Ο ΣΜΕΧΑ αναφέρει ορισμένες ενδεικτικές αλλά χαρακτηριστικές περιπτώσεις, οι οποίες δεν είναι οι μόνες που στρεβλώνουν την έννοια της διαχείρισης των διαθεσίμων.
Περίπτωση 1η
To σχέδιο των προτάσεων προβλέπει: «για να ρευστοποιηθούν μετοχές ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών, απαιτείται η έκδοση κοινής απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος»
Δηλαδή, εάν θέλει ένα ταμείο να ρευστοποιήσει έστω ένα μικρό αριθμό τραπεζικών μετοχών κάτι τέτοιο θα πρέπει να εγκρίνεται από τον υπουργό και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, πρακτική που περιπλέκει την έννοια της διαχείρισης.
Περίπτωση 2η
Το σχέδιο προβλέπει:
Α) «να προτιμώνται μετοχές που έχουν μεγάλη ρευστότητα και εμπορευσιμότητα και ανήκουν σε εταιρείες υψηλής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης με υψηλό δείκτη φερεγγυότητας.»
Β) να δίνεται έμφαση σε μετοχές εταιρειών του δείκτη FTSE/ASE-20 και κυρίως σε μετοχές εταιρειών των οποίων η κεφαλαιοποίηση ξεπερνάει το 1 δισ. Ευρώ.Επίσης και σε μετοχές εταιρειών του δείκτη FTSE/ASE-40 και κυρίως σε μετοχές εταιρειών των οποίων η κεφαλαιοποίηση ξεπερνάει τα 250 εκατ. ευρώ.
Και από την άλλη,επιτρέπει την επένδυση σε μετοχές εταιρειών που διατίθενται σε δημόσια εγγραφή για να εισαχθούν στο ΧΑΑ, χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς αυτές να συμμετέχουν στους παραπάνω χρηματιστηριακούς δείκτες. Σημειώνεται ότι για να εισαχθεί μια μετοχή σε κάποιον δείκτη πρέπει να έχει κάποια έστω μια μικρή «ιστορία» στο Χρηματιστήριο και να μην είναι νέα.
Περίπτωση 3η
Στο σημείο που αναφέρεται στις εταιρείες υψηλής ή μεσαίας κεφαλαιοποίησης με υψηλό δείκτη φερεγγυότητας, αξίζει να επισημανθεί πως οι περισσότερες ελληνικές εταιρείες δεν αξιολογούνται από πιστοληπτικούς οργανισμούς με εξαίρεση ορισμένες τράπεζες και εταιρείες υψηλής κεφαλαιοποίησης. Συνεπώς είναι πρακτικά δύσκολη η σύνθεση του χαρτοφυλακίου μόνο από μετοχές με υψηλό δείκτη φερεγγυότητας.
Περίπτωση 4η
Το σχέδιο από τη μία πλευρά εισάγει την έννοια του benchmarking δηλαδή την σύγκριση της πορείας του χαρτοφυλακίου με κάποιο βασικό χρηματιστηριακό δείκτη και από την άλλη αναφέρει ότι «οι επενδύσεις σε μετοχές εταιρειών που ανήκουν στον ίδιο κλάδο δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν ποσοστό 30% του μετοχικού χαρτοφυλακίου των Ασφαλιστικών Οργανισμών».. Κάτι τέτοιο είναι ανεφάρμοστο στο ελληνικό χρηματιστήριο, καθώς οι μετοχές του τραπεζικού κλάδου συμμετέχουν με ποσοστό άνω του 30% στους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες. Για παράδειγμα η στάθμιση της Εθνικής Τράπεζας και της AlphaBank στον δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης είναι 22,27% και 11,01% με αποτέλεσμα και οι δύο μαζί να ξεπερνούν το 30% (σταθμίσεις στις 2/3/07).
Περίπτωση 5η
Για τα ομόλογα προβλέπει ότι η αποτίμηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου θα γίνεται με βάση τις τιμές που δημοσιεύει η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) της Τράπεζας της Ελλάδος.
Όπως είναι γνωστό το ΗΔΑΤ είναι ένα σύστημα που εξυπηρετεί μόνο τις τράπεζες ενώ οι τιμές κλεισίματος πάνω στις οποίες βασίζεται η αποτίμηση του ομολόγου που έχουν στην κατοχή τους τα χαρτοφυλάκια είναι δύσκολο να προσδιοριστούν μέσω της αγοράς του ΗΔΑΤ, δηλαδή τηςΗλεκτρονικής Δευτερογενούς Αγοράς Τίτλων.
Εάν η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος ήθελαν πραγματικά να κατανοήσουν τον σπουδαίο ρόλο που διαδραματίζειη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής ενός χρεογράφου και η διαφάνεια της τιμής μέσω της διάχυσης της πληροφορίας προς την αγορά, τότε θα ενθάρρυναν την μεταφορά της αγοράς των ομολόγων στο σύστημα του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι εφικτό όσο το κόστος μεταφοράς των τίτλων από το σύστημα ΗΔΑΤ της ΤτΕ στο σύστημα ΣΑΤ του Χρηματιστηρίου Αθηνών δεν είναι μηδενικό. Η ενοποίηση των δύο συστημάτων θα πρέπει να αποτελέσει κομβικό σημείο και να αντιμετωπιστεί από τους φορείς εποπτείας και την πολιτεία ως προτεραιότητα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για διαφορετικά συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού σε
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr