«Η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου, ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια», τονίζει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Γραφείου, Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Ουσιαστικά φωτογραφίζεται η ανάγκη μιας νέας αναδιάρθρωσης σε συνεργασία με του εταίρους, τη στιγμή μάλιστα που το ίδιο ζήτημα αναδεικνύεται σε όλη την ΕΕ και ειδικά στο Νότο.
«Οι οικονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του κορονοϊού δεν θα οδηγήσουν σε μόνιμη υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Δηλαδή, θα πρέπει να αποφευχθεί μια παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας, μια συνεχιζόμενη κάμψη των επενδύσεων και μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων», προσθέτει ο επικεφαλής του Γραφείου.
Στο φόντο αυτό καθίσταται περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρη μελέτη κορυφαίων οικονομολόγων τον Μάρτη του 2018 που δημοσιεύθηκε από το Κέντρο Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής (CEPR) κι εν συνεχεία σε μια πιο σύντομη εκδοχή το κορυφαίο Think Tank της Ουάσιγκτον, τo Peterson Institute of International Economics. Η μελέτη στη βάση και παρατηρήσεων και σχολίων που έγιναν σε συνάντηση στην Αθήνα του European Public Law Organization, υπό την Αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας το 2016, του κ. Προκόπη Παυλόπουλου, με τη συμμετοχή του κορυφαίου οικονομολόγου μακροοικονομικών και πρώην επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Olivier Blanchard και άλλων προβεβλημένων επιστημόνων, θέτει το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους σε χρόνο μάλιστα προ πανδημίας. Τη μελέτη υπογράφουν οι Barry Eichengreen (University of California at Berkeley), Αιμίλιος Αυγουλέας (University of Edinburgh), Miguel Poiares Maduro (European University Institute), Ugo Panizza (The Graduate Institute, Geneva), Richard Portes (London Business School), Beatrice Weder di Mauro (INSEAD, Singapore), Charles Wyplosz (The Graduate Institute, Geneva) και ο Jeromin Zettelmeyer (Peterson Institute). Εκεί διατυπώνονται τρεις διαφορετικές επιλογές για την μείωση του αποθέματος του χρέους.
Η πρόταση
Όπως γράφουν, ήδη, πριν την πανδημία, υπάρχει πλεόνασμα και η ανάπτυξη ωστόσο απαιτείται ελάφρυνση χρέους. «Οι πιστωτές θα πρέπει να εξετάσουν αρκετές επιλογές για να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα, περιλαμβανομένων της διάθεσης επιπλέον επίσημης χρηματοδότησης στο προβλέψιμο μέλλον, για να αποτρέψουν νέο δανεισμό από ακριβές πηγές του ιδιωτικού τομέα και να εφαρμόσουν τα μέτρα που εξετάζονται από το Eurogroup σε επιπλέον δάνεια που ελήφθησαν από τον επίσημο τομέα. Ωστόσο είναι απίθανο αυτά τα μέτρα να κάνουν το χρέος βιώσιμο, αν δεν συνδυαστούν με μείωση του κεφαλαίου (face value)» αναφέρεται στην μελέτη ήδη πριν ένα χρόνο.
«Η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους απαιτεί παραδοχές που αφορούν τέσσερις μεταβλητές: πρωτογενές πλεόνασμα, ρυθμός ανάπτυξης, επιτόκια και πληθωρισμός. Στην περίπτωση της Ελλάδας πρέπει να ληφθεί υπόψη και η εισροή εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις» αναφερόταν κάτι που βέβαια πλέον έχει μπει σε άλλη βάση.
Τι λέει το Γραφείο Προϋπολογισμού;
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, που δημοσιοποιήθηκε χτες, υπάρχουν εναλλακτικά σενάρια για την πορεία της οικονομίας. Με βάση το απαισιόδοξο σενάριο της χθεσινής έκθεσης για την πορεία της οικονομίας, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να ανέλθει στο 192,7% του ΑΕΠ φέτος, όταν η εκτίμηση πριν από την πανδημία προέβλεπε υποχώρηση στο 175% του ΑΕΠ. Η έκθεση επαναλαμβάνει τη δυσμενέστερη εκδοχή για ύφεση 9,4% το 2020, δημοσιονομικό έλλειμμα 4,6% και απογείωση της ανεργίας στο 31,2% (!).
Με βάση και το ήπιο σενάριο της έκθεσης του Γραφείου η ανεργία θα ανέλθει στο 26%, δέκα μονάδες υψηλότερα από την πρόβλεψη για 16% φέτος. Ωστόσο εκτιμάται με βάση την ήπια εκδοχή, ότι η βουτιά στο ΑΕΠ θα είναι μικρότερη (δεν θα ξεπεράσει το 4,4%), ενώ ο προϋπολογισμός θα παρουσιάσει έλλειμμα 2,4% του ΑΕΠ. Στην τελική, όποια και αν είναι η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, ο κ. Κουτεντάκης επισημαίνει την ανάγκη λήψης ενός νέου πακέτου μέτρων στη βάση των αντοχών της οικονομίας για εργαζόμενους, επιχειρήσεις και επαγγελματίες.
Τα ληξιπρόθεσμα χρέη
Η έκθεση επίσης εστιάζει στο θέμα των πληρωμών προς το δημόσιο, που βαίνουν επί τα χείρω. Έτσι, αναφέρει ότι οι εισπράξεις από φόρους μειώθηκαν κατά 145,8 εκατ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, γεγονός το οποίο οφείλεται στα μέτρα διευκόλυνσης που εφαρμόστηκαν (παράταση στις προθεσμίες εξόφλησης φόρων και οφειλών). Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Μάρτιο του 2020 οι εισπράξεις έναντι παλαιού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου παρουσιάζονται μειωμένες κατά 88,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο που έχει ενταχθεί σε ρύθμιση διαμορφώθηκε κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020 στο 6% (το οποίο αντιστοιχεί σε 6,3 δισ. ευρώ), δηλαδή στο ίδιο περίπου επίπεδο σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους (προσέγγιζε το 3,3% την 1/4/2019), γεγονός που οφείλεται στη ρύθμιση των 120 δόσεων.
Αναφορικά με τον αριθμό των οφειλετών, στο τέλος του πρώτου τριμήνου του καταγράφεται αύξηση κατά 16.823 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, με αποτέλεσμα οι οφειλέτες να φθάνουν πλέον τους 3.956.921. Ωστόσο, η αύξηση του αριθμού των οφειλετών παρατηρείται κυρίως στην κατηγορία με χρέη μικρότερα από 50 ευρώ.
Συνολικά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές συγκριτικά με το πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους παρουσιάζουν αύξηση 1,5 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, από 104,3 δισ. ευρώ που ήταν στο πρώτο τρίμηνο του περυσινού έτους έχουν διαμορφωθεί στα 105,8 δισ. ευρώ.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr