Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, για να τεθεί σε στέρεες βάσεις η ανάκαμψη της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ταχεία αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών.
Παράλληλα, προειδοποίησε ότι η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού συγκαταλέγεται μεταξύ των κινδύνων που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την ανάπτυξη.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καίτοι αναγνώρισε την πρόοδο που έχει συντελεστεί, επισήμανε ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Ειδικότερα, αναφέρθηκε σε πέντε σημεία:
- Στο υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου όμως η βιωσιμότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018),
- Στο υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων των ελληνικών τραπεζών το Δεκέμβριο του 2018 ήταν 45,4% έναντι 3,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και περιορίζει την πιστοδοτική ικανότητα των τραπεζών και την ανάκαμψη των επενδύσεων,
- στην αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,
- στην υψηλή ανεργία, η οποία δημιουργεί ανισότητες θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου και
- στο χαμηλό δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης εξαιτίας της απώλειας ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου λόγω της μετανάστευσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού και τις χαμηλές επενδύσεις.
«Στα παραπάνω θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.
Επίσης, η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 180% στο τέλος του 2018, προκύπτει ότι μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα οικονομικής ανάπτυξης είναι 1,8 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του δημόσιου χρέους από μια επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος».
Προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης και επιστροφής στις αγορές με βιώσιμους όρους
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, να διασφαλιστεί η τακτική και με βιώσιμους όρους χρηματοδότηση του Δημοσίου από τις αγορές και να επιτευχθεί ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος πρότεινε πέντε παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Ταχεία αποκλιμάκωση του υψηλού ποσοστού των ΜΕΔ με ενεργοποίηση των σχεδίων της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Οικονομικών.
2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα οι δημόσιες επενδύσεις.
3ον Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων (με ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στις επενδύσεις, στην κοινωνική ασφάλιση και την υγεία), και ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων (με ενδυνάμωση του τριγώνου γνώσης: εκπαίδευση – έρευνα - καινοτομία) προκειμένου να ενισχυθούν η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας.
4ον Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, με την άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιαίτερα στις χρήσεις γης, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι εναπομείναντες περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
5ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας, αλλά και η αύξηση της απασχόλησης, από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που ξεκίνησε το 2010.
Οι βραχυμεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Σε συνέχεια της ανάκαμψης του 2017, η οικονομική δραστηριότητα επιταχύνθηκε το 2018, με το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές να καταγράφει άνοδο 1,9% έναντι του 2017. Βασικοί πυλώνες της μεγέθυνσης της οικονομίας ήταν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και η ιδιωτική κατανάλωση. Ωστόσο, η άνοδος του πραγματικού ΑΕΠ ήταν χαμηλότερη των προσδοκιών, καθώς μετά από 9 συνεχόμενα τρίμηνα ανόδου καταγράφηκε αρνητικός τριμηνιαίος ρυθμός μεταβολής το δ’ τρίμηνο του 2018 (-0,1%).
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το 2019 ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα κινηθεί στα επίπεδα του 2018, δηλ. στο 1,9%, παρά την προβλεπόμενη σημαντική μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη (από 1,9% το 2018 σε 1,1% το 2019). Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Η πρόβλεψη υπόκειται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους, προειδοποίησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, αυξημένων αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και από το ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. Όπως ήδη αναφέρθηκε, παρατηρείται σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Όσον αφορά το εσωτερικό περιβάλλον, ιδιαίτερα στο δημοσιονομικό πεδίο, η εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα. Επίσης, η υψηλή φορολογία και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την επενδυτική εμπιστοσύνη και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού σε συνδυασμό με τυχόν ανατροπή μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας ενδέχεται να καθυστερήσουν την αποκλιμάκωση της ιδιαίτερα υψηλής ανεργίας και να στρέψουν ορισμένες επιχειρήσεις προς τις άτυπες μορφές απασχόλησης.
Επιπλέον, κίνδυνοι για την πορεία της οικονομίας προκύπτουν από την αργή απομείωση του όγκου των ΜΕΔ, καθώς και από το ότι τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους αποκλιμακώνονται με πολύ αργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα να παραμένουν σχετικά υψηλές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εξήλθαν από προγράμματα προσαρμογής.
Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα από το 2010
Ο κ. Στουρνάρας αναγνώρισε την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα από το 2010. «Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, από την αρχή της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, έχει εφαρμοστεί από διαδοχικές κυβερνήσεις ένα τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, το οποίο είχε σημαντικά αποτελέσματα. Αξίζει ιδιαίτερα να επισημανθούν:
- η πρωτοφανής δημοσιονομική προσαρμογή και η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων,
- η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και ο περιορισμός του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών,
- οι εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στο ασφαλιστικό, στο σύστημα υγείας, στις αγορές εργασίας και προϊόντων, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στη δημόσια διοίκηση, στο φορολογικό σύστημα και στο δημοσιονομικό πλαίσιο.
Παράλληλα, με τον ενεργό ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος επετεύχθη η αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και γενικότερα η διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ως αποτέλεσμα, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα, ενώ και οι προβλέψεις τους παραμένουν σε επίπεδα κατάλληλα για να αντεπεξέλθουν σε πιθανούς πιστωτικούς κινδύνους.
Επίσης, έως τώρα έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), όπως, η ενίσχυση του εποπτικού πλαισίου με την καθιέρωση επιχειρησιακών στόχων για τα ΜΕΔ, η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και απόκτηση μη εξυπηρετούμενων δανείων και η άρση ποικίλων νομικών, δικαστικών και διοικητικών εμποδίων στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, έχουν παρουσιαστεί και συζητούνται και συστημικές λύσεις για το πρόβλημα των ΜΕΔ.
Οι ενέργειες αυτές άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς παρατηρείται συνεχής μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους. Τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 σε 81,8 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 12,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017, και κατά περίπου 25,4 δισ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 23%) έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε και είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.
Συνολικά, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από την αρχή της κρίσης έως σήμερα έφεραν αποτελέσματα και υποδηλώνουν ότι κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Παράλληλα, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό.
Ειδικότερα, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 37,7% το 2018, ενώ στο ίδιο διάστημα οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρουμένου του τομέα της ναυτιλίας, αυξήθηκαν κατά 53% σε πραγματικούς όρους, ξεπερνώντας την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών της ευρωζώνης.
Επίσης, η βιομηχανική παραγωγή επεκτείνεται συνεχώς από τα μέσα του 2015, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό το 2018. Η ανάκαμψη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των εξαγωγών, καθώς οι επιχειρήσεις επωφελούνται από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε ένα περιβάλλον έντονης εξωτερικής ζήτησης. Επισημαίνεται ότι οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής και ειδικότερα της μεταποίησης. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 25,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ, σε σταθερές τιμές) της μεταποίησης στη χώρα παράγεται στη Βόρειο Ελλάδα, ενώ στις μεταποιητικές επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος απασχολείται το 29,6% του συνόλου των απασχολουμένων στον κλάδο. Επίσης, στη Βόρειο Ελλάδα η συμμετοχή της μεταποίησης στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία είναι 9,9%, έναντι 8,5% στο σύνολο της χώρας.
Οι επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος αναπτύσσουν σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Σύμφωνα με μελέτη του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, οι τέσσερις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος (Κεντρική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Δυτική Μακεδονία και Ήπειρος) συνεισέφεραν το 21,9% των συνολικών εξαγωγών αγαθών της χώρας το 2017. Η Κεντρική Μακεδονία είναι ο δεύτερος σημαντικότερος εξαγωγέας της χώρας, με μερίδιο 16,4% στη συνολική αξία των εξαγωγών αγαθών (η Αττική έχει μερίδιο 48,9%), ενώ οι υπόλοιπες τρεις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος εμφανίζουν πιο περιορισμένη εξαγωγική δραστηριότητα. Συνολικά, οι εξαγωγές αγαθών και των τεσσάρων περιφερειών της Βορείου Ελλάδος αυξήθηκαν κατά 11,6% το 2017.
Εξετάζοντας τη συνολική αξία των εξαγωγών στις τέσσερις περιφέρειες της Βορείου Ελλάδος κατά κατηγορία προϊόντων, προκύπτει ότι ο κλάδος των τροφίμων αντιπροσωπεύει το 28,7% της αξίας των εξαγωγών, η κλωστοϋφαντουργία και η ένδυση το 15,6%, τα πετρελαιοειδή το 13,8%, τα χημικά και πλαστικά το 10,0%, ενώ 19,7% εκπροσωπούν τα λοιπά προϊόντα».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr