Οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου σχολιάζουν ότι η συμφωνία εξασφαλίζει «μετριοπαθείς χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία», ενώ αναμένεται να ανοίξει το δρόμο για την επιστροφή της χώρας στις αγορές για δανεισμό σε βιώσιμη βάση. «Θεωρούμε το πακέτο ένα σημαντικό ορόσημο στη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της Ελλάδας από τη βαθιά κρίση, χρέους, οικονομική και τραπεζική» τονίζουν.
Ωστόσο, η αναλύτρια που υπογράφει την έκθεση, Kathrin Muehlbronner, υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα θα υπόκειται σε πολύ στενή παρακολούθηση και εποπτεία από άλλες χώρες της Ευρωζώνης, που βγήκαν από τα μνημόνια, «γεγονός που παράσχει περαιτέρω διαβεβαιώσεις ότι οι ελληνικές αρχές θα επιμείνουν στις οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις». Παράλληλα σημειώνουν τη δέσμευση των πιστωτών για περαιτέρω βελτιώσεις στο προφίλ του χρέους, μετά το 2032, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Η πλήρης ανάλυση της Moody's:
«Την προηγούμενη Πέμπτη η Ευρωζώνη συμφώνησε να παράσχει στην Ελλάδα μία σημαντική ελάφρυνση του χρέους που διασφαλίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έχει πολύ πολύ μέτριες ανάγκες αναχρηματοδότησης τα επόμενα δέκα χρόνια.
Περιμένουμε ότι η συμφωνία θα ανοίξει το δρόμο ώστε να επιστρέψει η χώρα στις αγορές και να χρηματοδοτείται με διατηρήσιμο τρόπο από τις αγορές, γεγονός που είναι πιστωτικά θετικό. «Θεωρούμε το πακέτο σημαντικό ορόσημο στη συνεχιζόμενη ανάκαμψη από τη βαθιά κρίση κυβερνητικού χρέους, οικονομίας και τραπεζών.
Η χώρα θα υπόκειται σε πολύ πιο στενή επιτήρηση από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βγήκαν από πρόγραμμα, και αυτό προσφέρει περισσότερη εξασφάλιση ότι οι αρχές θα συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική πειθαρχία. Την ίδια στιγμή, οι πιστωτές επιβεβαίωσαν τη δέσμευση να στηρίξουν την Ελλάδα, με τη μορφή επιπρόσθετου reprofiling μετά το 2032, αν αυτό απαιτηθεί.
Το βασικό σκέλος της συμφωνίας αφορά τη 10ετή επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων του β’ προγράμματος, δηλαδή τα δάνεια του EFSF, που συνολικά ανέρχονται σε 130,9 δισ. ευρώ.
Η πρώτη ωρίμανση μεταφέρθηκε για τον Φεβρουάριο του 2033. Οι πληρωμές τόκων επίσης μετατέθηκαν κατά 10 χρόνια, δίνοντας στην κυβέρνηση μια μακρά περίοδο πολύ μέτριων χρηματοδοτικών αναγκών, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στις αγορές τα επόμενα χρόνια.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά τη δημιουργία σημαντικού μαξιλαριού ρευστότητας, που εξασφαλίζει ότι η χώρα δεν χρειάζεται να βγαίνει στις αγορές όταν υπάρχει μεγάλη μεταβλητότητα. Θα είναι μεγαλύτερο απ’ όσο αναμενόταν, 24,1 δισ. ευρώ (10% του προβλεπόμενου για το 2018 ΑΕΠ), καλύπτοντας τις ανάγκες για σχεδόν δύο χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος.
Πιστεύουμε ότι η ενισχυμένη εποπτεία εξασφαλίζει πως οι μελλοντικές κυβερνήσεις δεν θα αναστρέψουν προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Οι αξιολογήσεις θα είναι τριμηνιαίες αντί εξαμηνιαίες, όπως στις άλλες χώρες που βγήκαν από το πρόγραμμα. Παράλληλα, υπάρχουν δύο ακόμα μικρότερες ρυθμίσεις στο χρέος: η επιστροφή των κερδών που είχαν οι κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα και η ακύρωση της αύξησης επιτοκίων σε μία από τις σειρές ομολόγων του EFSF. Σχετίζονται με όρους και εξαρτώνται από την ολοκλήρωση σειράς μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια, με τους οποίους οι πιστωτές πιστεύουν ότι θα προσφερθεί περαιτέρω κίνητρο στην Ελλάδα να παραμείνει εντός τροχιάς.
Το ΔΝΤ δεν θα μετέχει στο πρόγραμμα, αλλά θα παραμείνει τεχνικός σύμβουλος, κάτι που θα καθησυχάσει τις πιστώτριες χώρες. Περιμένουμε από το ΔΝΤ να αντανακλαστεί η νέα ελάφρυνση χρέους και τη σημαντικά καλύτερη της αναμενόμενης δημοσιονομική απόδοση στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που θα κάνει τις επόμενες εβδομάδες.
Αν και η αρχική πρόταση να συνδεθεί το χρέος με την ανάπτυξη δεν είναι στη συμφωνία, οι πιστωτές ξεκάθαρα δεσμεύτηκαν να εξετάσουν περαιτέρω reprofilling, αν χρειάζεται, μετά το 2032.
Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί με το υφιστάμενο πακέτο πρέπει να εξασφαλίζουν ότι το χρέος της Ελλάδας είναι σε βιώσιμο μονοπάτι.
Βέβαια οι προκλήσεις παραμένουν σημαντικές για τη χώρα. Η συμφωνία απαιτεί μια συνεχιζόμενη δέσμευση για συνετή δημοσιονομική πολιτική και μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για πολλά χρόνια (3,5% ως το 2022 και 2,2% στη συνέχεια). Και, παρότι η οικονομική ανάπτυξη επέστρεψε και πιθανότατα θα επιταχύνει περαιτέρω φέτος, η μακροπρόθεσμη εικόνα είναι μάλλον μέτρια, με 2-2,5% κάθε χρονιά, στην καλύτερη περίπτωση, εκτός και αν υπάρξει μεγάλη τόνωση στις επενδύσεις. Ο τραπεζικός τομέας χρειάζεται ακόμα διατηρήσιμη βελτίωση στην ποιότητα ενεργητικού και η ενίσχυση των θεσμών πρέπει να συνεχιστεί».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr