Όπως αναφέρει, «οι προβλέψεις υπόκεινται σε κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορονοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και τυχόν επιδείνωση της πανδημίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποτονική τουριστική περίοδο και να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα».
Σε άλλο σημείο, επίσης, προστίθεται ότι «η κρίση που επέφερε στον τουρισμό η πανδημία δεν επιτρέπει προβλέψεις για ανάκαμψη της ταξιδιωτικής κίνησης και δαπάνης στο επίπεδο του 2019 σε διάστημα μικρότερο των δύο έως τριών ετών. Αυτός είναι ο χρόνος που αναμένεται να χρειαστεί το ταξίδι αναψυχής, ώστε να επιστρέψει στα αυξημένα επίπεδα ζήτησης τόσο για την Ελλάδα όσο και διεθνώς».
Όσον αφορά τις εισπράξεις από τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες, επισημαίνει ότι «υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία, καθώς η ανάκαμψη των δραστηριοτήτων του τουρισμού συναρτάται στενά με την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας και ειδικότερα με την πορεία του εμβολιασμού. Οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό εκτιμάται ότι θα αυξηθούν περίπου κατά 65% σε σχέση με το 2020, αλλά και πάλι θα παραμείνουν σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το 2019». Υπενθυμίζεται ότι οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατά το 2020 διαμορφώθηκαν στα 4.319 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 76,2% σε σύγκριση με το 2019 (18,17 δισ. ευρώ). Συνεπώς η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι τα έσοδα θα φτάσουν στα 7,12 δισ. ευρώ ή περίπου στο 39% του 2019.
Παράλληλα η ΤτΕ θέτει και το θέμα των πλεονασμάτων. «Εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών» αναφέρει η ΤτΕ που διατηρεί αμετάβλητη στο 4,2% την εκτίμηση για φέτος, αναθεωρώντας προς τα πάνω στο 5,3%, από 4,8%, αυτήν για το 2022. Η επίσημη πρόβλεψη του υπουργείου Οικονομικών παραμένει στο 3,6% για φέτος και στο 6,2% για το 2022, ενώ το «κλειδί» για οποιαδήποτε θετική εξέλιξη στο προφίλ της ανάπτυξης είναι ο τουρισμός.
«Η ελληνική οικονομία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πορεία της τουριστικής βιομηχανίας», αναφέρει η έκθεση ενώ άλλα «καύσιμα» που εκτιμάται ότι μπορούν να πυροδοτήσουν τη μηχανή της ανάπτυξης είναι οι επιχορηγήσεις και τα δάνεια των 30,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν καθυστερήσεις στην απορρόφησή τους.
Σε σχέση με το κόστος δανεισμού η ΤτΕ αναφέρει ότι η λήξη του έκτακτου -λόγω της πανδημίας- προγράμματος αγοράς τίτλων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, αν έως τότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
Επίσης σημειώνει ότι οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται από ένα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία αναμένεται να αυξηθούν μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης. Το υπόλοιπο των «κόκκινων» δανείων στο τέλος Μαρτίου του 2021 ανήλθε σε 47,3 δισ. ευρώ, το οποίο κατανέμεται κατά περίπου 58% σε επιχειρηματικά δάνεια, 28% σε στεγαστικά και το 14% σε καταναλωτικά δάνεια.
Παράλληλα αναφέρει ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει συγκριτικά χαμηλή, παρά τη βελτίωση σε ορισμένους τομείς (π.χ. μείωση του κόστους των επιχειρήσεων σε όρους φορολογίας και εργοδοτικών εισφορών και αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα).
Σύμφωνα, τέλος, με την ΤτΕ υψηλό επενδυτικό κενό της προηγούμενης δεκαετίας περιορίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας. Ωστόσο, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων παρέχει τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης. Επισημαίνεται ότι στο Μεσοπρόθεσμο 2022 - 2025 προβλέπεται απογείωση των επενδύσεων με ρυθμό 30,3% το 2022, ωστόσο είναι μια πρόβλεψη που θεωρείται από τους αναλυτές παρακινδυνευμένη.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr