Το θέμα συζητήθηκε σε τηλεδιάσκεψη που είχε χθες 14/7 ο Γιώργος Χουλαριάκης με τους εκπροσώπους των δανειστών. Απέναντι από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών ήταν οι Ντέκλαν Κοστέλο από την Ε.Ε., Ράσμους Ρέφερ από την ΕΚΤ και Νικόλα Τζαμαριόλι από τον ESΜ.
Παρούσα στην τηλεδιάσκεψη ήταν και η Ντέλια Βελκουλέσκου από το ΔΝΤ, η οποία όπως στο συνέδριο του Economist τον Ιούνιο τάχθηκε υπέρ της καθιέρωσης πιο ρεαλιστικών στόχων στα πρωτογενή πλεονάσματα ακόμη και στο 1,5% του ΑΕΠ, όπως άλλωστε προβλέπει και η έκθεση βιωσιμότητας του Ταμείου για το ελληνικό χρέος.
Η πρόταση της εκπροσώπου του ΔΝΤ δεν «άρεσε» στους ευρωπαίους οι οποίοι στην τηλεδιάσκεψη επιβεβαίωσαν το «χάσμα» που χωρίζει τις δύο πλευρές που εξακολουθούν να έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Κοινοτικοί αξιωματούχοι, όπως ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Νταϊσελμπλούμ υποστηρίζει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να τηρήσει τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον για μία δεκαετία ως το 2028 όπως ορίζει το τεχνικό κείμενο της συμφωνίας που υπέγραψε η κυβέρνηση με τους δανειστές.
Επίσης, όπως ο ίδιος έχει να εννοηθεί μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις και δη στο προηγούμενο Eurogroup, αν υπάρχει μία περίπτωση στο να επανεξεταστεί ο στόχος του 3,5%, αυτό θα γίνει λίγο πριν το 2018.
Η ελληνική πλευρά πάντως, πιεζόμενη από τα στενά χρονικά περιθώρια που έχει, οριστικοποιεί τη σύνταξη του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος για την περίοδο 2017-2020.
Γι' αυτό ακριβώς προχωράει από μόνη της στο «κούρεμα» των στόχων του Μεσοπρόθεσμου, οι οποίοι από το 3,5% του ΑΕΠ το 2018 μειώνονται στο 2,5% και στο 2% για το 2019 και το 2020 αντίστοιχα.
Ο κ. Χουλιαράκης υπεραμύνθηκε της μονομερούς ενέργειας, λέγοντας χθες στους δανειστές ότι η διατήρηση του 3,5% του ΑΕΠ για μεγάλη περίοδο θα λειτουργήσει αντιαναπτυξιακά για τη χώρα και θα φέρει σε δεινή οικονομική θέση τους Έλληνες, που δεν καταφέρνουν πλέον να ανταποκριθούν στη βαριά φορολογία, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στα 89 δισ. ευρώ των ληξιπρόθεσμων προς το Δημόσιο οφειλών. Η εμμονή των Ευρωπαίων δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018 συνεπάγεται εξοικονομήσεις εσόδων της Γενικής κυβέρνησης ύψους 6,3 δισ. ευρώ, ενώ οι στόχοι του 2,5% και 2% που επιδιώκει η κυβέρνηση αντιστοιχούν σε 4,5 δισ. ευρώ και 3,6 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
«Θέση» για μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα έχει κατ' επανάληψη πάρει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, επιμένοντας στην άποψη ότι τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θα πρέπει να συνδυαστούν με χαμηλότερο στόχο πλεονάσματος στο 2% μετά το 2018.
«Η εμπειρία έχει δείξει ότι μόνο μία χώρα, η Ιρλανδία, μπόρεσε να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2018 και μετά», υποστηρίζει ο κ. Στουρνάρας.
Βάσει μνημονίου η Αθήνα θα πρέπει φέτος να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, διαφορετικά καραδοκεί ο «κόφτης», ο οποίος θα μπει σε λειτουργία από το 2017 «κουρεύοντας» εκ νέου μισθούς και συντάξεις, προκειμένου η δημοσιονομική εικόνα του προϋπολογισμού να ευθυγραμμιστεί με το πρόγραμμα προσαρμογής.
Για το 2017 ο στόχος ανεβαίνει στο 1,75% του ΑΕΠ και αυξάνει στο 3,5% το 2018. Στο Μεσοπρόθεσμο θα περιγράφονται αναλυτικά τα πρόσθετα μέτρα που θα τεθούν σε ισχύ τα επόμενα χρόνια, για να μπορέσουν να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Για το 2017 το μέγεθος της προσαρμογής μόνο από τις αλλαγές στους έμμεσους φόρους ανέρχεται σε 1,1 δισ. ευρώ ή στο 0,61% του ΑΕΠ, ενώ άλλα 405 εκατ. ευρώ θα έρθουν από το 2018.
Το μέγεθος της προσαρμογής για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις φθάνει για την τριετία τα 9 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 5,4 δισ. ευρώ είναι μέτρα που αντιστοιχούν στο 3% του ΑΕΠ (ασφαλιστικό, εισόδημα, έμμεσοι φόροι) και 3,6 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ είναι το μέγιστο ύψος των δαπανών που μπορούν να εξοικονομηθούν μέσω του «κόφτη».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr