Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα, δηλαδή, που προκύπτει από την έρευνα, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή και αδυναμία πληρωμής των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος και της θέρμανσης, εν μέσω των διαδοχικών ανατιμήσεων. Παράλληλα, όπως ανέφεραν οι κ.κ. Πασχάλης Τεμεκενίδης της Palmos Analysis και ο αντιπρόεδρος του ΕΒΕΘ, Μανόλης Βλαχογιάννης, αυξήθηκε σημαντικά, σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, το ποσοστό όσων υποστηρίζουν ότι τα βγάζουν πέρα «τρώγοντας από τα έτοιμα» ή με δανεικά και μειώθηκαν αισθητά εκείνοι που αδυνατούν να αποταμιεύσουν.
Τα παραπάνω προκύπτουν από την τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας νομού Θεσσαλονίκης «Βαρόμετρο» του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου (ΕΒΕΘ), που διεξάγεται δις ετησίως, κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο των μηνών Μαρτίου και Σεπτεμβρίου, σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών), σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Palmos Analysis.
Αναλυτικότερα, δυσβάσταχτοι χαρακτηρίζονται οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος από το 25% των νοικοκυριών στον νομό, που αναφέρουν ότι δεν είναι σε θέση να τους πληρώσουν, ενώ πάνω από έξι στους δέκα (ποσοστό 65%) δηλώνουν πως τους θεωρούν υψηλούς και τους δυσκολεύει η αποπληρωμή τους. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε σχέση με τους λογαριασμούς θέρμανσης: ένας στους τέσσερις (25%) υποστηρίζει πως αδυνατεί να τους εξοφλήσει, ενώ το 61% τους θεωρεί υψηλούς και δυσκολεύεται να τους αποπληρώσει.
Μόνιμη η ακρίβεια
Στο μεταξύ, την πεποίθηση ότι η ακρίβεια ήρθε για να μείνει -είτε …εσαεί είτε τουλάχιστον και την επόμενη χρονιά- φαίνεται ότι μοιράζονται αρκετοί Θεσσαλονικείς, καθώς πάνω από τέσσερις στους δέκα (ποσοστό 41%) θεωρούν μόνιμες τις αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και ενέργεια, ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές θα επανέλθουν στα προ των αυξήσεων επίπεδα από το 2023 και μετά. Μόλις το 8% διαβλέπουν επαναφορά των τιμών σε επίπεδα προ των αυξήσεων κάποια στιγμή μέσα στο 2022.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν το κύμα ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια, οι Θεσσαλονικείς καταναλωτές έχουν περιορίσει δαπάνες ένδυσης – υπόδησης (το 66%), έξοδα για ψυχαγωγία και ταξίδια (63%), αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως π.χ. τα τρόφιμα (45%) και χρήση Ι.Χ. οχημάτων (38%), ενώ ανέβαλαν σημαντικές αγορές, όπως κατοικία ή αυτοκίνητο (29%) και μείωσαν αποθεματικά και καταθέσεις (22%). Το 10% αναγκάστηκε να καταφύγει σε δανεισμό.
Η ανησυχία για τον πόλεμο
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανησυχεί βαθιά τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, καθώς τρεις στους τέσσερις (77%) δηλώνουν ότι ανησυχούν «πολύ» (51%) ή «αρκετά» (26%). Παράλληλα, οκτώ στους δέκα πιστεύουν ότι η τρέχουσα γεωπολιτική κρίση στην Ουκρανία έχει επηρεάσει το επίπεδο των τιμών καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών «πολύ» (59%) ή «αρκετά» (22%).
Αντίστοιχα, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις (55%) δηλώνουν ότι ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας τις έχει επηρεάσει, αυξάνοντας το κόστος πρώτων υλών/προϊόντων και ενέργειας και το 42% δηλώνουν ότι έχει μειωθεί η ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Παράλληλα, το 22% διαπιστώνει ελλείψεις πρώτων υλών/προϊόντων στην αγορά και το 8% δηλώνει ότι έχουν επηρεαστεί οι εξαγωγές της επιχείρησης.
Αυξημένο ενεργειακό κόστος - Ελλείψεις σε πρώτες ύλες
Οι επιχειρήσεις, σε ποσοστό 82%, δηλώνουν ότι έχει αυξηθεί το συνολικό ενεργειακό κόστος λειτουργίας τους. Η μέση αύξηση που αναφέρεται είναι 75%, ενώ το 13% των επιχειρήσεων αναφέρουν ανατιμήσεις άνω του 100% και το 40% άνω του 50%. Τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις (ποσοστό 74%) θεωρούν πως το αποτελεσματικότερο μέτρο για την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ενέργειας και καυσίμων θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ενώ το 36% επιλέγει τον καθορισμό πλαφόν στις τελικές τιμές ενέργειας/καυσίμων και το 32% την υψηλότερη επιδότηση των επιχειρήσεων για την αγορά ενέργειας ή/και καυσίμων. Το 61% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της σε εθνικό επίπεδο το αυξημένο κόστος ενέργειας.
Ακόμη, πάνω από τέσσερις στις 10 επιχειρήσεις διαπιστώνουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, είτε σε μικρό βαθμό (24%) είτε σε μεγάλο βαθμό (19%).
Περαιτέρω, τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις (74%) αναφέρουν ότι είδαν αύξηση των τιμών πρώτων υλών και προϊόντων γενικά και μόλις το 13% δεν αναφέρουν κάποια αύξηση κόστους. Μεταξύ όσων έχουν διαπιστώσει αυξήσεις, το μέσο ποσοστό ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες διαμορφώνεται – κατά δήλωση τους – στο 52%, ενώ το 29% διαπιστώνουν αυξήσεις άνω του 50% και 5% άνω του 100%. Συνολικά, το 65% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι ενσωμάτωσαν ή ενσωματώνουν τις αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών και ενέργειας στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, είτε σε μικρό βαθμό (29%), είτε σε μεγάλο βαθμό (17%), είτε εξ ολοκλήρου (19%).
Κατά τα λοιπά, η πλειονότητα των επιχειρήσεων (68%) δηλώνει ότι η πανδημία έχει πλέον μικρή (35%) ή και καμία (33%) επίπτωση στη λειτουργία τους. Μάλιστα, το 33% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι έχουν ήδη επανέλθει σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας (προ της πανδημίας COVID-19), το 24% αναμένουν την επαναφορά σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας κάποια στιγμή μέχρι το τέλος του 2022, ενώ το 14% κάποια στιγμή μέσα στο 2023 και το 8% από το 2024 και μετά. Μόλις το 4% των επιχειρήσεων του Νομού Θεσσαλονίκης αναφέρει πλέον ότι η επιχείρηση δεν θα επανέλθει ποτέ ξανά στα προ της πανδημίας COVID-19 επίπεδα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr