Αναλυτικά, σύμφωνα με την έρευνα:
Ø Οι αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων για το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων που είχαν καταγραφεί στις προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συνεχίζονται, αν και βαίνουν σημαντικά μειούμενες.
Ø Το πρώτο εξάμηνο του 2023 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά:
o το κόστος ενέργειας κατά 20,8% (53,6% και 76% το δεύτερο και το πρώτο εξάμηνο του 2022, αντίστοιχα),
o το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 19,8% (26,1% και 43,5% το δεύτερο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 αντίστοιχα),
o το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 17,3% (28,8% και 57,8% το δεύτερο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 αντίστοιχα),
o το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 7,9% (11,8% και 26,2% το δεύτερο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 αντίστοιχα).
Ως αποτέλεσμα:
Ø Το 43,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές του το πρώτο εξάμηνο του 2023. Το ποσοστό αυτό, αν και είναι μειωμένο σε σχέση με το δεύτερο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 (49,1% και 59,2% αντίστοιχα), παραμένει εξαιρετικά υψηλό.
Ø Τα μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους εντοπίζονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
Ø Συγκεκριμένα, τις τιμές τους αύξησε το πρώτο εξάμηνο του 2023 το 48,7% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών πάνω από 300.000 €, το 48,3% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών 100.000-300.000, το 42,2% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών 50.000-100.000 € ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 50.000€ ήταν 35,9%.
Ø Σε κλαδικό επίπεδο είχαμε σαφώς μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους τομείς των υπηρεσιών (37,3%) και της μεταποίησης (41,2%), σε σχέση με τις επιχειρήσεις στον τομέα του εμπορίου (50,8%).
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, μετά το ιστορικό ρεκόρ του 59,2% των επιχειρήσεων που είχαν δηλώσει ότι αύξησαν τις τιμές τους το πρώτο εξάμηνο του 2022, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές του υποχώρησε το δεύτερο εξάμηνο του 2022 στο 49,1% και περαιτέρω στο 43,3% το πρώτο εξάμηνο του 2023. Το ποσοστό αυτό αν και είναι μειωμένο παραμένει εξαιρετικά υψηλό. Αν δε συμπεριλάβουμε και το χαμηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που μείωσαν τις τιμές τους (9,4%) γίνεται αντιληπτό ότι ο πληθωρισμός συνέχισε την ανοδική του πορεία και το πρώτο εξάμηνο του 2023. Άλλωστε φαίνεται και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όπου το 2022 η μεταβολή του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή ήταν 9,6% σε σχέση με το 2021, ενώ το πρώτο εξάμηνο
Επιπτώσεις ανατιμήσεων
Συγκεκριμένα, τα μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους εντοπίζονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, τις τιμές τους αύξησε το πρώτο εξάμηνο του 2023 το 48,7% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών πάνω από 300.000 €, το 48,3% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών 100.000-300.000, το 42,2% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών 50.000-100.000 € ενώ τα αντίστοιχο ποσοστό για τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών έως 50.000€ ήταν 35,9%. Σε κλαδικό επίπεδο είχαμε σαφώς μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους τομείς των υπηρεσιών (37,3%) και της μεταποίησης (41,2%) σε σχέση με τις εμπορικές επιχειρήσεις (50,8%).
Αν και με χαμηλότερο ρυθμό, το πληθωριστικό κύμα φαίνεται πως θα συνεχιστεί και το δεύτερο εξάμηνο του 2023, καθώς το 21,1% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι σκοπεύει να αυξήσει τις τιμές του έναντι μόλις 4,4% που δήλωσε ότι θα τις μειώσει. Φαίνεται λοιπόν πως οδεύουμε σταδιακά σε μία κατάσταση στην οποία οι τιμές θα έχουν σταθεροποιηθεί σε ένα νέο υψηλότερο επίπεδο με μικρά περιθώρια αποκλιμάκωσης.
Στα θετικά ευρήματα συμπεριλαμβάνονται τα αποτελέσματα χρήσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για το 2022, όπου το 51% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη, ποσοστό εμφανώς αυξημένο σε σχέση τόσο με το αντίστοιχο 37,5% του 2021 όσο και το 27,3% του 2020. Επιπλέον, αποκλιμάκωση παρουσιάζουν οι καθυστερημένες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων σε επίπεδα μάλιστα χαμηλότερα και από εκείνα της περιόδου πριν την πανδημία.
Φαίνεται πως το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, συνδυαστικά με τα μέτρα στήριξης που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των κρίσεων, αλλά και τις ευρύτερες πολιτικές μείωσης των φορολογικών βαρών, βοήθησαν ένα σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων να βελτιώσουν τη θέση τους.
Τα αγκάθια
Από την άλλη μεριά, όπως αναφέρει η έρευνα, τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένουν. Συγκεκριμένα, σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις δήλωσε ότι έχει μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (25,6%) ή διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα (21,2%). Επιπλέον, το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις παραμένει ακόμα υψηλό (27,2%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα καθώς και η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.
Ταμειακά διαθέσιμα
Ιδιαίτερα δύσκολη παραμένει η κατάσταση για ένα πολύ μεγάλο μέρος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσον αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα. Συγκεκριμένα το 25,6% των επιχειρήσεων έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα. Επιπλέον για το 21,2% των επιχειρήσεων τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα.
Ξεκάθαρη θετική συσχέτιση με το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων εμφανίζει το μέγεθος της επιχείρησης και όπως είναι αναμενόμενο οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθεσίμων από τις μεγαλύτερες. Συγκεκριμένα, το 40,4% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 50.000 € δήλωσαν ότι δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ενώ το ποσοστό αυτό πέφτει όσο ανεβαίνουμε κλίμακα μεγέθους και φτάνει μόλις το 9,8% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 €. Το ακριβώς αντίστροφο παρατηρούμε όσον αφορά στις επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη επάρκεια ταμειακών διαθεσίμων. Συγκεκριμένα μόνο το 7,7% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 50.000€ δήλωσαν ότι είχαν ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν για περισσότερο από 6 μήνες ενώ το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 20,3% για τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 €. Τέλος, πολύ σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα ανέρχεται στο 53,7% (35,8% δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα και το 17,9% έχει ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα).
Επενδύσεις
Σύμφωνα με την έρευνα περίπου 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (32,1%) πραγματοποίησε κάποια μορφής επένδυση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο παραμένει χαμηλός ο ρυθμός του ψηφιακού μετασχηματισμού καθώς, μόλις, το 19,1% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 16,1% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 8,2% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 7% για κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού. Υπάρχει όπως αναφέρεται, μία σαφής θετική σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις και του μεγέθους τους σε όρους αριθμού εργαζομένων και κύκλου εργασιών.Ø 8 στις 10 επιχειρήσεις (79,5%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις τις χρηματοδότησαν με ίδιους πόρους. Το 9,3% τις χρηματοδότησε μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης ενώ μόλις το 3,9% μέσω τραπεζικού δανεισμού. Ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ως επιλογή χρηματοδότησης επενδύσεων για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Φαίνεται λοιπόν πως η πρόσβαση στη χρηματοδότηση παραμένει ένα μείζον πρόβλημα για τις ΜμΕ. Όπως έχει επισημανθεί, μάλιστα, και στην Έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ 2022, ενώ παρατηρείται μία αύξηση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες, η καθαρή χρηματοδότηση (πιστωτική επέκταση) προς τις μικρές επιχειρήσεις παραμένει σε αρνητικά επίπεδα. Επιπροσθέτως όσες μικρές επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση αντιμετωπίζουν έως και 2,5% υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τις μεγαλύτερες.
Δείκτες αβεβαιότητας και βιωσιμότητας
Τέλος όπως αναφέρει η έρευνα:
Ø Μετά τη σημαντική υποχώρηση κατά 10 περίπου μονάδες που παρουσίασε ο δείκτης αβεβαιότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων τον Φεβρουάριο του 2023 καταγράφεται μικρή αύξηση τον Ιούλιο.
Ø Συγκεκριμένα, το 30,9% εκφράζει φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς του στο μέλλον.
Ø Ανάλογη είναι η εικόνα και ως προς τον δείκτη βιωσιμότητας, καθώς το 4,7% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητας του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι 3,6% που ήταν τον Φεβρουάριο του 2023 .
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr