Όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ στην ειδική έκθεσή του, η αρχική Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) έχει ως στόχο, να εφοδιάζει τους μαθητές και σπουδαστές με εκείνες τις γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση ενός ειδικευμένου, κατά κανόνα τεχνικού, επαγγέλματος. Στην πράξη, είναι ένας διττός στόχος καθώς επιδιώκει να διευκολύνει την ένταξη των αποφοίτων της στην αγορά εργασίας, καλύπτοντας, ταυτόχρονα, τις ανάγκες της οικονομίας και των επιχειρήσεων σε ανθρώπινο δυναμικό αντίστοιχων προσόντων.
Στην Ευρώπη, συνυπάρχουν διαφορετικά συστήματα, αλλά όλα σχεδόν διανύουν περίοδο έντονου μετασχηματισμού, καθώς καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, όπως η διεθνοποίηση της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, οι τεχνολογικές εξελίξεις με επίκεντρο τον ψηφιακό μετασχηματισμό, και τα νέα αναδυόμενα επαγγέλματα. Η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση αναγνωρίζεται ως κλειδί για την αναπτυξιακή στρατηγική της Ένωσης, που προωθεί την προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων «στις μεταλλαγές της βιομηχανίας και στις αλλαγές των συστημάτων παραγωγής» με στοχευμένα χρηματοδοτικά προγράμματα και πρωτοβουλίες. Με την πανδημία του Covid-19 να έχει αλλάξει περαιτέρω τα δεδομένα, ο ρόλος της επαγγελματικής εκπαίδευσης επαναπροσδιορίζεται εκ νέου. Ειδικά για τους νέους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε ανακοίνωσή της την 1η Ιουλίου 2020, γνωστοποίησε ένα πακέτο μέτρων, που συνθέτουν μία γέφυρα προς την απασχόληση (Youth Employment Support: A Bridge to Jobs for the Next Generation) για την επόμενη γενιά. Κεντρικό πυλώνα της νέας αυτής δέσμης μέτρων αποτελεί η Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, για την υποστήριξη του βιομηχανικού μετασχηματισμού και της μετάβασης στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία.
Στην Ελλάδα, η ΕΕΚ δεν έχει πετύχει ουσιαστικά, ούτε την ένταξη των αποφοίτων της στην αγορά εργασίας, ούτε την κάλυψη των αναγκών των επιχειρήσεων. Αναπόφευκτα θεωρείται δεύτερη, αν όχι ύστατη επιλογή μετά από χρόνια ποιοτικής και ποσοτικής υποβάθμισης, αλλά και κοινωνικής απαξίωσης.
Παρά το γεγονός ότι η ζήτηση για εργαζόμενους μεσαίου επιπέδου προσόντων ήταν ανέκαθεν υψηλή, ο δρόμος της ΕΕΚ για τους νέους δεν αναγνωρίζεται ως ελκυστική και πειστική εκπαιδευτική διαδρομή. Η παγιωμένη αντίληψη ότι η γενική, και κυρίως, η τριτοβάθμια εκπαίδευση διασφαλίζει καλύτερες προοπτικές απασχόλησης, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές γονέων και μαθητών. Σύμφωνα με στοιχεία των ετών 2015-2017, στην Ελλάδα, το 2017, μόνο το 28,8% των σπουδαστών της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (έναντι 29,9 %, το 2015) επιλέγει την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να είναι στο 47,8%. Επίσης, στην Ελλάδα η απασχόληση των αποφοίτων της αρχικής ΕΕΚ είναι σχεδόν κατά μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη από την αντίστοιχη των αποφοίτων της γενικής εκπαίδευσης, όταν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι απόφοιτοι της αρχικής ΕΕΚ απολαμβάνουν υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης. Αυτό αναδεικνύει και τη δυσκολία κάλυψης κενών θέσεων εργασίας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.
Λόγοι της υστέρησης της ΕΕΚ στην Ελλάδα
1. Η απουσία των επιχειρήσεων από το σχεδιασμό και την οργάνωση της ΕΕΚ, κυρίως στο επίπεδο επιλογής των ειδικοτήτων και καθορισμού του περιεχομένου των προγραμμάτων σπουδών, και η εν γένει περιορισμένη αλληλεπίδραση και συνεργασία των υπευθύνων χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής με την επιχειρηματική κοινότητα περιορίζουν τη διασύνδεση της παρεχόμενης εκπαίδευσης με τις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τελικά απομακρύνουν την ΕΕΚ από την κεντρική θεσμική αποστολή της.
2. Οι συνεχείς νομοθετικές αλλαγές, αντί μίας εθνικής στρατηγικής μεταρρύθμισης, ολοκληρωμένης και μακροπρόθεσμης, δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση για τις δυνατότητες που, θεωρητικά, θα μπορούσε να παρέχει.
3. Κατακερματισμός των επιμέρους συστημάτων (Επαγγελματικά Λύκεια –ΕΠΑΛ, Επαγγελματικές Σχολές –ΕΠΑΣ, Κέντρα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης –ΚΕΕ, Μεταλυκειακό έτος-Τάξη Μαθητείας, ΙΕΚ), απουσία αξιόπιστων εκπαιδευτικών διαδρομών για την απόκτηση αναγνωρισμένων επαγγελματικών προσόντων μεσαίου επιπέδου και η ατελής μεταξύ τους επικοινωνία, οδηγούν σε διαρκή απαξίωση των σπουδών αλλά και σε δυσλειτουργίες της αγοράς εργασίας, αφού κενές θέσεις απασχόλησης αντίστοιχου επιπέδου ζητούμενων γνώσεων και δεξιοτήτων καλύπτονται συχνά από αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση της ΕΕ-28, όσον αφορά στο ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων της αρχικής ΕΕΚ, ηλικίας 20-34 ετών και μεσαίου επιπέδου εκπαίδευσης (ISCED 3-4), με σημαντική απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (63,1% έναντι 80,5%, το 2018).
4. Η μαθητεία, αν και προσφέρεται πλέον μέσω τριών εκπαιδευτικών διαδρομών ΕΕΚ (ΕΠΑΣ ΟΑΕΔ, ΙΕΚ, Μεταλυκειακό έτος – Τάξη Μαθητείας ΕΠΑΛ), παραμένει περιθωριακή, ενώ η πρακτική άσκηση, παρά την χρησιμότητά της, έχει επίσης εξαιρετικά περιορισμένη εφαρμογή.
5. Απουσία ολοκληρωμένου Εθνικού Πλαισίου για τη Διασφάλιση Ποιότητας της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, με συγκεκριμένα κριτήρια και δείκτες για το σύνολο των χαρακτηριστικών της (εισροές, διαδικασίες, εκροές), η οποία περιορίζει την αποτελεσματικότητα της όποιας, αποσπασματικής, προσπάθειας για την ενίσχυση της ελκυστικότητάς της.
6. Ατελείς μηχανισμοί σύζευξης ζήτησης και προσφοράς, που δε διασφαλίζουν επάρκεια ποιοτικών θέσεων μαθητείας και πρακτικής άσκησης, ενώ δημιουργούν δικαιολογημένες επιφυλάξεις και ως προς το τελικό αποτέλεσμα για τους αποφοίτους.
7. Η συγκεντρωτική δομή και οργάνωση της αρχικής ΕΕΚ και ο κεντρικός σχεδιασμός της συνοδεύονται από εξαιρετικά δύσκαμπτο και γραφειοκρατικό τρόπο λειτουργίας, που δυσχεραίνει την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων συντελεστών (κράτος, πάροχοι ΕΕΚ, επιχειρήσεις) και ταυτόχρονα απαιτεί μεγάλη προσπάθεια συντονισμού για τη λήψη αποφάσεων, πόσο μάλλον για την υλοποίησή τους.
Για τον ΣΕΒ, ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας, με ενίσχυση του ρόλου της βιομηχανίας και μετάβαση στην ψηφιακή και στην πράσινη οικονομία, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σύγχρονες γνώσεις και δεξιότητες και προτείνει τη ριζική μεταρρύθμιση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, βασισμένης σε τέσσερεις κεντρικούς άξονες:
1. Βελτίωση του συστήματος διακυβέρνησης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης και υιοθέτηση αποτελεσματικής διοίκησης, για ενίσχυση της ευελιξίας και της εξωστρέφειας της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
2. Ενίσχυση της μάθησης με βάση την εργασία (μαθητεία και πρακτική άσκηση) εντός του συστήματος τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης.
3. Ανάπτυξη και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου Πλαισίου Ποιότητας για την ΕΕΚ και αξιολόγηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, με στόχο τη συστηματική ανατροφοδότηση του συστήματος και τη συνεχή αναβάθμισή του.
4. Σχεδιασμός ειδικών προγραμμάτων σπουδών κλαδικού/τομεακού χαρακτήρα, με στόχο τη βελτίωση της σύνδεσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr