Με αργό και μακρόσυρτο τρόπο, που δε δημιουργεί εσωτερικά πολιτικά ζητήματα στο σκληρό πυρήνα του γερμανικού συντηρητικού «συνειδέναι», εξυπηρετεί τις γεωπολιτικές επιδιώξεις του Βερολίνου για έλεγχο του μαλακού υπογαστρίου της Ευρώπης των Βαλκανίων, αλλά και συνολικά της ΕΕ..
Ουσιαστικά πετά «τη μπάλα του χρέους» λίγο μπροστά δίνοντας πρόσκαιρες ανάσες στην Αθήνα. Παράλληλα στέλνει το μήνυμα σε επίδοξους «μπαταχτσήδες» του Νότου (Ιταλούς, και άλλους) ότι περισσότερη Ευρώπη δε σημαίνει αμοιβαιοποίηση χρέους.
Έτσι, με τις χuεσινές αποφάσεις που λίγο πολύ είχαν προεξοφληθεί, το «στάγδην βραδέως» επιβεβαιώθηκε και πάλι. Μακροπρόθεσμες λύσεις με αυτοματοποιημένους μηχανισμούς, όπως αναμενόταν, δε δόθηκαν, ενώ και το γαλλικό κλειδί, έμεινε στο ράφι, όπως και το σχέδιο προεξόφλησης μέρους των διμερών δανείων (GLF) που κανονικά αρχίζουν να πληρώνονται το 2020 (περί τα 700 εκ. ευρώ και 2 δισ. ευρώ το 2021) και εξοφλούνται το 2040. Τι καλύτερη απάντηση στα σχέδια Μακρόν για εμβάθυνση της ενοποίησης, αλλά και στις αναφορές Ιταλών πολιτικών γα το μέλλον της Ευρωζώνης; Ουσιαστικά το Βερολίνο προχωρά με προσεκτικά βήματα, που δημιουργούν προσωρινά αναχώματα στην κρίση χωρίς να δίνεται η εντύπωση ότι ο πλούσιος Βορράς πληρώνει το Νότο.
Ενδεικτικό της λογικής του «βλέποντας και κάνοντας», που κυριαρχεί από το 2008 στην Ευρωζώνη, είναι ότι καταγράφηκε πως όλο θέμα θα εξεταστεί και πάλι σε 14 χρόνια. Δηλαδή, ότι το 2032 θα γίνουν νέες παρεμβάσεις στο χρέος «αν είναι αναγκαίες» και αν η Ελλάδα τηρεί τα συμφωνηθέντα. Κάτι που ανάλογα και στο παρελθόν έχει καταγραφεί επανειλημμένα σε προηγούμενες αποφάσεις του Eurogroup.
Γερμανική συνταγή
Ακόμη και τα θετικά της συμφωνίας, πάντως, ήταν μελετημένα επαρκώς από τους Γερμανούς ώστε να μη δημιουργούν ζητήματα. Έτσι η επιμήκυνση της μέσης ωρίμανσης των δανείων του EFSF (2ο δάνειο 96,6 δισ. ευρώ) κατά 10 χρόνια ισοσταθμίστηκε με τη μείωση της χορηγούμενης δόσης, ενώ η παράταση της περιόδου χάριτος κατά 10 χρόνια δε συνοδεύεται βέβαια με «κουρέματα». Βέβαια κάτω κι από την πίεση των Γάλλων εγκαταλείφθηκε η αρχική πρόθεση του Βερολίνου για επιμήκυνση κατά 3 – 4 έτη, που ούτε τη χρονική διάρκεια ενός δεκαετούς ομολόγου δεν κάλπυπτε. Επικράτησε ουσιαστικά η λογική, όπως πρότεινε και ο ESM.
Όσο για την επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που έχουν οι κεντρικές τράπεζες (SMPs και ANFAs) που θα ξεκινήσει από το 2018 και θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2022 (σε εξαμηνιαία βάση) ήταν κάτι που μπήκε ως «δώρο» αφού είχε αφαιρεθεί μονομερώς την περίοδο Βαρουφάκη ως αντίποινα στην τότε πολιτική. Ουσιαστικά αναιρείται ο κερδοσκοπικός ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών, κάτι που είναι στα όρια υπέρβασης καταστατικών συνθηκών της ΕΕ αλλά και Συνταγμάτων.
Πάντως και τα δύο αυτά κομβικά σημεία έχουν ως «αντίβαρα» προαπαιτούμενα μιας ενισχυμένης εποπτείας.
Πολυπαραγοντική συμφωνία
Είναι ξεκάθαρο, πάντως, ότι μια μεσοπρόθεσμη ανάσα σε επίπεδο ρευστότητας δίνεται. Παράλληλα, καλείται η Αθήνα να συνεχίζει να δίνει εξετάσεις αξιοπιστίας, μάλιστα σε ένα ευαίσθητο περιβάλλον, που εν πολλοίς θα κρίνει και την αποτελεσματικότητα της συμφωνίας. Ήδη το πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο είναι μπροστά κι έχει να κάνει αφενός με τις αλλαγές στην επιτοκιακή πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, το πέρας του QE, αλλά και τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Γερμανίας / ΕΕ. «Έχουμε κι άλλους παράγοντες. Το διεθνές κλίμα, πώς θα πάει η Ευρώπη, πώς θα πάει η ανάπτυξη, πώς θα πάει η σχέση αυτή με τις ΗΠΑ, που είναι μετά από χρόνια σε ένταση με τον εμπορικό πόλεμο με τη Γερμανία. Και γεωπολιτικά, κυρίως το προσφυγικό που μπαίνει από τη Γερμανική δεξιά και οι εξελίξεις στη γειτονιά μας» ήταν η χαρακτηριστική αναφορά του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Ξυδάκη στο Ρ/Σ «στο Κόκκινο» για τη χθεσινή συμφωνία.
Τα θετικά
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση επέλεξε να πάρει μια μικρότερη δόση 15 δισ. ευρώ (σ.σ. έναντι 21,7 δισ. ευρώ αντιπρότασης), δείχνει ότι η Αθήνα πιστεύει ότι θα καταφέρει να μαζέψει μόνη της επαρκή ρευστότητα για αποπληρωμές, αλλά κι ότι προτίμησε τις επιμηκύνσεις, σχέδιο που είχαν βάλει στο τραπέζι οι Γερμανοί. Ουσιαστικά επιπλέον 25 δισ. ευρώ μένουν αναξιοποίητα από τον Μηχανισμό καθώς το 3o δάνειο του ESM φτάνει στα 61,9 δισ. ευρώ (επί συνόλου 86 δισ. ευρώ) κι έτσι «μειώνεται», μπορεί να πει κανείς, ο βαθμός εξάρτησης από τον Γερμανικό κουμπαρά.
Ουσιαστικά η Αθήνα θεωρεί ότι μαζί με τα 9,6 δισ. που θα πάνε στον κουμπαρά, θα καταφέρει να μαζέψει από τα ήδη εκδομένα ομόλογα, repos, διαθέσιμα φορέων και πλεονάσματα 24,1 δισ. ευρώ που επαρκούν για να κρατήσει ένα διάστημα 22 μηνών, εάν κάτι συμβεί και δεν μπορεί η χώρα να έχει πρόσβαση στις αγορές,
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα κερδίζει ένα χρόνο, που αν καταφέρει να κάνει κάποια πράγματα θα συναντήσει και πάλι σε μερικά χρόνια μια νέα διαπραγμάτευση για χρέος και πλεονάσματα.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr