Σύμφωνα με το δελτίο της τράπεζας, η ήπια ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας των τελευταίων ετών, η οποία ενεθάρρυνε αυτές τις προσδοκίες, στηρίχθηκε κυρίως στην ενίσχυση της ενεργού ζήτησης. Συγκεκριμένα, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας σημειώνει άνοδο την τελευταία τριετία, χάρη στη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών, ενώ αναμένεται ισχυροποίηση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ το τρέχον έτος.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επενδυτική δαπάνη αναμένεται να ενισχυθεί σημαντικά στο διάστημα 2020-2021 αποτελώντας το βασικό μοχλό επέκτασης της οικονομικής δραστηριότητας. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καθοριστικής σημασίας για τις μελλοντικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και τη συμμετρική ενίσχυση της πλευράς της προσφοράς.
Όπως παρατηρείται στο γράφημα, το πραγματικό ΑΕΠ συγκλίνει με το δυνητικό ΑΕΠ, το προϊόν δηλαδή που θα μπορούσε να παράξει η οικονομία, εάν αξιοποιούσε στο έπακρο τις παραγωγικές της δυνατότητες, με αποτέλεσμα η διαφορά τους, γνωστή ως παραγωγικό κενό, να ακολουθεί πτωτική πορεία από το 2013 έως και το 2019, ενώ αναμένεται σχεδόν να μηδενιστεί το 2021. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το παραγωγικό κενό της οικονομίας, θα φθάσει σταδιακά μέχρι το 2021, στα 800 εκατ. Ευρώ, ή στο -0,4% του δυνητικού ΑΕΠ.
Η μείωση του παραγωγικού κενού αποδίδεται όχι μόνο στην αύξηση του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (σε σταθερές τιμές 2015), λόγω της ανερχόμενης ενεργού ζήτησης, αλλά κυρίως, στην πτώση του δυνητικού ΑΕΠ, η οποία ανήλθε σωρευτικά το διάστημα 2010-2018 σε 14% (-7,1% την περίοδο 2013-2018) και η οποία μάλιστα δεν φαίνεται να ανατρέπεται την επόμενη διετία. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την αποδυνάμωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, λόγω της παρατεταμένης περιόδου αποεπένδυσης.
Δεδομένου ότι το δυνητικό ΑΕΠ αντανακλά, μεταξύ άλλων, το βαθμό στον οποίο μπορεί η ελληνική οικονομία να επιτύχει μακροχρόνια και βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση, θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε οικονομικές πολιτικές που συμβάλλουν στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και έχουν ως αποτέλεσμα την παράλληλη ανοδική πορεία του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος της χώρας. Η ταυτοποίηση των συγκεκριμένων παρεμβάσεων πολιτικής και η ένταξή τους στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής των επομένων ετών, συνιστά ένα σημαντικό εθνικό στόχο. Η πολιτική σταθερότητα, σε συνδυασμό με τη χρονική απόσταση από την έναρξη του επόμενου εκλογικού κύκλου, επιτρέπουν τον σχεδιασμό με μακρύ χρονικό ορίζοντα και την υλοποίηση μέτρων μακροχρόνιας απόδοσης.
Προϋπόθεση για την αναγνώριση και ταυτοποίηση των μεγάλων προκλήσεων, καθώς και των απαιτούμενων μέτρων πολιτικής της επόμενης δεκαετίας, είναι η κατανόηση των αιτίων της φθίνουσας πορείας του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας. Αυτή υποδηλώνει ουσιαστικά την αποδυνάμωση της ποσότητας και της ποιότητας των συντελεστών παραγωγής, δηλαδή του κεφαλαίου και της εργασίας, καθώς και της παραγωγικότητας.
Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά το φυσικό κεφάλαιο, αυτό έχει εξασθενήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια (-9,2%, σωρευτικά, την περίοδο 2010-2018), καθώς το επίπεδο της επενδυτικής δαπάνης βρίσκεται συστηματικά χαμηλότερα από το ύψος των αποσβέσεων. Το χαμηλό ύψος των επενδύσεων έχει επίσης επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα του φυσικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς καθυστερεί την ενσωμάτωση των μεγάλων καινοτομιών στο πεδίο της ψηφιακής τεχνολογίας και οικονομίας. Παράλληλα και το εργατικό δυναμικό της χώρας (μπλε γραμμή) έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία, γεγονός που οφείλεται τόσο στη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, όσο και στην εκροή καταρτισμένου ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό (brain drain).
Λόγω των ανωτέρω, η παραγωγικότητα της εργασίας δεν παρουσιάζει τάσεις ανόδου τα τελευταία έτη και αναμένεται να διαμορφωθεί σε αρνητικό έδαφος το 2019 (-0,4%), ενώ αναμένεται να ανακάμψει με αργό ρυθμό την επόμενη διετία σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (+0,1% το 2020 και +0,6% το 2021). Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η παραγωγικότητα του συνόλου των συντελεστών παραγωγής (total factor productivity) παρουσιάζει ήδη τάση ανάκαμψης - μετά την μεγάλη επιδείνωση κατά τα έτη της κρίσης - που αναμένεται να ισχυροποιηθεί τα επόμενα έτη (+1,3% τη διετία 2020-2021).
Ο βασικός προσανατολισμός των παρεμβάσεων της οικονομικής πολιτικής για την απάντηση στις ανωτέρω προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας, θα πρέπει να αφορά στην ενίσχυση των συντελεστών παραγωγής και της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Τούτο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την αύξηση των επενδυτικών δαπανών όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, δίνοντας δηλαδή έμφαση αφενός στους τομείς με το ισχυρότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και αφετέρου στην ενσωμάτωση καινοτομιών ψηφιακής τεχνολογίας.
Σημαντικές παρεμβάσεις σε αυτήν την κατεύθυνση είναι:
- Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω της επιτυχούς εφαρμογής του σχεδίου “Ηρακλής”, το οποίο εκτιμάται ότι θα αποκαταστήσει τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, καθώς θα διευρύνει τις δυνατότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων να συγκεντρώσουν χρηματοδοτικούς πόρους με την προσέλκυση καταθέσεων, την πρόσβαση στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά και την έκδοση χρεογράφων. Επιπλέον, μέσω της ενεργής συμμετοχής των ελληνικών τραπεζών σε προγράμματα συγχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ενισχυθούν οι δυνατότητές τους να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία.
-
- Η προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους, ώστε να βελτιωθούν και άλλοι τομείς όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως η ταχύτητα επίλυσης διενέξεων και απονομής δικαιοσύνης, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και ο έλεγχος της διαφθοράς. Η σημερινή κυβέρνηση ήδη εφαρμόζει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο εστιάζει στην ολοκλήρωση εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της φορολογίας. Ο εξορθολογισμός της φορολογικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο για την επίτευξη ενός ακόμη καταλύτη για την οικονομική μεγέθυνση, τη βελτίωση της αξιολόγησης του ελληνικού Δημοσίου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης στο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας (investment grade).
- Η προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, αλλά και η δυναμική στήριξη των εγχώριων, όπως είναι οι επενδύσεις μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου, μέσω συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι λοιπές στρατηγικές επενδύσεις. Επιπλέον, σημαντική ώθηση στις επενδύσεις αναμένεται να έχει και η αξιοποίηση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ (ANFAs και SMPs), με σκοπό την πλήρη εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Σύμφωνα με την 4η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, η επιστροφή των κερδών από ANFAs και SMPs αναμένεται να διαμορφωθεί στο ύψος περίπου των €1.280 εκατ., ετησίως, μέχρι το 2022.
- Η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022, σε συνεργασία με τους εταίρους, στο πλαίσιο της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την πρόσφατη Νομισματική Έκθεση της ΤτΕ (Δεκέμβριος 2019), οι χαμηλότεροι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτρέψουν την περαιτέρω μείωση της φορολογίας και την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση και διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα έχει θετικές επιδράσεις στο δυνητικό προϊόν και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
- Η αποκλιμάκωση της υψηλής ανεργίας, μέσω της διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της εφαρμογής στοχευμένων πολιτικών αύξησης του εργατικού δυναμικού. Προς αυτή την κατεύθυνση, δύο είναι οι κρίσιμοι καταλύτες: Η αντιστροφή του brain drain, με την αξιοποίηση των νέων προγραμμάτων και την παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για το εξειδικευμένο προσωπικό που θα επιλέξει τον επαναπατρισμό και η αποτελεσματικότερη διαχείριση των εισερχόμενων μεταναστευτικών ροών, ώστε το δυνητικό οικονομικό και κοινωνικό όφελος (αύξηση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος) από την ένταξή τους στη χώρα μας να υπερβαίνει το ενδεχόμενο κοινωνικό κόστος.
Αναφορικά με το φαινόμενο του brain drain, η επιστροφή του εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού είναι κρίσιμος παράγοντας, διότι θα συμβάλλει στην ενίσχυση του εργατικού δυναμικού όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και ποιοτικά. Επιπλέον, θα αντισταθμίσει την προβλεπόμενη πτωτική τάση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός της χώρας την 01.01.2019 μειώθηκε σε σύγκριση με ένα έτος πριν, κατά 0,15%, ενώ οι εξερχόμενοι μετανάστες για το 2018 υπολογίστηκαν σε 103 χιλ., όσοι περίπου και το 2017 (103,3 χιλ.). Οι προβλέψεις, άλλωστε, αναφορικά με την εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας τη δεκαετία που μόλις ξεκίνησε, είναι ότι αυτός θα συρρικνωθεί περαιτέρω, από 10,5 εκατ. το 2020, σε 9,9 εκατ. το 2030 (European Commission, The 2018 Aging Report). Παράλληλα και το εργατικό δυναμικό της χώρας αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 600 χιλ. εργαζόμενους ή 9,3%, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών, στην αγορά εργασίας, προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σε 71,4% το 2030, από 68,9% το 2020. Αυτό προκύπτει ως επακόλουθο της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία που θα μπορεί να εργαστεί (working age population) προβλέπεται ότι θα περιοριστεί το 2030, κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με το 2020.
Η άνοδος της παραγωγικότητας, που δύναται να στηριχθεί στις διαρθρωτικές αλλαγές που υλοποιήθηκαν στη χώρα στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, αλλά και στις επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν τα επόμενα χρόνια, θα στηρίξουν, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (European Economic Forecast, Autumn 2019, 2020: +12,5%, 2021: +8,1%). Επιπλέον, ο επαναπατρισμός των νέων επιστημόνων και η αξιοποίηση των προσόντων και της υψηλής εξειδίκευσης που απέκτησαν στο εξωτερικό, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, αναπτυξιακής δυναμικής και κατ’ επέκταση υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Εξελίξεις στο Ισοζύγιο Πληρωμών και στην Ταξιδιωτική Κίνηση
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τους πρώτους δέκα μήνες του 2019, το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών διαμορφώθηκε στα €697 εκατ., μειωμένο κατά €1,5 δισ., σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018. Η μείωση του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών, οφείλεται στη βελτίωση πρωτίστως του ισοζυγίου υπηρεσιών και δευτερευόντως των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων, οι οποίες εν μέρει αντισταθμίστηκαν από την επιδείνωση του ισοζυγίου αγαθών.
Αναλυτικότερα, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε κατά €547,5 εκατ. ή 2,9%, σε ετήσια βάση, αφενός λόγω της αύξησης κατά €330 εκατ. του ελλείμματος στο σχετικό ισοζύγιο εκτός πλοίων και καυσίμων, αφετέρου λόγω της διεύρυνσης του ελλείμματος του ισοζυγίου πλοίων κατά €226 εκατ. Οι εισαγωγές αγαθών, κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2019, αυξήθηκαν συνολικά κατά 1,4%, σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι και ανήλθαν στα €46,6 δισ. Παράλληλα, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν λιγότερο, κατά 0,4%, στα €27,0 δισ., ενώ την ίδια περίοδο του 2018 είχαν αυξηθεί σημαντικά περισσότερο (+17,4%).
Η αύξηση των εισαγωγών αγαθών προήλθε κυρίως από τα αγαθά εκτός καυσίμων και πλοίων (+3,7%), ενώ, αντίθετα, οι εισαγωγές καυσίμων μειώθηκαν κατά 5,8%. Οι εισαγωγές πλοίων αυξήθηκαν κατά 89,5%, στα €343,7 εκατ., κατέχοντας, όμως, μικρό μερίδιο στις συνολικές εισαγωγές αγαθών. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των συνολικών εξαγωγών αγαθών προήλθε από την αύξηση των εξαγωγών χωρίς καύσιμα (+€837,5 εκατ. ή +4,5%). Η άνοδος αυτή αντισταθμίστηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τη μείωση των εξαγωγών καυσίμων κατά €725,5 εκατ.
Το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 10,1%, σε ετήσια βάση, κατά το πρώτο δεκάμηνο του έτους, φθάνοντας στα €20,0 δισ., εξέλιξη η οποία οφείλεται, κυρίως, στον τουρισμό και την άνοδο των εισπράξεων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας) κατά 13,1% και μεταφορές κατά 5,0%. Σημειώνεται ότι οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες είχαν αυξηθεί ηπιότερα το αντίστοιχο διάστημα του 2018 (+9,0%).
Ανά χώρα προέλευσης, οι εισπράξεις από κατοίκους χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκαν κατά 12,5%, ετησίως, ενώ αξιοσημείωτη ήταν και η αύξηση των εισπράξεων από κατοίκους χωρών εκτός ΕΕ (+15,2%). Σημαντική ετήσια άνοδος σημειώθηκε στις εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο (+36,7%), την Γαλλία (+16,2%), αλλά και την Ρωσία (+27,5%) και τις ΗΠΑ (+10,3%), ενώ οι εισπράξεις από την Γερμανία μειώθηκαν κατά 4,2%.
Παράλληλα, τους πρώτους δέκα μήνες του 2019, αυξήθηκε κατά 3,7% και ο αριθμός των τουριστών που επισκέφθηκαν τη χώρα μας, οι οποίοι έφθασαν τα 29,7 εκατ. Το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ωστόσο, οι αφίξεις των τουριστών είχαν αυξηθεί περισσότερο (+10,8%), σε σχέση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2017. Η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ΕΕ αυξήθηκε κατά 2,8%, ενώ αύξηση κατά 10,6% κατέγραψαν οι τουριστικές αφίξεις από τις χώρες εκτός ΕΕ. Αξιοσημείωτη ετήσια άνοδος σημειώθηκε στις αφίξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο (+19,5%), οι οποίες το αντίστοιχο διάστημα του 2018 ήταν μειωμένες σε σύγκριση με το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2017. Επίσης, αύξηση κατά 9,1% κατέγραψαν οι αφίξεις από τις ΗΠΑ και κατά 11,6% οι αφίξεις από την Ρωσία, ενώ αντίθετα η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση από την Γερμανία, όπως και οι αντίστοιχες εισπράξεις, μειώθηκε κατά 8,2% σε σύγκριση με πέρυσι.
Ως προς το ισοζύγιο των πρωτογενών εισοδημάτων, αυτό παρουσίασε έλλειμμα ύψους €1,2 δισ., χαμηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι (€1,3 δισ.), ενώ και το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων κατέγραψε έλλειμμα ύψους €1,9 εκατ., έναντι ελλείμματος €158,9 εκατ., το πρώτο δεκάμηνο του 2018. Τέλος, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο κεφαλαίων σχεδόν διπλασιάστηκε (+96%), σε σύγκριση με το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2018.
Λιανικές Πωλήσεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο κατέγραψε αύξηση τον Οκτώβριο του 2019, κατά 7,1%, σε ετήσια βάση, έναντι πτώσης κατά 4,1%, τον ίδιο μήνα του 2018. Χωρίς τα καύσιμα, ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε κατά 6,9%. Από τους επιμέρους κλάδους που συνθέτουν το δείκτη, σχεδόν όλοι κατέγραψαν ανοδικές πωλήσεις (σε όρους όγκου), με τη μεγαλύτερη αύξηση να σημειώνεται στα φαρμακευτικά είδη-καλλυντικά (+15,3%), στα έπιπλα, ηλεκτρικά είδη και οικιακό εξοπλισμό (+11,9%), καθώς και στα βιβλία, χαρτικά και λοιπά είδη (+9,7%). Αντίθετα, τα τρόφιμα-ποτά-καπνός και τα πολυκαταστήματα σημείωσαν πτώση στις πωλήσεις τους, τον Οκτώβριο, κατά 0,7% και 0,1%, αντίστοιχα.
Κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2019, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο κατέγραψε αύξηση κατά 0,8%, σε ετήσια βάση, ενώ χωρίς τα καύσιμα αυξήθηκε ηπιότερα κατά 0,4%. Αντίστοιχα, το πρώτο δεκάμηνο του 2018, ο γενικός δείκτης είχε σημειώσει μεγαλύτερη αύξηση (+1,4%). Από τους επιμέρους κλάδους που συνθέτουν το γενικό δείκτη, τη σημαντικότερη άνοδο παρουσίασαν οι λιανικές πωλήσεις στα βιβλία, χαρτικά και λοιπά είδη (+10,5%), καθώς και στα έπιπλα, ηλεκτρικά είδη και οικιακός εξοπλισμός (+6,9%). Επιπλέον, σημαντικοί κλάδοι, όπως τα μεγάλα και τα μικρά καταστήματα τροφίμων, κατέγραψαν αύξηση στις πωλήσεις κατά 1,5% και 0,6%, αντίστοιχα, κατά το πρώτο δεκάμηνο του 2019. Αντίθετα, κατά το ίδιο διάστημα, η εντονότερη μείωση σημειώθηκε στις λιανικές πωλήσεις στον κλάδο των πολυκαταστημάτων (-12,4%).
Η εξέλιξη του δείκτη PΜΙ
Ο δείκτης υπευθύνων για τις προμήθειες στη μεταποίηση (Purchasing Managers Index PMI-IHS Markit) διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο, στις 53,9 μονάδες, από 54,1 μονάδες, τον Νοέμβριο. Η οριακή μείωση του δείκτη αποδίδεται στην εξασθένηση του ρυθμού αύξησης τόσο της παραγωγής όσο και των νέων παραγγελιών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από τον Ιούνιο του 2017, ήτοι για 31 διαδοχικούς μήνες, ο δείκτης βρίσκεται άνω των 50 μονάδων, εξέλιξη η οποία υποδηλώνει ότι η μεταποίηση στη χώρα βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, αντίθετα δηλαδή από τη συρρίκνωση του μεταποιητικού κλάδου στην Ευρωζώνη.
Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο, καταγράφηκε σταθερή αύξηση της παραγωγής, η οποία αποδίδεται στην άνοδο των νέων παραγγελιών, καθώς αυξήθηκε η ζήτηση από πελάτες κυρίως εξωτερικού αλλά και εσωτερικού.
Επιπλέον, η απασχόληση στον κλάδο της μεταποίησης αυξήθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων οκτώ μηνών, ενώ οι αδιεκπεραίωτες εργασίες μειώθηκαν. Ως εκ τούτου, οι υπεύθυνοι για τις προμήθειες του κλάδου της μεταποίησης παραμένουν ιδιαίτερα αισιόδοξοι ως προς τη μελλοντική ανάπτυξη της παραγωγής τους, παρά την αβεβαιότητα που πηγάζει από το επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον.
Τέλος, τα αποθέματα πρώτων υλών και έτοιμων προϊόντων υποχώρησαν προκειμένου να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση, ενώ οι τιμές των τελικών προϊόντων αυξήθηκαν οριακά, για δεύτερο διαδοχικό μήνα, καθώς οι εταιρείες μετακύλισαν μερικώς στους πελάτες τους το υψηλότερο κόστος εισροών.
Τραπεζικές Καταθέσεις Ιδιωτικού Τομέα
Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα παρουσίασαν ετήσια αύξηση κατά 6,5%, τον Νοέμβριο, έναντι ανόδου κατά το ίδιο ποσοστό τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκαν στα €139,6 δισ.. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, κυρίως, στην αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 6,5%, φθάνοντας στα €114,9 δισ., καθώς αποτελούν το 82% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, ενώ ανοδικά (+6,2%) κινήθηκαν και οι καταθέσεις των επιχειρήσεων, σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2018. Η μηνιαία καθαρή ροή των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, τον Νοέμβριο, ήταν αρνητική και ίση με €206 εκατ. και προήλθε από την μείωση των καταθέσεων των επιχειρήσεων κατά €257 εκατ., καθώς οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά €51 εκατ.
Το σύνολο των καταθέσεων της εγχώριας οικονομίας στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα και τις καταθέσεις της Γενικής Κυβέρνησης, διαμορφώθηκε, τον Νοέμβριο, στα €154 δισ., καθώς οι τελευταίες διαμορφώθηκαν στα €14,4 δισ., αυξημένες κατά €838 εκατ., σε σχέση με τον Οκτώβριο.
Τραπεζική Χρηματοδότηση του Ιδιωτικού Τομέα
Το υπόλοιπο των χορηγήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε στα €155,5 δισ., τον Νοέμβριο, παρουσιάζοντας αρνητικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής (-0,3%). Από το σύνολο των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, το 48% αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 34% στεγαστικά δάνεια, το 11% καταναλωτικά και λοιπά δάνεια και το 7% δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε τον Νοέμβριο στα €74,6 δισ. (+2,5%, σε ετήσια βάση), εκ των οποίων τα €68,1 δισ. αποτελούν πιστώσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (+2,5%, σε ετήσια βάση) και τα €6,6 δισ. πιστώσεις προς ασφαλιστικές επιχειρήσεις και λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (+2,8%, σε σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2018).
Ως προς την ανάλυση ανά κλάδο δραστηριότητας, αύξηση σημειώθηκε στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων στους κλάδους του Τουρισμού, της Ναυτιλίας, της Ενέργειας-Ύδρευσης, της Βιομηχανίας, των Αποθηκεύσεων και Μεταφορών πλην Ναυτιλίας, της Γεωργίας και της Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας. Αντίθετα, μείωση, σε ετήσια βάση, καταγράφηκε στις χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις στους κλάδους των Κατασκευών και του Εμπορίου.
Αναφορικά με τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε στα €70,2 δισ., σημειώνοντας ετήσια μείωση κατά 2,9%. Όσον αφορά τις επιμέρους κατηγορίες, τα στεγαστικά δάνεια, τα οποία αποτελούν το 75% του συνόλου των δανείων προς τα νοικοκυριά, μειώθηκαν κατά 3,3%, ετησίως, ενώ τα καταναλωτικά δάνεια υποχώρησαν κατά 1,6%.
Τέλος, οι πιστώσεις προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αγρότες και τις ατομικές επιχειρήσεις μειώθηκαν κατά 2,2%, τον Νοέμβριο, σε ετήσια βάση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr