Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε τη σχετική κοινοτική νομοθεσία, καθώς δεν έχει καταρτίσει και θεσπίσει εντός εύλογης προθεσμίας σχέδιο διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων, το οποίο να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας. Επίσης, δεν έχει δημιουργήσει ενιαίο και κατάλληλο δίκτυο εγκαταστάσεων διάθεσης των επικίνδυνων αποβλήτων, στο πλαίσιο του οποίου να εφαρμόζονται οι πλέον κατάλληλες μέθοδοι για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας.
Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της υπόθεσης, το 2003 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία με αντικείμενο την εφαρμογή, από τις ελληνικές αρχές, της κοινοτικής οδηγίας 1999/31. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι ο σχεδιασμός της διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της κοινοτικής νομοθεσίας, ότι δεν υφίστανται στην ελληνική επικράτεια κατάλληλες και επαρκείς εγκαταστάσεις επεξεργασίας ή διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων και ότι η μέθοδος διάθεσης του μεγαλύτερου μέρους της παραγόμενης στην Ελλάδα ποσότητας επικίνδυνων αποβλήτων δεν είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας.
Στην προσφυγή της η Επιτροπή υποστήριξε ότι το εθνικό σχέδιο διαχείρισης δεν πληροί τα κριτήρια της οδηγίας 2006/12, διότι δεν έχει ολοκληρωθεί η απογραφή των ποσοτήτων επικίνδυνων αποβλήτων, δεν περιλαμβάνονται όλες οι κατηγορίες επικίνδυνων αποβλήτων και δεν προσδιορίζονται οι κατάλληλοι χώροι και εγκαταστάσεις διάθεσης αποβλήτων.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι ελληνικές αρχές δεν αμφισβήτησαν ότι το εθνικό σχέδιο διαχείρισης δεν περιλαμβάνει όλα τα είδη επικίνδυνων αποβλήτων ούτε ότι η απογραφή τους δεν είναι πλήρης. Επιπλέον, το εθνικό σχέδιο διαχείρισης δεν περιλαμβάνει χάρτες με τους χώρους και τις εγκαταστάσεις διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων.
Ωστόσο, κατά το Δικαστήριο, τα κριτήρια χωροθέτησης των χώρων και των εγκαταστάσεων διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων δεν είναι αρκούντως σαφή ώστε η αρμόδια αρχή να διαπιστώσει αν ένας χώρος ή μια εγκατάσταση λειτουργεί εντός του πλαισίου διαχείρισης που προβλέπει το εθνικό σχέδιο διαχείρισης.
Παράλληλα, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η κοινή υπουργική απόφαση 8668 δεν πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2006/12, διότι δεν θέτει τις απαραίτητες βάσεις για τη δημιουργία κατάλληλου και ενιαίου δικτύου εγκαταστάσεων διάθεσης αποβλήτων ενώ οι ελληνικές αρχές έπρεπε να κατασκευάσουν στο εσωτερικό της χώρας κατάλληλες υποδομές επεξεργασίας των επικίνδυνων αποβλήτων.
Κατά το Δικαστήριο, η Ελλάδα δεν στήριξε με κατάλληλα επιχειρήματα ότι διαθέτει επαρκή πληροφοριακά στοιχεία για να εφαρμόσει πρόσφορες μεθόδους διαχείρισης αποβλήτων, με αποτέλεσμα να δικαιωθεί η συγκεκριμένη αιτίαση της Επιτροπής.
Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι η διαχείριση αποβλήτων στην Ελλάδα γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της «προσωρινής» αποθήκευσης, η οποία, στην πράξη, καθίσταται μόνιμη, λόγω της ανανέωσης των αδειών αποθήκευσης. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η Ελλάδα δεν αμφισβητεί ότι, ελλείψει ενιαίου και κατάλληλου δικτύου εγκαταστάσεων διάθεσης, τα επικίνδυνα απόβλητα συσσωρεύονται στους χώρους παραγωγής, όπου αποθηκεύονται επί μακρόν.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το εθνικό σχέδιο διαχείρισης, 600.000 τόνοι επικίνδυνων αποβλήτων αποθηκεύονται, εν αναμονή της επεξεργασίας τους, σε χώρους που θεωρούνται, καταρχήν, μολυσμένοι. Κατά το Δικαστήριο όμως, η επί μακρόν συνέχιση μιας τέτοιας κατάστασης συνεπάγεται σημαντική υποβάθμιση του περιβάλλοντος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr