Αναλυτικά στην ανάλυσή της η Alpha Bank σημειώνει πως "σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε σε 16,6%, τον Οκτώβριο του 2019 (εποχικά διορθωμένα στοιχεία) και, κατά μέσο όρο, σε 17,4% το πρώτο δεκάμηνο του έτους, μειωμένο κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Παράλληλα, στο ίδιο χρονικό διάστημα, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 2,2%, σε σύγκριση με την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2018, ποσοστό που επιβεβαιώνει και την πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2019) για τη συνολική αύξηση της απασχόλησης το 2019 (+2,2%). Η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επόμενη διετία είναι ότι η αύξηση της απασχόλησης θα διατηρηθεί στο επίπεδο του 2,2% το 2020 και θα επιβραδυνθεί ελαφρώς το 2021 (+1,4%), ενώ στην περιοχή του 2% κινούνται και οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος (2020: +2,0%, 2021: +1,9%).
Προκειμένου να εξετάσουμε κατά πόσο η αγορά εργασίας θα παραμείνει σε φάση ανάκαμψης -την οποία ακολουθεί από το 2014- και ως εκ τούτου να έχουμε μία πρώτη ένδειξη για την επιβεβαίωση των ανωτέρω προβλέψεων, στο παρόν Δελτίο, επιχειρούμε να διερευνήσουμε τη σημασία των ακόλουθων δύο παραγόντων, οι οποίοι μετεβλήθησαν σημαντικά, το τελευταίο χρονικό διάστημα:
- Την καταναλωτική εμπιστοσύνη, η οποία αποτελεί εμμέσως πρόδρομο δείκτη των ευκαιριών και της ασφάλειας της απασχόλησης, καθώς αντανακλά τις προσδοκίες των νοικοκυριών για τις καταναλωτικές τους δυνατότητες, κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες. Η ραγδαία βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης το 2019, κατά 24,1 μονάδες σε σύγκριση με το 2018, αποτελεί θετικό μήνυμα για την πορεία της απασχόλησης, δεδομένου ότι ενσωματώνει τις εκτιμήσεις των νοικοκυριών για τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση, αλλά και για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Οι δύο τελευταίοι παράγοντες, με τη σειρά τους, είναι αλληλένδετοι με την πορεία της απασχόλησης.
- Τη μεταβολή του κατώτατου μισθού, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή τον Φεβρουάριο του 2019 και μπορούμε -με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Οκτωβρίου- να επιχειρήσουμε μία πρώτη αξιολόγηση του κατά πόσο ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας επηρεάστηκε αρνητικά, λόγω των επιπτώσεων στο μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων.
Στα Γραφήματα 1(α) και 1(β) απεικονίζονται οι αποκλίσεις των δεικτών καταναλωτικής εμπιστοσύνης, της Ελλάδας και της Ευρωζώνης, από τους μακροχρόνιους μέσους όρους της χρονικής περιόδου 2000-2019 και οι ετήσιες μεταβολές των επιμέρους ποσοστών ανεργίας (τριμηνιαία στοιχεία, χωρίς εποχική διόρθωση). Όπως παρατηρείται, όταν αυξάνεται ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, το ποσοστό ανεργίας βελτιώνεται. Να σημειωθεί ότι στη γραφική του αναπαράσταση το ποσοστό ανεργίας απεικονίζεται αντεστραμμένα (inverted), ώστε να αποτυπώνεται καλύτερα η παράλληλη κίνηση των δύο μεγεθών. Επιπλέον, ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ του δείκτη και της ετήσιας μεταβολής του ποσοστού ανεργίας είναι ιδιαίτερα υψηλός στην Ευρωζώνη, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ενώ, στην Ελλάδα, ο συντελεστής συσχέτισης είναι μεγαλύτερος, την περίοδο 2006-2011 και χαμηλότερος, από το 2012 και έπειτα. Συγκεκριμένα, στην Ευρωζώνη, για την περίοδο απεικόνισης, ο εν λόγω συντελεστής ισούται με 81%, ενώ, αντίστοιχα, στην Ελλάδα, την περίοδο 2006-2011, ανήλθε σε 91% και από το 2012 έως και το τρίτο τρίμηνο του 2019, διαμορφώθηκε αρκετά χαμηλότερα, στο 62%.
Τούτο σημαίνει ότι η εξέλιξη των συνθηκών στην αγορά εργασίας μπορεί να έχει σημαντική επίπτωση στην αντίληψη των ερωτηθέντων για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση, τόσο των ίδιων, όσο και της χώρας. Ειδικότερα, στη χώρα μας, η συσχέτιση αυτή ήταν περισσότερο ισχυρή, πριν από την έλευση της οικονομικής κρίσης, όπως φαίνεται στο Γράφημα 1(β) και λιγότερο κατά τη διάρκειά της. Φαίνεται δηλαδή, ότι οι μεταβολές στην ανεργία συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, στην αλλαγή της «ψυχολογίας των καταναλωτών» πριν την κρίση. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι καταναλωτές επηρεάστηκαν και από άλλους παράγοντες, ποσοτικούς και μη, όπως (α) η πιθανότητα του Grexit το 2015, (β) η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην κατανάλωση και το εισόδημα, το 2016-2017 και (γ) η υιοθέτηση ευέλικτων μορφών εργασίας, οι οποίες οδήγησαν σε αύξηση της μερικής απασχόλησης, άρα σε περιορισμένη βελτίωση του διαθεσίμου εισοδήματος και ως εκ τούτου σε οριακή μόνο βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης καθώς μειωνόταν ο αριθμός των ανέργων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την εξέλιξη της ανεργίας το επόμενο έτος βελτιώνονται, το ποσοστό των απασχολούμενων που εργάζεται με μερική απασχόληση και δηλώνει ότι υποαπασχολείται-δηλαδή επιθυμεί να εργασθεί περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως-ανήλθε σημαντικά, από το 3,2% το 2011, σε 5,1% το 2015 και 5,4% το 2017 (Γράφημα 2).
Υποθέτοντας ότι η φάση ανόδου του οικονομικού κύκλου, στην οποία βρίσκεται η χώρα μας, την τρέχουσα περίοδο, συνεπάγεται και την αποκατάσταση της ισχυρής θετικής σχέσης μεταξύ της πτώσης του ποσοστού ανεργίας και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, τότε η βελτίωση της τελευταίας μπορεί να εκληφθεί ως σημαντική ένδειξη για την επιτάχυνση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης, το επόμενο χρονικό διάστημα.
Για την ανάλυση των συνεπειών της μείωσης των κατώτατων αποδοχών, είναι χρήσιμο να γίνει μία διαχρονική ανάλυση για την παράλληλη πορεία των σχετικών μεγεθών. Στο Γράφημα 3, απεικονίζεται ο ετησιοποιημένος κατώτατος μισθός ως ποσοστό της παραγωγικότητας της εργασίας(*) και η ετήσια μεταβολή της απασχόλησης και του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Κατά την περίοδο 2008-2011, η δραματική μείωση του ΑΕΠ οδήγησε σε εκτεταμένη πτώση της απασχόλησης. Παράλληλα, ο λόγος του κατώτατου μισθού, προς το προϊόν που παράγει ο κάθε εργαζόμενος (παραγωγικότητα εργασίας) αυξήθηκε σημαντικά, από το 19,3% το 2008 στο 22,1% το 2011. Το τελευταίο ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο της αύξησης του κατώτατου μισθού (+8,4%), αλλά κυρίως της πτώσης της παραγωγικότητας της εργασίας, σωρευτικά, στο διάστημα αυτό. Η μείωση του κατώτατου μισθού, το 2012, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης, με σκοπό την ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, αλλά και της ενίσχυσης των ευέλικτων μορφών εργασίας, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οδήγησαν σταδιακά σε αύξηση της απασχόλησης. Οι διακυμάνσεις που σημείωσε ο κατώτατος μισθός (πορτοκαλί γραμμή, Γράφημα 3), την περίοδο 2012-2018, προήλθαν από τις μεταβολές του παρονομαστή, δηλαδή από την ασθενική παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ, το 2019, αυξήθηκε και ο αριθμητής. Συγκεκριμένα, από την 1η Φεβρουαρίου 2019 αυξήθηκε ο νόμιμος κατώτατος μισθός και το ημερομίσθιο, ενώ ταυτόχρονα, καταργήθηκαν οι αντίστοιχες υποκατώτατες αποδοχές για τους νέους εργαζομένους κάτω των 25 ετών. Στο διάστημα αυτό, δηλαδή μεταξύ 2012-2019, η απασχόληση σημείωσε σταθερά θετικούς ρυθμούς μεταβολής, ενώ ειδικά για το 2019, φαίνεται ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επέδρασε αρνητικά.
Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι μια νέα αντίστοιχη αύξηση, όπως αυτή του Φεβρουαρίου του 2019, δεν θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην απασχόληση, καθώς, μάλιστα, αναμένεται να συνδυαστεί με αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2020: +0,9%, 2021: +2,2%), ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που προβλέπεται να πραγματοποιηθούν.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr