Σύμφωνα με το εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank, οι τιμές του πετρελαίου μεταξύ Αυγούστου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 σημείωσαν υποχώρηση κατά 7%. Ο OPEC+ (Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών), προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω πτώση των τιμών, αποφάσισε στις αρχές Μαρτίου την περικοπή της ημερήσιας παραγωγής κατά 1,5 εκατ. βαρέλια μέχρι το τέλος του 2020. Η άρνηση, ωστόσο, της Ρωσίας να συνταχθεί με την απόφαση αυτή οδήγησε στη ραγδαία πτώση των τιμών. Ενδεικτικό της έντασης της πτώσης είναι ότι ο μέσος όρος της τιμής του πετρελαίου τύπου Brent διολίσθησε, από 55,5 δολάρια/βαρέλι τον Φεβρουάριο, σε 33,7 δολάρια/βαρέλι τον Μάρτιο (-39,2%).
Η επανέναρξη των συνομιλιών ώθησε υψηλότερα τις τιμές του πετρελαίου, ενώ στις 12 Απριλίου επετεύχθη συμφωνία για μείωση της ημερήσιας παραγωγής κατά 9,7 εκατ. βαρέλια, η οποία θα ισχύσει για το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου και ως εκ τούτου δεν δίνει οριστική λύση στις διαφορές των άμεσα εμπλεκόμενων κρατών, της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Αντίθετα, παρά την επίτευξη της συμφωνίας, οι τιμές του πετρελαίου εξακολουθούν να παρουσιάζουν πτωτική τάση, λόγω κυρίως των σημαντικών αδιάθετων ποσοτήτων πετρελαίου και της χαμηλής ζήτησης, προσεγγίζοντας στις 22 Απριλίου τα 16 δολάρια/βαρέλι, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο του 1999.
Μολονότι ο προσδιορισμός των τιμών του πετρελαίου γίνεται στις διεθνείς αγορές, οι επιπτώσεις των μεταβολών των τιμών του πετρελαίου δεν είναι όμοιες για όλες τις χώρες, λόγω του διαφορετικού ποσοστού εξάρτησης που έχει η καθεμία, από τις εισαγωγές πετρελαίου για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών. Στην Ελλάδα, το ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης, που ορίζεται ως το ποσοστό των καθαρών εισαγωγών πετρελαίου στην ακαθάριστη εγχώρια διαθέσιμη ενέργεια, διαμορφώθηκε το 2018 σε 70,7% σημαντικά υψηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου (58,2%) (Γράφημα 1). Επομένως, η Ελλάδα, ως καθαρός εισαγωγέας πετρελαίου και χώρα με υψηλό ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης, ευνοείται από την πτώση των τιμών του, καθώς περιορίζεται το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Επιπλέον, το χαμηλότερο κόστος παραγωγής μετακυλίεται στις τιμές των τελικών προϊόντων, ασκώντας αποπληθωριστικές πιέσεις.
Όπως επισημαίνει στο δελτίο της η Alpha Bank, στην Ελλάδα, οι αναμενόμενες τάσεις αποπληθωρισμού, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, αντανακλούν το συνδυαστικό αποτέλεσμα των χαμηλότερων τιμών ενέργειας που εκτιμάται ότι θα καταγραφούν τους επόμενους μήνες (δεδομένου του σχετικά υψηλού συντελεστή στάθμισης της ενέργειας στη διαμόρφωση του γενικού δείκτη τιμών) και της επιδείνωσης των προοπτικών της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας ως συνέπεια της πανδημικής κρίσης. Ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) σημείωσε υποτονική άνοδο το 2019, της τάξης του 0,5% από 0,8% το 2018. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν η πτώση των τιμών του πετρελαίου, κυρίως στο δεύτερο εξάμηνο του έτους και οι μειώσεις στην έμμεση φορολογία, στην εστίαση και στα επεξεργασμένα είδη διατροφής (ΦΠΑ: 13% από 24%), αλλά και στην ενέργεια, με το συντελεστή φορολογίας στον ηλεκτρισμό και στο φυσικό αέριο να διαμορφώνεται στο 6% από 13%.
Στο πρώτο δίμηνο του έτους ο ΕνΔΤΚ παρουσίασε αύξηση κατά 0,7%, η οποία οφείλεται κυρίως στην ενδυνάμωση της εγχώριας ζήτησης, ενώ η αυξητική μέση επίδραση των τιμών των ενεργειακών αγαθών ήταν θετική και η επίδραση της φορολογίας σε αυτές ήταν αρνητική και συνδέεται με τη μείωση των συντελεστών έμμεσων φόρων τον Μάιο 2019. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Μάρτιο ο ΕνΔΤΚ σημείωσε οριακή, ετήσια αύξηση 0,2%, έναντι αντίστοιχης αύξησης 1,0% τον Μάρτιο 2019. Η υποχώρηση του εγχώριου πληθωρισμού, που ξεκίνησε από τις αρχές του έτους, αναμένεται να συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, καθώς τα μέτρα αναστολής της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων και του περιορισμού των μετακινήσεων αναμένεται να έχουν ισχυρή αρνητική επίπτωση στην ιδιωτική κατανάλωση, σε σύγκριση με πέρυσι, επενεργώντας πτωτικά στις τιμές.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (World Economic Outlook, April 2020), ο πληθωρισμός στην Ελλάδα προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο -0,5% το 2020 και στο 1,0% το 2021. Αντίστοιχα, στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός προβλέπεται να διατηρηθεί οριακά σε θετικό έδαφος το 2020 (0,2%) και να φθάσει το 1,0% το 2021. Όπως παρατηρείται στο γράφημα, οι εν λόγω προβλέψεις είναι σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είχαν δημοσιευθεί τον Φεβρουάριο (Winter 2020 Economic Forecast). Συγκεκριμένα, για το 2020, προβλεπόταν ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα διαμορφωνόταν σε 0,7% και στην Ευρωζώνη σε 1,3%.
Επιπλέον, η διαφαινόμενη αποδυνάμωση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου αναμένεται να έχει ελαφρά αυξητική επίδραση στο ενεργειακό κόστος του πετρελαίου, το οποίο εκφράζεται σε δολάρια. Αν και η ραγδαία εξάπλωση του Covid-19 στις ΗΠΑ ανέσχεσε τις ανατιμητικές τάσεις στο αμερικανικό νόμισμα, η ιδιαίτερα ισχυρή δέσμη μέτρων στήριξης της οικονομίας από την αμερικανική κυβέρνηση ύψους 2 τρισ. δολαρίων, σε συνδυασμό με την επεκτατική νομισματική πολιτική που ακολουθεί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, οδήγησαν σε αποκατάσταση -τουλάχιστον προσωρινά- της εμπιστοσύνης, ενώ παράλληλα καθίσταται ολοένα και πιο εμφανής η διάσταση απόψεων κατά τη λήψη αποφάσεων στρατηγικού χαρακτήρα στην Ευρωζώνη.
Ως συνέπεια, η Alpha Bank επισημαίνει πως η πτώση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου αποτελεί εκ νέου το κυρίαρχο σενάριο.
Επισυνάπτεται στα συνημμένα αρχεία ολόκληρο το εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank
- ALPHA_BANK_WEEKLY.pdf (137 Λήψεις)
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr