Του Π.Ε. Πετράκη
Καθηγητή στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Reporter Μagazine Ιουλίου.
Γνωρίζαμε επίσης πολύ καλά ότι το «πέταγμα» της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με την έξοδο από το μνημόνιο δε θα συνέβαινε ποτέ. Οι λόγοι ήταν τρεις: πρώτον η έξοδος συνέβαινε με τρία χρόνια καθυστέρηση σε σύγκριση με το 2015 – 2016 οπότε το διεθνές κλίμα ήταν πολύ καλό. Αντιθέτως στην φάση της εξόδου, δηλαδή τον Αύγουστο του 2018, το κλίμα ήταν πολύ πιο περιοριστικό. Ο δεύτερος σχετίζεται με το γεγονός ότι παρόλη την προσπάθεια δεν έχουν ωριμάσει σημαντικές μεταβολές στην οικονομία αφού οι μεταρρυθμίσεις έχουν διακοπεί, το χρέος διατηρείται σε υψηλό επίπεδο και διαπιστώνεται απουσία αξιόλογου δημοσιονομικού χώρου. Έτσι το καταναλωτικό οικονομικό πρότυπο επαναλαμβάνεται με απουσία δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Τέλος, ο τρίτος σχετίζεται με τις χρόνιες παθογένειες της οικονομίας. Οι κυριότερες είναι η έλλειψη ενδογενούς δυναμικής αφού ο πληθυσμός συρρικνώνεται, οι εγχώριες και ξένες αποταμιεύσεις που εισέρχονται είναι περιορισμένες έως αρνητικές και οι καινοτομίες έχουν μικρή παρουσία στην δημιουργία προστιθέμενης αξίας.
Στο 2019 διαπιστώνεται μία αναζωογόνηση του ρυθμού μεγέθυνσης που θα προσεγγίσει το 2% ο οποίος αναμένεται να διατηρηθεί τα επόμενα δύο-τρία χρόνια. Έτσι πάντως θα κλείσουμε τις πληγές της κρίσης μετά από 7 – 9 χρόνια. Η κυβέρνηση και το IMF, μαζί με την Commission ήταν στις αρχές του έτους αρκετά πιο αισιόδοξοι για το 2019. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών εκτιμούσαμε από τον προηγούμενο χρόνο ότι θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το 2% από τα κάτω, χωρίς δηλαδή να είναι εύκολο. Σ’ αυτό συμφωνεί και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης θα μπορούσε να προσεγγίσει και να ξεπεράσει το 2% εάν η επενδυτική δραστηριοποίηση είχε αποκτήσει μία δυναμική που δεν φαίνεται να διαθέτει σήμερα.
Όμως αυτό δεν έγινε για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με το γεγονός ότι παρόλη την μεγάλη στροφή, το 2015 και το 2017, της κυβέρνησης προς την κατεύθυνση ενός φιλοευρωπαϊκού και σύγχρονου πολιτικού λόγου δεν αποκαταστάθηκε ένα φιλικό κλίμα με την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Έτσι ενώ οι δημόσιες επενδύσεις επιβραδύνονται διότι κυρίως ολοκληρώνονται μία σειρά από δημόσια έργα όπως ήταν οι αυτοκινητόδρομοι δεν αναπτύσσονται μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, όπως αναμενόταν, π.χ. το Ελληνικό. Επιπροσθέτως επειδή τα χρόνια προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας παραμένουν ενεργά δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος.
Ο δεύτερος σχετίζεται με την συνεχιζόμενη χρόνια καχεξία του τραπεζικού συστήματος. Η «καταδίκη» της Ελληνικής οικονομίας σε μία ανάπτυξη χωρίς υποστήριξη από το πιστωτικό σύστημα, credit less recovery, αναπαράγει τα συμπτώματα παρόμοιων ανακάμψεων με κύρια χαρακτηριστικά την ασθενή ανάκαμψη της απασχόλησης και την απουσία ιδιωτικής επενδυτικής επαναδραστηριοποίησης.
Σε όλο αυτό το σκηνικό ήρθε και επικάθησε μία αρνητική έκπληξη. Πρόκειται για την ένταση με την οποία το κυβερνών κόμμα εργαλειοποίησε την δημοσιονομική πολιτική για εκλογικούς λόγους. Αναμενόταν μία χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, έτσι και αλλιώς λόγω του ευρωπαϊκού πολιτικού κύκλου, αλλά η έκταση της παροχολογίας αιφνιδίασε. Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι το γεγονός ότι αυτές οι παροχές απειλούν το κριτήριο του 3,5% και οδηγούν στην επιβολή κάποιας ευρωπαϊκής μορφής «ποινής» που θα σχετίζεται με δύο θέματα. Τις επιστροφές των ομολογικών κερδών (SMP’s και ANFAs) και την κατάργηση του επιτοκιακού κέρδους (step up)που συνδέεται με τη δόση για την επαναφορά του χρέους του 2ου προγράμματος ή σ’ ένα συνδυασμό από αυτά.
Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση με την συμπεριφορά της αυτή έδωσε τον εναρκτήριο λάκτισμα για την υιοθέτηση παρόμοιων πολιτικών απ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Ουσιαστικά υιοθετήθηκε η άποψη ότι ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη περνάει μέσα από την εξάντληση του όποιου δημοσιονομικού χώρου που έχουν δημιουργήσει οι θυσίες του Ελληνικού λαού και οι ρυθμίσεις του Ελληνικού δημόσιου χρέους.
Αυτή η άποψη, που είναι μόνο σ’ ένα βαθμό σωστή, και μπορεί να χρησιμοποηθεί για να μειωθεί το παραγωγικό κενό στην οικονομία, όταν αυτό είναι απαραίτητο, είναι η μία όψη του αναπτυξιακού νομίσματος. Η άλλη είναι ότι θα πρέπει να προσαρμοστεί όλο το παραγωγικό σύστημα για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της νέας εποχής.
Εάν μόνο το πρώτο σκέλος της εξίσωσης (δηλαδή η ενίσχυση της ενεργούς ζήτησης) χρησιμοποιείται, τότε απλώς εξαντλούνται και οι παρόντες πόροι της οικονομίας και χάνεται η ευκαιρία και η προοπτική της διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr