«Αν και η διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων το 2020 και 2021 έχει εν πολλοίς έκτακτο χαρακτήρα, αυξάνει εν τούτοις τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου, που καλύπτονται, είτε από νέο δανεισμό, είτε και από ρευστοποίηση κρατικών αποθεματικών (€37 δισ. περίπου εκ των οποίων τα €21 δισ. περίπου είναι διαθέσιμα στην ελληνική κυβέρνηση). Υπενθυμίζεται ότι ο ορισμός της βιωσιμότητας του χρέους επιτάσσει οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ως ποσοστό του ΑΕΠ να παραμένουν κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% μακροπρόθεσμα» προσθέτει ο ΣΕΒ.
Στο δημοσιονομικό τομέα, εκτιμάται ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα εκτιναχθεί σε -4,7 π.μ. του ΑΕΠ το 2020, έναντι πλεονάσματος 1 π.μ. του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό και έναντι 1,5 π.μ. του ΑΕΠ πλεονάσματος το 2019, επανερχόμενο σε έλλειμμα –0,2 π.μ. του ΑΕΠ το 2021. Λόγω των μέτρων στήριξης των εισοδημάτων και της απασχόλησης, οι πρωτογενείς δαπάνες (δαπάνες χωρίς πληρωμές τόκων) εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε -48,6% του ΑΕΠ το 2020 από -43,4% του ΑΕΠ το 2019, δηλαδή μια αύξηση κατά +5,2 π.μ. του ΑΕΠ, η οποία, όμως δεν θα καταστεί δυνατό να αντισταθμιστεί εξ ολοκλήρου του 2021. Έτσι, οι πρωτογενείς δαπάνες το 2021 θα διαμορφωθούν σε -44,8% του ΑΕΠ το 2021, όντας υψηλότερες εκείνων του 2019. Ταυτόχρονα, τα έσοδα αναμένονται να διαμορφωθούν σε 47,3% του ΑΕΠ το 2021 από 47,8% του ΑΕΠ το 2019, μειούμενα κατά -1,1 π.μ. του ΑΕΠ το 2020.
Ως αποτέλεσμα, το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού ύψους 4,4 π.μ. του ΑΕΠ (σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας) το 2019 (που αντιστοιχεί σε 3,5 π.μ. του ΑΕΠ με βάση τον ορισμό του δημοσιονομικού ισοζυγίου στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας), θα μετατραπεί σε πρωτογενές έλλειμμα ύψους -1,9 π.μ. του ΑΕΠ το 2020, πριν ανακάμψει σε πλεόνασμα ύψους +2,5 π.μ. του ΑΕΠ το 2021. Σημειώνεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα στον Προϋπολογισμό του 2020 θα μειωνόταν από +4,1 π.μ. το 2019 σε +3,8 π.μ. του ΑΕΠ το 2020.
Η πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομικών ξεκινά από μια αρχική εκτίμηση ύφεσης -10% το 2020 χωρίς τα μέτρα και μετά τη λήψη των μέτρων καταλήγει στο βασικό σενάριο με ύφεση -4,7%. Η συνολική αξία των μέτρων ανέρχεται σε €17,35 δισ. ή 10% του ΑΕΠ και το ταμειακό κόστος (για τον προϋπολογισμό) σε €11,5 δισ. ή 6,5% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση εάν ληφθεί υπόψη ότι οι επιστροφές φορολογικών και ασφαλιστικών αναστολών θα πραγματοποιηθούν από τον Αύγουστο και έπειτα. Για τους μήνες έως τον Ιούνιο το κόστος των μέτρων ανέρχεται σε €12,35 δισ., ενώ το επόμενο διάστημα θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα όπως η επιδότηση βραχυχρόνιας εργασίας μέσω του Προγράμματος SURE, η χορήγηση δανείων μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, το νέο πλαίσιο επιδότησης δανείων πρώτης κατοικίας, πολιτικές που θα εφαρμοστούν σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας (τουρισμό, μεταφορές κ.λπ.) και παρεμβάσεις ρευστότητας του Δημοσίου.
Με την υλοποίηση των πρόσθετων αυτών παρεμβάσεων, η συνολική αξία των μέτρων ξεπερνά τα €24 δισ. Από την πλευρά της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η δημοσιονομική επίπτωση των μέτρων θα ανέλθει σε 6,9% του ΑΕΠ (όσο περίπου εκτιμάται και στο Πρόγραμμα Σταθερότητας), ενώ τα μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων εκτιμώνται σε 1,9% του ΑΕΠ, κάνοντας παράλληλα αναφορά σε πιθανά δάνεια ύψους 5% του ΑΕΠ μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Απαιτούμενη ευελιξία της οικονομικής πολιτικής
Συμπερασματικά, εάν τα πράγματα εξελιχθούν όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (υπερδιπλάσια μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης), τότε πρέπει η κυβέρνηση να λάβει μέτρα συμβατά με μια πολύ μεγαλύτερη της προβλεπόμενης ύφεσης. Και στο βαθμό που η δημοσιονομική πολιτική αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της αντιστάθμισης μιας τόσο βαθιάς ύφεσης, η οικονομική πολιτική πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στην επιδίωξή της να προστατεύσει την απασχόληση, με όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες εισοδήματος.
Στη μετά τον κορονοϊό εποχή, η Ελλάδα, έχοντας πλέον εφόδιο την πολύ θετική εικόνα που έχει δημιουργηθεί για τη χώρα στο μέτωπο της υγειονομικής κρίσης αλλά και την πρωτοφανή ευελιξία που έδειξε κατά την προσαρμογή στα νέα δεδομένα, μπορεί να κάνει μια σοβαρή προσπάθεια αναδιάρθρωσης του παραγωγικού της προτύπου, στην κατεύθυνση της πολυδιάστατης και βιώσιμης ανάπτυξης, προσελκύοντας τις αντίστοιχες επενδύσεις. Αυτή η προσπάθεια απαιτεί μεταξύ άλλων, μειώσεις του μη μισθολογικού και του ενεργειακού κόστους, όμως πάνω απ’ όλα απαιτεί συστηματικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποκτήσουμε μια εκσυγχρονισμένη και ευέλικτη δημόσια διοίκηση, αλλά και δημόσιες επενδύσεις που θα ενισχύσουν τις υποδομές και τις δεξιότητες που χρειαζόμαστε στην ψηφιακή εποχή.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr