διάσκεψης. Αν δεν καταφέρουμε να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους μας για μια ευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος, θα αναζητήσουμε μια λύση για το χρέος αποκλειστικά ελληνική».
Ο ίδιος, επέμεινε στην ανάγκη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Όποιο και αν είναι το επίπεδο του πλεονάσματος, θέλουμε να το διοχετεύσουμε - σε βάθος χρόνου - στις δημόσιες επενδύσεις, παρά στους πιστωτές. Για να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα, χρειάζεται ανάπτυξη. Διαφορετικά, και αυτό είναι που συμβαίνει σήμερα, διαθέτουμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα που οφείλεται στους φόρους και στις περικοπές δαπανών. Προτείνουμε, επίσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να μην καταμετρώνται οι δημόσιες επενδύσεις στον υπολογισμό του δημόσιου ελλείμματος».
Έχει ιδιαίτερη σημασία η άποψή του σε ό,τι αφορά την διαπραγμάτευση για το χρέος και την πιθανότητα ρήξης.
«Η ιδέα συζητείται. Αν δεν έχουμε συμφωνία ως τον Ιούλιο, θα έχουμε πρόβλημα. Ως τότε, μπορούμε να πληρώσουμε το ΔΝΤ και την ΕΚΤ με την έκδοση εντόκων γραμματίων που θα πουληθούν σε ιδιώτες επενδυτές. Ή μπορούμε να ζητήσουμε από το ΔΝΤ να αναβάλει για λίγους μήνες τις αποπληρωμές. Όποιο και αν είναι το πρωτογενές πλεόνασμα που θα δημιουργηθεί, θα ληφθεί από το ΔΝΤ τον Απρίλιο από έναν ειδικό λογαριασμό ειδικά για αυτό τον σκοπό.
Οι πληρωμές του Ιουλίου και του Αυγούστου θα γίνουν με τις τελευταίες δόσεις του προγράμματος διάσωσης. Μας δανείζουν για να τους αποπληρώνουμε. Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο και δεν έχουμε καταλήξει σε συμφωνία, δεν θα είμαστε σε θέση να τους πληρώσουμε. Στη συνέχεια, θα έχουμε πιθανότατα κρίση».
Ο ίδιος εξήγησε ότι το κόμμα του δεν θέλει να πάει σε μονομερή μέτρα, σημειώνοντας σχετικά: « Όλα τα κράτη-μέλη είναι δυνατόν να συρθούν σε μια δύσκολη κατάσταση και να ταπεινωθούν από τους εταίρους τους. Ταυτόχρονα όμως, ακόμα και μια μικρή χώρα μπορεί να προκαλέσει πολλές ζημιές.
Το ερώτημα είναι λοιπόν: τι Ευρώπη θέλουμε; Θα διαλέξουμε την αμοιβαία καταστροφή; Αν η χώρα μας υποστεί εκβιασμό, δεν θα παραμείνουμε αδρανείς. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ελληνικός λαός και η δημοκρατική του βούληση, που θα έχει εκφραστεί, θα βρίσκονται σε ομηρία.
Πώς θα αντιδρούσαν οι λαοί άλλων ευρωπαϊκών χωρών, στην Ισπανία ή στην Ιταλία, απέναντι σε ένα τέτοιο αντιδημοκρατικό μέτρο; Ποιος θα ωφεληθεί; Η Ευρώπη ή η ακροδεξιά και η Mαρίν Λεπέν; Για τον λόγο αυτό δεν θέλουμε να λάβουμε μονομερή μέτρα».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr