Πιο συγκεκριμένα η έκθεση αναφέρεται στις προκλήσεις και τις προϋποθέσεις μετάβασης σε ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης. Έτσι καθώς το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η υψηλή ανεργία, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και η κατάρρευση των επενδύσεων δημιουργούν ένα αρνητικό υπέδαφος η ΤτΕ προτείνει για την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και αύξηση της εξωστρέφειας:
• Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής φιλικότερο προς την ανάπτυξη, με μείωση στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές
• Βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας με άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων και των δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Επιπλέον, απαιτείται ενίσχυση του “τριγώνου της γνώσης” (δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας), βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών (καθώς αυτό αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των επενδυτών).
• Δραστικό περιορισμό του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΑ) με υπέρβαση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των ΜΕΑ.
• Επιθετική πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων και άρση αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
• Αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών της υψηλής ανεργίας με υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων, προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης και στοχευμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις.
Για το 2018 η ΤτΕ αναμένει επιτάχυνση της ανάπτυξης, καθώς και επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (3,5% του ΑΕΠ).
Για να αναπτυχθεί όμως ταχύτερα στο άμεσο μέλλον, η ΤτΕ προτείνει:
1ον Διασφάλιση ότι και μετά το τέλος του Προγράμματος η οικονομική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και θα αποφύγει διολίσθηση σε πρακτικές του παρελθόντος που έφεραν την κρίση. Αυτό απαιτεί πρώτον, σταθερή πολιτική βούληση και δεύτερον, δραστική βελτίωση της λειτουργίας των μηχανισμών που καλούνται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή του δημόσιου τομέα.
2ον Η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους.
3ον Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του Eurogroup συνδέονται με ενισχυμένη εποπτεία και αιρεσιμότητα (που αποτελούν ουσιαστικά τις προϋποθέσεις για τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης), ενώ παράλληλα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παρέχουν στην ΕΚΤ τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει τη διατήρηση της “παρέκκλισης” (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Παράλληλα, παρέχουν στην ΕΚΤ τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (στην κανονική χρονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης).
Ενδεχόμενη διατήρηση της “παρέκκλισης” (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά και μέσω των πράξεων χρηματοδότησης από τις αγορές (repos).
Παράλληλα, η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομόλογων στις πράξεις αγοράς της ΕΚΤ στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης θα μειώσει το κόστος δανεισμού του Δημοσίου. Η μείωση του κόστους δανεισμού για το Δημόσιο και τις τράπεζες θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, καθώς εκτιμάται ότι θα μετακυλιστεί στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Κάτι τέτοιο αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα την ανάκαμψη της τραπεζικής χρηματοδότησης προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα και την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr