Αυτές είναι οι διαπιστώσεις που κάνει στην τελευταία ανάλυσή της η BNP Paribas. Η τρέχουσα περίοδος έντασης προκύπτει από μια θεμελιώδη διαφωνία μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ, ωστόσο η Ελλάδα βρίσκεται στην πιο αδύναμη θέση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μια μάλλον αισιόδοξη εκτίμηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς αναμένει μια ισχυρή ανάκαμψη το τρέχον έτος (+2,7%) και το 2018 (+3,1%). Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να είναι πάρα πολύ δύσκολο για τη χώρα να ανταποκριθεί στους υψηλούς στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος της (3,5% του ΑΕΠ έως το 2018).
Οι Ευρωπαίοι πιστωτές, και κυρίως η Γερμανία, σπεύδουν να χρησιμοποιήσουν τις εκτιμήσεις αυτές για να δικαιολογήσουν την αναβολή των συνομιλιών για την αναδιάρθρωση του χρέους. Εφ 'όσον η ελάφρυνση του χρέους παραμένει "παγωμένη" και δεν εφαρμόζεται, οι ελληνικές αρχές παραμένουν υπό πίεση. Ως εκ τούτου, οι πιστωτές ελπίζουν να αναβάλουν μια πολύ δαπανηρή πολιτική απόφαση όσο το δυνατόν περισσότερο.
Από την άλλη, το ΔΝΤ δεν συμμερίζεται αυτή την εκτίμηση.
Αν και οι τελευταίες οικονομικές στατιστικές δείχνουν μια πραγματική, αλλά εύθραυστη ανάκαμψη, οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ έχουν επισημάνει ότι τα εφάπαξ έσοδα είχαν μεγάλη συμβολή στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών. Παράλληλα, μετά από μόλις δύο συνεχόμενα τρίμηνα θετικής αύξησης του ΑΕΠ, η ανάπτυξη υποχώρησε και πάλι (-0,4% στο 4ο τρίμηνο). Πέρα από μια βραχυπρόθεσμη κίνηση ανάκτησης του χαμένου εδάφους, η δυνητική ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν είναι προφανώς πολύ υψηλή.
Επίσης, αν και εκτιμά ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας έχει υπερβολική επιβάρυνση για την ελληνική οικονομία, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, δεν πιστεύει ότι θα ήταν παραγωγικό να λάβει η Ελλάδα περισσότερα μέτρα από όσα έχουν ήδη εγκριθεί κατά την έναρξη του προγράμματος.
Η θέση του ΔΝΤ μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
α) Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτυχθεί εάν δεν λυθεί το πρόβλημα του χρέους της.
Αυτό σημαίνει ότι η φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους εξαρτάται από την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους που έχουν υποσχεθεί οι Ευρωπαίοι πιστωτές της.
β) Δεν υπάρχει τίποτα νέο σχετικά με αυτή το θεμελιώδη διαφωνία. Τρεις λύσεις μπορούν να σπάσουν αυτό το αδιέξοδο:
1. Οι Ευρωπαίοι πιστωτές να συνεχίσουν χωρίς το ΔΝΤ, με βάση τις οικονομικές παραμέτρους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που υποστηρίζουν τη θέση αυτή.
Το ΔΝΤ έχει ήδη δανείσει την Ελλάδα τεράστια ποσά και δεν σκοπεύει να αυξήσει τη συμμετοχή του.
Όσον αφορά τους Ευρωπαίους, η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων θα ήταν μάλλον ανώδυνη, λόγω των ποσών που διακυβεύονται, αλά η συμμετοχή του ΔΝΤ είναι ζωτικής σημασίας για πολλούς Ευρωπαίους.
Λαμβάνοντας υπόψη τη δύναμη πυρός του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, και την εμπειρογνωμοσύνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να είναι σε θέση να διευθετήσουν τις υποθέσεις τους μόνοι τους, απόλυτα αυτόνομα, τονίζει η BNP Paribas.
Ωστόσο η πιο πιθανή έκβαση είναι το ΔΝΤ να συνεχίσει να παρέχει τεχνική υποστήριξη στους Ευρωπαίους χωρίς να υπεισέρχεται οικονομικά στα προγράμματα διάσωσης.
Η απόσυρση θα είναι διακριτική, δεδομένου ότι θα πρέπει να γίνει απλά με τη διατήρηση της ισχύουσας κατάστασης (το ελληνικό πρόγραμμα έχει προχωρήσει χωρίς το ΔΝΤ για τους τελευταίους 18 μήνες).
2. Το ΔΝΤ λυγίζει υπό την ευρωπαϊκή πίεση.
Από το καλοκαίρι του 2015, η πολύ ισχυρή πίεση που ασκείται μέσω των ΜΜΕ, τα οποία υποδηλώνουν ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που απαιτεί πάντα περισσότερη λιτότητα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Η πρακτική αυτή έχει τα όριά της, όμως.
Ένα δελτίο τύπου νωρίτερα αυτό το μήνα, έδειξε ότι η πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου υποστήριξαν τις θέσεις του προσωπικού του ΔΝΤ. Σε γενικές γραμμές, οι ομάδες του ΔΝΤ έχουν αποδειχθεί ότι είναι πολύ ανθεκτικές μέχρι τώρα.
Αν το ΔΝΤ καταλήξει να συμμετάσχει στα προγράμματα, θα είναι μόνο αν γίνουν κάποιες σημαντικές παραχωρήσεις. Για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να ποσοτικοποιηθούν οι μελλοντικές προσπάθειες μείωσης του χρέους, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι το πρόγραμμα εφαρμοστεί με επιτυχία το 2018.
3. Σύμφωνα με την τρίτη επιλογή, η Ελλάδα θα προσπαθήσει να ικανοποιήσει τόσο τους Ευρωπαίους όσο και το ΔΝΤ.
Εάν φτάσουν στα όρια, το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμφωνήσει να συμμετάσχουν σε ένα σχέδιο στο οποίο η βιωσιμότητα του χρέους είναι εξασφαλισμένη κυρίως λόγω των πολύ υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ πριν από τους τόκους, για πολλά χρόνια μετά το 2018), παρά λόγω της ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές.
Σε αυτήν την περίπτωση, το ΔΝΤ θα μπορούσε να ζητήσει από τις ελληνικές αρχές να θεσπίσουν αμέσως μέτρα για την διατήρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος σε υψηλά επίπεδα.
Μέχρι στιγμής, ο Αλέξης Τσίπρας αρνήθηκε να εξετάσει αυτήν την επιλογή, ωστόσο, μερικές δηλώσεις που έγιναν κατά το τέλος της συνεδρίασης του Eurogroup της προηγούμενης εβδομάδας δείχνουν ότι όλα βρίσκονται πάνω στο τραπέζι. Συμπερασματικά, σύμφωνα με την BNP Paribas, είναι προς το συμφέρον όλων να μην επιδεινωθεί η κατάσταση, ή να επαναληφθούν τα γεγονότα που είχαν συμβεί το καλοκαίρι του 2015.
Στο τέλος, κατά πάσα πιθανότητα θα επιτευχθεί συμφωνία, εάν κάθε συμβαλλόμενο μέρος κάνει παραχωρήσεις. Η συμφωνία θα μπορούσε να είναι μια σύνθεση από τις τρεις επιλογές που περιγράφονται παραπάνω. Από αυτή την άποψη, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι αναμφίβολα, στην πιο αδύναμο θέση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr