«Σε μερικά χρόνια η Ελλάδα θα βρίσκεται πάλι στην κόψη του ξυραφιού» παρατηρεί το Γραφείο και επισημαίνει σε έντονους τόνους, ότι «η Ελλάδα πρέπει απαραιτήτως να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως στη δικαιοσύνη, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, στην καλύτερη λειτουργία των μηχανισμών του κράτους και στην διακυβέρνηση».
Μόνο με αυτόν τον τρόπο, όπως λέει, θα διασφαλιστεί ότι δεν θα ξαναφτάσει σε καταστάσεις χρεοκοπίας και αναξιοπιστίας, ενώ την ίδια ώρα τονίζει την κίνδυνο νέας ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών στο ενδεχόμενο μιας βαρειάς κρίσης που θα οδηγούσε σε αναδιάρθρωση επιβαρύνοντας το ενεργητικό τους, αλλά και δυσβάστακτων απωλειών στο ΑΕΠ από την παράταση της αβεβαιότητας, τις οποίες υπολογίζει στο ύψος του 3% ετησίως.
Συμπερασματικά, οι συντάκτες σχετικής Έκθεσης, Ορέστης Βάθης και Δήμητρα Μήτση που τιτλοφορούν την επιστημονική ανάλυσή τους «Η παγίδα του Χρέους», συνεκτιμούν ότι «η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό «σπιράλ», τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη)».
Αυτό, όπως σημειώνουν αποδεικνύει κατ΄ αρχάς:
* «ότι πραγματικά το δυσβάστακτο χρέος αποτελεί ένα τεράστιο «βαρίδι» για την ελληνική οικονομία, καθιστώντας μια σοβαρή ελάφρυνση απαραίτητη. Από την άλλη μεριά, αναδεικνύεται η σημαντικότητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, κάτι που υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να γίνουν ουσιαστικά βήματα σε διάφορους τομείς (πχ. παραγωγικότητα, λειτουργία του κράτους, θεσμοί), ώστε να μπουν οι βάσεις για την οικονομική ανάπτυξη.
*» Η επίδραση είναι άκρως αρνητική στις επενδύσεις. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50% περίπου μεταξύ 2009-2014, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά 70% περίπου (από € 49 δισ. το 2007 σε € 14 δισ. το 2014).
*»Αντίστοιχα, η αποταμίευση (ετήσια) μειώθηκε περίπου στο μισό, ενώ και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής κινήθηκε έντονα πτωτικά. Η παραγωγικότητα επηρεάστηκε, μεταξύ άλλων, τόσο από τη μείωση των επενδύσεων όσο και από την αδυναμία ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών αλλά και στη δομή και λειτουργία του κράτους
*»Ως αποτέλεσμα, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μειώνεται, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τις εξαγωγές και κατ’ επέκταση την ανάκαμψή της. Στο ίδιο πλαίσιο, οι φόροι, που λειτουργούν στρεβλωτικά για τις αποταμιεύσεις- επενδύσεις, έχουν αυξηθεί ιδιαίτερα.
*»Επιπρόσθετα, μία σοβαρή κρίση χρέους μπορεί να προκαλέσει βαθιά τραπεζική κρίση, δεδομένου ότι όταν οι τράπεζες κατέχουν μεγάλο μέρος του χρέους μια χώρας (το οποίο πλέον δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί), η μείωση της αξίας του –καθώς και μια πιθανή αναδιάρθρωσή του– θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στο ενεργητικό των τραπεζών, καθιστώντας την στήριξή τους (πχ. μέσω ανακεφαλαιοποίησης) απαραίτητη.
*» Στην ουσία, τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεταμορφωθεί στον φοροεισπρακτικό βραχίονα του κράτους. Την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές τράπεζες συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τροφοδοτώντας με φθηνό χρήμα τις αγορές και τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.
Το Γραφείο, παρατηρεί ότι ταυτόχρονα με την εισαγωγή ριζικών μεταρρυθμίσεων στην Οικονομία και την Διοίκηση πρέπει να αναζητηθεί μια ορθολογική λύση.
Στην πράξη, όπως αναφέρει, αυτό σημαίνει μια αναδιάρθρωση του χρέους μετά την οποία η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετεί το υπόλοιπο χρέος της (μέσω των αγορών), έχοντας πλέον αποτρέψει μία ενδεχόμενη χρεοκοπία, ενώ και οι δανειστές θα απεμπλακούν από το υπάρχον ατέρμονο «γαϊτανάκι» αλληλοτροφοδότησης των δανείων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr