Ο οίκος αναγνωρίζει ότι έχουν επιτευγχθεί σημαντικά βήματα στο πεδίο των δημόσιων οικονομικών και στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών (1,9%), που είναι χαμηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση ΒΒ.
Τονίζεται επίσης, ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα είναι υψηλότερο μεταξύ των χωρών με την ίδια αξιολόγηση, υπενθυμίζοντας ότι πάνω από τα 2/3 του εξωτερικού χρέους της συνολικής οικονομίας κατέχονται από τους επίσημους πιστωτές και το ευρωσύστημα.
Ωστόσο, ο οίκος προειδοποιεί πως ο κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αστάθειας είναι υπαρκτός και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να επιστρέψουν τα capital controls εάν προκύψει δημοσιονομικός εκτροχιασμός.
Σημειώνει πως παρά την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια, το δημόσιο χρέος (181% του ΑΕΠ το 2018) και το καθαρό εξωτερικό χρέος (141% του ΑΕΠ) είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο. Ακόμη, τα NPLs των ελληνικών τραπεζών φτάνουν το 45% του ΑΕΠ της χώρας και είναι επίσης υψηλά σε σχέση με τα κεφάλαιά τους. Η αναιμική ανάπτυξη που καταγράφεται σε συνδυασμό με την αδυναμία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, επιβαρύνουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Όσον αφορά τις προβλέψεις του για την ελληνική οικονομία, εκτιμά πως αυτή θα «τρέξει» με ρυθμούς 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020, ενώ έως το τέλος του 2040 το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 111% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, υποθέτει τη χρήση από το απόθεμα ρευστότητας (2,4% του ΑΕΠ) την περίοδο 2019-2020 και καμία χρήση κατόπιν. Εκτιμά επίσης ότι την περίοδο 2019-2023 η χώρα θα έχει έσοδα ύψους 300 εκατ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr