Ειδικά, τονίζεται, ότι η επίπτωση στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι ελεγχόμενη, δεδομένου ότι μέρος των δαπανών θα καλυφθούν από ευρωπαϊκούς πόρους και την υπεραπόδοση των εσόδων. Καθώς, όμως, η συχνότητα και η σφοδρότητα των φυσικών καταστροφών φαίνεται να αυξάνονται μαζί με την κλιματική αλλαγή, προκύπτει ένας μακροπρόθεσμος κίνδυνος για τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τα δημόσια οικονομικά.
Όπως αναφέρει σε σημείωμά της, “αν και δεν είναι ακόμα διαθέσιμες σημαντικές πληροφορίες που θα απαιτούνταν για μία ακριβή εκτίμηση, η περίμετρος των επιπτώσεων αναλύεται, αξιοποιώντας επίσης τη διεθνή εμπειρία.”
Σύμφωνα με όσα αναφέρει το τμήμα μελετών και αναλύσεων της τράπεζας, η περίμετρος της ζημιάς μπορεί να προσεγγιστεί αν σκεφτεί κανείς ότι η περιοχή του η Θεσσαλία συνεισφέρει το 5,2% του συνολικού ΑΕΠ και περίπου το 6,4% της συνολικής απασχόλησης. Σε σχέση με το ΑΕΠ, το 13,0% αφορά γεωργία, δασοκομία και αλιεία, και ένα 13,4% τη μεταποίηση, δηλαδή τους δύο τομείς με τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω των πλημμυρών. Έτσι προκύπτει ένας λογαριασμός για απώλειες σε όρους παραγωγής, με τρέχουσες τιμές, στα 2,9 δισ ευρώ.
Ένα, βασικό, συμπέρασμα είναι ότι η επίπτωση στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ θα είναι πιθανότατα περιορισμένη καθώς η επίπτωση των καταστροφών στην παραγωγή και τις υποδομές θα αντισταθμιστούν σε μεγάλο βαθμό από μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και την επακόλουθη ώθηση στα εισοδήματα, την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Ωστόσο, δεν μπορούν να αποκλειστούν ορισμένες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανάπτυξη από τη διαταραχή στην προσφορά της οικονομίας. Επιπλέον, οι πλημύρες θα προκαλέσουν αυξητικές πιέσεις στον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα (ιδίως στις τιμές των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων), και αρνητική επίπτωση στο εξωτερικό ισοζύγιο.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται, ότι η χαμένη παραγωγή (ειδικά στα γεωργικά προϊόντα) θα πρέπει να αντικατασταθεί από εισαγωγές και η ζημιά στις παραγωγικές δυνατότητες θα βλάψει επίσης τις εξαγωγές. Ο αντίκτυπος ενδέχεται να είναι πιο μακροπρόθεσμος εάν τα αγαθά από τη Θεσσαλία που εξήχθησαν στο εξωτερικό αντικατασταθούν, έτσι ώστε ακόμη και όταν αποκατασταθεί η παραγωγή στη Θεσσαλία (η οποία για ορισμένα γεωργικά προϊόντα μπορεί να διαρκέσει ακόμη και ένα χρόνο ή περισσότερο), να μην βρει την προηγούμενη θέση της σε διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού και μπορεί να χρειαστεί να βρουν νέους αγοραστές για τα προϊόντα τους.
Σε σχέση με την την απασχόληση και τα δημογραφικά δεδομένα, αναφέρεται ότι, δεδομένου ότι πολλά ιδιωτικά φυσικά κεφάλαια, υποδομές και φυσικοί πόροι έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές, η απασχόληση θα επηρεαστεί αρνητικά. Επιπλέον, πολύς κόσμος που μένει στην ύπαιθρο μπορεί να μετακομίσει στις τέσσερις μεγάλες πόλεις της περιφέρειας της Θεσσαλίας (Λάρισα, Βόλο, Τρίκαλα και Καρδίτσα).
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η χώρα έναντι των φυσικών καταστροφών, είναι μεγάλος, καθώς η συχνότητα και η σοβαρότητα των φυσικών καταστροφών φαίνεται να αυξάνονται μαζί με την κλιματική αλλαγή. Αυτό συνιστά μακροπρόθεσμο κίνδυνο για την ανάπτυξη, τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, καθώς και για τα δημόσια οικονομικά.
Σύμφωνα με τη Eurobank, απαιτείται ισχυρός, προληπτικός σχεδιασμός και συντονισμένη δράση πολιτικής προκειμένου να αποφευχθεί το πλήγμα στην ευημερία και τη φήμη της χώρας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr