Το μεγαλύτερο πολιτικό θύμα αυτής της κρίσης τουλάχιστον στο δικό μας πολιτικό και γεωγραφικό ημισφαίριο υπήρξε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που βρέθηκε μπροστά σε ένα υπαρξιακό δίλημμα.
Να συγκρουστεί από τη μια και να υπερασπιστεί τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε ως χτες ή να συναινέσει στην υποχώρηση του κοινωνικού κράτους και των κεκτημένων που μαζί με τους πολίτες κατοχύρωσε μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία όλα τα προηγούμενα χρόνια;
Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Όμως όποια κι αν ήταν η απάντηση που έδωσαν οι ηγεσίες των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σ' αυτό το θεμελιώδες ερώτημα, η αλήθεια είναι ότι η απάντηση που έδινε η ίδια η πραγματικότητα είναι ότι βρέθηκαν σε ένα πόλεμο χωρίς όπλα, σε μια μάχη με ξύλινα σπαθιά.
Και ήταν αυτή η ίδια η σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε τα όπλα, όταν τη δεκαετία του 90΄,η εκσυγχρονισμένη εκδοχή της έπαψε να είναι μια μορφή εξανθρωπισμού της ελεύθερης οικονομίας και περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων που αυτή γεννά αλλά μια άλλη, πιο εύπεπτη κοινωνικά διαχείριση του οικονομικού μονεταρισμού.
Ήταν αυτή η "εκσυγχρονισμένη" δήθεν σοσιαλδημοκρατία που παρέδωσε το όπλο της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου μέσω της φορολογίας και επέτρεψε τη βιομηχανική μετανάστευση από την Ευρώπη σε χώρες του Τρίτου Κόσμου όπου η οικονομική ανάπτυξη και παραγωγή συνοδεύεται από ένα πιάτο φαϊ κι όχι από την ταυτόχρονη ανάπτυξη του εισοδήματος και των κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Για ποιά σοσιαλδημοκρατία λοιπόν μπορούμε σήμερα να μιλάμε όταν το μεγάλο κεφάλαιο μπορεί να διαφεύγει της συμμετοχής του στο χρέος της κοινωνικής αλληλεγγύης και με ένα κλικ σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή να μεταφέρει πακτωλούς χρημάτων σε τροπικούς φορολογικούς παραδείσους?
Ποιά σοσιαλδημοκρατία μπορεί να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος, να διασφαλίσει την ανάπτυξη και τον υγιή ανταγωνισμό μέσα από την ενίσχυση του θεσμικού οπλοστασίου και των ελεγκτικών μηχανισμών του τραπεζικού συστήματος όταν έχει ενσωματωθεί πλήρως στη νεοφιλελεύθερη πτυχή της παγκοσμιοποίησης;
Όταν έχει να ανταγωνιστεί το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο της Δύσης όσο και τον αυταρχικό, δεσποτικό καπιταλισμό των χωρών της Ανατολικής Ασίας;
Για να μπορούμε να μιλάμε σήμερα σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο για Σοσιαλδημοκρατία, την εποχή της πτώσης των συνόρων, των social-media και της επανάστασης του διαδικτύου βασική προϋπόθεση είναι η σύγκρουση με τη λογική της απορρύθμισης.
Η ανάκτηση δηλαδή του πολιτικού ελέγχου από τα "αόρατα" για την κοινωνία χέρια της αγοράς που ανήκουν στην πραγματικότητα στα πολύ ορατά χέρια των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών. Εταιριών που κατά περιπτώσεις διαθέτουν προϋπολογισμούς μεγαλύτερους ακόμη και από αυτούς κρατών που με πυρηνικά όπλα. Η ανάκτηση αυτού του δημόσιου ελέγχου της οικονομίας θα έρθει μόνο μέσα από διεθνείς συνεννοήσεις και διακρατικές συμφωνίες για ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης συμβατό με τα κοινωνικά αγαθά και τις κατακτήσεις της σύγχρονης Δημοκρατίας. Συνεννοήσεις που οφείλουν να καταλήξουν στη φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών, το λεγόμενο φόρο Τόμπιν, την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου και την υιοθέτηση ενός νόμου Glass-Steagal 2, με τη σύναψη διεθνούς σύμβασης που όπως στη δεκατία του 30' στην Αμερική, θα αποτρέπει τη μεταμόρφωση της οικονομίας σε καζίνο και θα διασφαλίζει τις καταθέσεις των πολιτών.
Πρόκειται για θέσεις και προτάσεις που αν και σήμερα έχουν υποστηριχθεί από σημαίνοντες ακαδημαϊκούς και οικονομολόγους της Κεϋνσιανής σκέψης, με προεξάρχοντα το νομπελίστα οικονομολόγο Γ. Στίγκλιτς, παραμένουν στα συρτάρια των ηγετικών ομάδων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων γιατί προϋποθέτουν ακριβώς σύγκρουση με κατεστημένα συμφέροντα και αντιλήψεις. Στην Ελλάδα ο μόνος πολιτικός που μιλά για τέτοιες μεταρρυθμίσεις στη φορολογική πολιτική είναι ο Γιώργος Α. Παπανδρέου.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Σε εθνικό επίπεδο τώρα, η κρίση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας υπαγορεύτηκε από τις έκτακτες καταστάσεις που διαμορφώθηκαν στη χώρα το 2009, την αναγκαιότητα για μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις με πολιτικό κόστος εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης που προκάλεσε η κυβέρνηση της "στατικής απάτης" υπό τον κύριο Κ.Καραμανλή.
Η οικονoμική και πολιτική αυτή κρίση συνοδεύτηκε από την πολιτική ανωμαλία της ανατροπής του εκλεγμένου πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου από το ίδιο του το κόμμα σε συνεργασία με την εγχώρια και ευρωπαϊκή Δεξιά με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης και της αφήγησης της για το πρόσφατο και άμεσο παρελθόν της.
Σήμερα, χωρίς μια αξιόπιστη πολιτική εναλλακτική στο προοδευτικό, δημοκρατικό φάσμα είναι πολύ λογικό λοιπόν να μιλούν κάποιοι για ανάγκη ενοποίησης του χώρου.
Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε για ποια ενοποίηση και για ποια σοσιαλδημοκρατία μιλάμε.
Ενοποίηση που σημαίνει άθροισμα των πολιτικών φιλοδοξιών, συγκολλήσεις κορυφής ή πολιτική συμπόρευση με βάση τις ανάγκες και τα προβλήματα των πολιτών;
Ενοποίηση για ποιούς;
Για να αποκαταστήσουμε φαντάσματα των "πρώην", ή για τους πολίτες, για τον εξορθολογισμό και τη δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών βαρών;
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές πως η όποια συμπόρευση δεν μπορεί να υπαγορεύεται από κίνητρα πολιτικής επιβίωσης και προσωπικής ιδιοτέλειας αλλά να αποτελεί μια γενναία ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ με περιεχόμενο κι όχι αόριστες διακηρύξεις-πλαίσια. Μια συμφωνία - χρονοδιάγραμμα για προοδευτικές, συγκρουσιακές μεταρρυθμίσεις.
Μεταρρυθμίσεις με στόχο τη δημιουργία νέου πλούτου, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε να μη πληρώνουν συνεχώς οι ίδιοι και οι ίδιοι και την ανακούφιση των κοινωνικά ασθενέστερων συμπολιτών μας. Μεταρρυθμίσεις που θα επανεκκινήσουν την οικονομία και θα κάνουν το αναγκαίο restart για τις επενδύσεις, την ανάπτυξη και το ρυθμιστικό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας.
Η ΛΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ, ΟΧΙ Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ
Πρέπει να συμφωνήσουμε σε ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα, στην πάταξη της γραφειοκρατίας με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και τη μεταρρύθμιση της Διοικητικής Δικαιοσύνης με έμφαση στην ταχύτητα της δικαιοδοτικής διαδικασίας ιδιαίτερα των περιπτώσεων που αφορούν επενδυτικές και αναπτυξιακές υποθέσεις.
Να διαμορφώσουμε δηλαδή ένα περιβάλλον σταθερότητας, ασφάλειας και διαφάνειας που θα αντιλαμβάνεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και θα είναι πραγματικά ελκυστικό για επενδύσεις που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Ταυτόχρονη πρέπει να είναι και η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και η φορολόγηση των εμβασμάτων εξωτερικού προκειμένου να πληρώσουν επιτέλους οι μόνιμα φοροαποφεύγοντες κι όχι να πληρώσουν και γι' αυτούς τα συνήθη θύματα , οι συνεπείς πολίτες μέσα από την αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Γιατί η λύση δεν είναι η λιτότητα.
Η λύση είναι οι προοδευτικές και κοινωνικά δίκαιες μεταρρυθμίσεις.
Η διαμόρφωση μιας ευνομούμενης πολιτείας με την αλλαγή της φυσιογνωμίας και της αρχιτεκτονικής της Δημόσιας Διοίκησης σε συνδυασμό με τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην οικονομία για την απελευθέρωση των δυνάμεων του υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος των πολιτών.
Διαφορετικά με την εμμονή σε δημοσιονομικά κι όχι διαρθρωτικά μέτρα η χώρα μας, οι πολίτες, κινδυνεύουν να υποστούν ένα άλλο οικονομικό μαρτύριο όμοιο με εκείνο του Σισσύφου και να καταδικαστούν να γεμίζουν με "μέτρα", με τους κόπους και τις οικονομίες μιας ζωής ένα βαρέλι που συνεχώς χάνει.
Αυτή η λογική, η λογική των μεγάλων αλλαγών υπό την εγγύηση του Κράτους Δικαίου οφείλει να είναι η απάντηση μας στα πραγματικά προβλήματα αλλά και στους ακραία νεοφιλελεύθερους κύκλους των δανειστών που προκρίνουν αποτυχημένες και υφεσιακές πολιτικές.
Γιατί ακόμη κι αυτός ο πατέρας του νεοφιλευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν παραδέχτηκε το λάθος του. Όταν ρωτήθηκε ξανά προς το τέλος της ζωής του αν είχε δίκιο στη συνταγή για "ιδιωτικοποίηση - ιδιωτικοποίηση - ιδιωτικοποίηση" που έδωσε στους ηγέτες των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών για την ανοικοδόμηση τους μετά την πτώση του τείχους, απάντησε με αρκετή δόση αυτοκριτικής πως η σωστή συμβουλή θα ήταν ένα "ευνομούμενο κράτος".
Για τη διαμόρφωση αυτού του ευνομούμενου κράτους πρέπει κι εμείς τώρα με τη σειρά μας να διαλέξουμε ποια σοσιαλδημοκρατία θέλουμε:
Τη σοσιαλδημοκρατία της Διαύγειας, του opengoverment, της διαφάνειας στο κράτος;
Τη σοσιαλδημοκρατία που φορολόγησε με το Ν.3842 του 2010 τη μεγάλη ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία ή τη σοσιαλδημοκρατία στα λόγια που με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου επανέφερε τις φοροαπαλλαγές με το ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζει "παρών";
Θέλουμε τη σοσιαλδημοκρατία που μείωσε τη φαρμακευτική δαπάνη για τους πολίτες με την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, αυτή που ψήφισε την άρση του τραπεζικού απορρήτου με σκοπό τη διερεύνηση εκείνων που έβγαλαν τα χρήματα τους στο εξωτερικό για να αποκρύψουν παράνομες δραστηριότητες ή το πολιτικό συμπλήρωμα της Δεξιάς που νομοθέτησε διάταξη-πλυντήριο για πιθανούς φοροφυγάδες το καλοκαίρι του 2013?
Συνεπώς το μόνο κριτήριο για τη συνεργασία και τον όποιο διάλογο στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας με τα πολιτικά κόμματα και πρόσωπα που τον απαρτίζουν δεν μπορεί παρά να είναι η απάντηση τους, η απάντηση μας σε ανάλογα κορυφαία πολιτικά διλήμματα.
Στα διλήμματα που αποτελούν και της διαχωριστική γραμμή της προόδου από τη συντήρηση.
Πρέπει επίσης να θυμηθούμε εκτός από τα αριθμητικά δεδομένα για μια πιο δίκαιη οικονομική πολιτική, το δεύτερο συνθετικό της πολιτικής μας ιδεολογίας που είναι η λέξη δημοκρατία.
Και είναι θέμα δημοκρατίας, θέμα πειστικού πολιτικού λόγου και εύλογη προϋπόθεση να συμφωνήσουμε για το αύριο, να ενοποιήσουμε την πολιτική μας αφήγηση για το άμεσο παρελθόν, να ξεκαθαρίσουμε τι έγινε στις Κάννες, τι έγινε με την ανατροπή ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού και με αυτούς που μετέτρεψαν μια κρίση εθνική σε ξεκαθάρισμα εσωκομματικών λογαριασμών.
Οφείλουμε έτσι να αναστοχαστούμε όλοι μαζί το κοινό μας παρελθόν, να ανανεώσουμε τον πολιτικό μας λόγο και να ξαναθυμηθούμε τις αξίες μας σε μια νέα πραγματικά προοδευτική στροφή στις ρίζες της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς που είναι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του.
Να απαντήσουμε όχι απλά στα ιδεολογικά διλήμματα της σοσιαλδημοκρατίας αλλά στον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε στην πολιτική.
Γα τους εαυτούς μας ή για τους πολίτες;
ΣΚΕΨΕΙΣ, ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ-ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΞΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Μια Εθνική Στρατηγική με ορατά αποτελέσματα είναι ανάγκη να περνάει πρωτίστως από την ωρίμανση του πολιτικού συστήματος και την αποδοχή από μέρους του, της ιστορικής ευθύνης, όχι να κυβερνήσει η μια ή η άλλη συνιστώσα του, αλλά να βγάλει τον τόπο από τα αδιέξοδα.
Αφορά , όλα αυτά τα οποία αντιλαμβανόμαστε ως συστατικά στοιχεία μίας ΝΕΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ και στοχεύει σε όλα όσα χρειάζεται να αλλάξουμε από το χθες.
- Αφορά, μια νέα συμφωνία αναδιανομής πόρων και φόρων και ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο
- Αφορά, στην ενεργοποίηση ουσιαστικών μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης , με το άνοιγμα ενός Εθνικού διαλόγου με τους εμπλεκόμενους (Δικαιοσύνη , Δικηγόροι , Κόμματα , Κινήματα , Θεσμούς , Πολίτες) με γρήγορα αποτελέσματα.
- Αφορά, ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα και μια διαφορετική σχέση πολίτη - πολιτικού συστήματος.
I.ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΩΝ – ΝΕΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ
Με ολοκληρωμένη νομοθετική πρωτοβουλία από το 2012, είχαμε προτείνει τη θέσπιση καθολικών, υποχρεωτικών ηλεκτρονικών συναλλαγών και κίνητρα για επιστροφή ποσοστού φόρου όπως γίνεται σε πολλές άλλες χώρες, όπως Καναδάς, ΗΠΑ, Αυστραλία, Νότιος Κορέα κλπ.
Η νομοθετική πρωτοβουλία αυτή (η οποία δεν έγινε δεκτή από τον τότε Υπουργό Οικονομικών) ,βελτιωμένη και εναρμονισμένη στις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας πρέπει να αποτελέσει την αποφασιστική απάντηση της πολιτείας απέναντι σε όσους υπεξαιρούν ΦΠΑ (περίπου 15 δισ. ετησίως) και ασφαλιστικές εισφορές (υπολογίζονται στα 6 δισ. ετησίως).
Με Νομοθετική πρωτοβουλία επίσης από το 2012 είχαμε προτείνει επίσης την απαίτηση της επείγουσας διαδικασίας άντλησης των στοιχείων του συνολικού καταλόγου των 700.000 – 1000000 περίπου καταθετών που εξήγαγαν τα τελευταία 12 χρόνια στο εξωτερικό ποσά μεγαλύτερα των 100.000 ευρώ
Με έλεγχο από τις φορολογικές αρχές και Τράπεζες και φορολόγηση όσων εξ αυτών δεν έχουν φορολογηθεί, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η νομοθεσία της κυβέρνησης Παπανδρέου (2011) περί άρσης τραπεζικού απορρήτου.
Σύμφωνα με μετριοπαθείς εκδοχές κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιφέρει εφάπαξ αύξηση των εσόδων μέχρι και 40 δισ., με δεδομένο ότι οι πιθανές αφορολόγητες καταθέσεις εξωτερικού υπολογίζονται πως ξεπερνούν τα 300 δισ. ευρώ.
Τα περισσότερα από τα πολλές εκατοντάδες δισεκατομμύρια, βρίσκονται σε φορολογικούς παραδείσους και σε διάφορες Ευρωπαϊκές και Αμερικάνικες τράπεζες παραμένοντας αφορολόγητα μέχρι σήμερα.
Οφείλει η Κυβέρνηση και ο Υπουργός Οικονομικών, να ζητήσει κατεπειγόντως την παράδοση από την Τράπεζα της Ελλάδος, του συνόλου του ηλεκτρονικού της αρχείου, με όλες τις αποστολές κεφαλαίων (εμβασμάτων) άνω των 100.000 ευρώ στο εξωτερικό, από το 2002 και μετά που τηρεί ηλεκτρονικά όλα τα αυτά τα δεδομένα.
Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες μεγάλους καταθέτες εξωτερικού, που τα κεφάλαια τους διοχετεύθηκαν εκτός Ελλάδας, χωρίς πριν να έχουν ελεγχθεί αν είναι φορολογημένα ή όχι.
Υπολογίζεται ότι, τουλάχιστον τα μισά από αυτά τα διαφυγόντα κεφάλαια, είναι αφορολόγητα εν όλω ή εν μέρει.
Άμεσα δε, να διασταυρωθεί αυτό το αρχείο με το ηλεκτρονικό αρχείο που τηρεί η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, με online διασύνδεση των δύο συστημάτων και άμεση πρόσβαση σε αυτά των πιστοποιημένων υπαλλήλων.
Σε περίπτωση ελλείψεως προσωπικού να αξιοποιηθούν στον προέλεγχο πιστοποιημένα λογιστικά γραφεία Α΄ τάξης.
Η κυβέρνηση έχει επίσης την ηθική και πολιτική υποχρέωση να ακυρώσει τον νόμο 4174/26-07-2013 που έβαλε πλάτη στην φοροδιαφυγή παραγράφοντας για 9 ολόκληρα χρόνια ελέγχους για όλους όσους έβγαλαν στο εξωτερικό με εμβάσματα πιθανά αφορολόγητα ποσά.
Ο συμβολισμός και η ουσία της επανανομοθέτησης των ελέγχων αυτών από το 2000 και μετά θα αποτελέσει ένα πραγματικό μήνυμα ελπίδας και δικαιοσύνης, και για όλους όσους δοκιμάστηκαν από την κρίση αλλά και για τους πραγματικούς και έντιμους δημιουργικούς παραγωγούς της οικονομίας.
Η Επιτροπή του Άρθρου 70Α για υποθέσεις με διαφορές σε πρόστιμα και φόρους άνω των 300.000 ευρώ, καταργήθηκε, αντικαταστάθηκε από την Επιτροπή του άρθρου 70Β , η οποία ομοίως ως αναποτελεσματική καταργήθηκε. Σήμερα λειτουργεί η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, του ν. 4174/2013, με σκοπό την αποφόρτιση των διοικητικών Δικαστηρίων από υποθέσεις που μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο φορολογικής διοίκησης και μάλιστα στη σύντομη προθεσμία των εκατό είκοσι (120) ημερών από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής. Τα αποτελέσματα ,από τη μέχρι στιγμής λειτουργία της, καταδεικνύουν περίτρανα ότι οι υποθέσεις που εισάγονται προς επίλυση, απλώς στοιβάζονται σε μία σειρά ανέλεγκτων υποθέσεων που αναγκαίως θα επιλυθούν τελικά από τη φορολογική Δικαιοσύνη, σε βάθος χρόνου 15ετίας κατά την οποία το πλέον πιθανό είναι να μην είναι δυνατή η είσπραξη των καταλογισθέντων φόρων και προστίμων.
Είναι ανάγκη να επισημανθεί αυτή την ιδιότυπη φορολογική αμνηστία και να αποφασιστεί η ανασύσταση Περιφερειακών Επιτροπών με πρόεδρο δικαστικό, και με δομή κατάλληλη ώστε να μπορούν να εξετάζουν το σύνολο των υποθέσεων που εισάγονται σε αυτές προς επίλυση.
- Να ολοκληρωθούν οι έλεγχοι για τα 500.000 πλαστά και εικονικά τιμολόγια αξίας 4,5 δις ευρώ, που μόνο από το ΦΠΑ θα αποδώσουν 1 δις επιπλέον φόρους.
- Να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος χιλιάδων φορτίων σε φορτηγά που εισέρχονται από τις πύλες εισόδου του Έβρου, με υψηλής δασμολογικής κλάσης εμπορεύματα, τα οποία εκτελωνίζονται σε δασμολογικές κλίμακες χαμηλότερες, όπως προκύπτει από ελέγχους του ΣΔΟΕ.
Το αρμόδιο υπουργείο πρέπει να σταματήσει αυτή τη πρακτική που κοστίζει έσοδα πολλών εκατομμυρίων στο ελληνικό κράτος:
- Να υπάρξει, ολοκλήρωση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που έμειναν ανολοκλήρωτες ή ανεφάρμοστες μετά την ανατροπή Παπανδρέου το 2011. Αυτές, θα οδηγήσουν μέσα από την πολιτική βούληση εφαρμογής τους, στην αναχαίτηση της υποκλοπής ή της υπονόμευσης του δημοσίου πλούτου. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η εφαρμογή του νόμου για το λαθρεμπόριο των καπνικών προιόντων, το λαθρεμπόριο καυσίμων, ο νόμος για τις τριγωνικές συναλλαγές κλπ
- Απαιτείται ρευστότητα στην αγορά από τις ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες και ειδικά από εκείνες που το Δημόσιο έχει κυρίαρχο ρόλο, αφού τα χρήματα προέρχονται από τα δάνεια που πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι και κυρίως οι εύκολοι στόχοι της κρίσης.
- Είναι ανάγκη να υπενθυμιστεί ότι, οι τράπεζες ενώ έλαβαν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, αρνήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τον δημόσιο έλεγχό τους μέσω των κοινών μετοχών και δεν διοχετεύτηκε ρευστότητα στην πραγματική οικονομία.
Oι τράπεζες που ανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων, , πρέπει να πουν πόσα χρήματα εξ αυτών έχουν διαθέσει στην πραγματική οικονομία και πόσα προγραμματίζουν να διατεθούν το επόμενο διάστημα εφόσον υπάρξει και υλοποιηθεί μια νέα συμφωνία και με δεδομένο την ποσοτική χαλάρωση από τη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα .
Το τραπεζικό σύστημα λειτούργησε και λειτουργεί με διαδικασίες απομόχλευσης.
Το ζήτημα της ρευστότητας καθίσταται κορυφαίο για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τη δημιουργία ελπίδας στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα τους νέους.
Το πιθανότερο είναι, το τραπεζικό σύστημα να επιμείνει σε στρατηγική απομόχλευσης.
Καθίσταται, λοιπόν, αναγκαίο και εθνικά επιτακτικό να διασφαλιστεί η διοχέτευση στην αγορά νέας χρηματοδότησης με τη δημιουργία νέων χρηματοδοτικών φορέων.
Όχι ασφαλώς με τη δημιουργία νέων τραπεζών, αλλά νέων ευέλικτων χρηματοδοτικών φορέων, σε εθνική και περιφερειακή εμβέλεια, οι οποίοι θα πρέπει να διοχετεύσουν στην αγορά, σε παραγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες επαρκή κεφάλαια για την επόμενη τριετία, με στόχο τη δημιουργία 150.000 μικρών και μεσαίων νέων επιχειρήσεων, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τουλάχιστον 500.000 θέσεις εργασίας.
Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει, κατά απόλυτη προτεραιότητα, να εξασφαλίσει μετά την συμφωνία και την υλοποίηση του πακέτου Γιούνκερ πρόσθετα κεφάλαια για το σκοπό αυτό.
II.ΤΟ ΝΕΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΟΧΕΥΕΙ :
1. Να κατευθυνθούν κατά προτεραιότητα σε παραγωγικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα σε εκείνες που αξιοποιούν εγχώριους πόρους και ελληνικές πρώτες ύλες, οι χρηματοδοτικοί πόροι που σήμερα διαθέτει η χώρα μας ( Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ευρωπαϊκές συμμετοχές, τραπεζικός δανεισμός κλπ).
2. Να αποτελούν κυρίως πλέον κριτήρια ενίσχυσης των επενδύσεων η εγχώρια προστιθέμενη αξία και ο εξωστρεφής χαρακτήρας των επιχειρήσεων, ώστε:
● Nα σταματήσει επί τέλους η κατασπατάληση δημόσιου χρήματος σε παρασιτικές δραστηριότητες και υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας.
● Nα πούμε όχι σε κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, που καταλήστεψαν το δημόσιο χρήμα και άφησαν πίσω τους μηδενικό ή ελάχιστο έργο.
3. Να συμβάλουμε ουσιαστικά στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όχι μόνο με θεσμικές αλλαγές - που μένουν συνήθως στα χαρτιά - αλλά με ουσιαστικό έργο όπως
● Η προώθηση των περιφερειακών χωροταξικών σχεδίων
● Η οργάνωση της επιχειρηματικής υποδομής και
● Η επανεξέταση των ενεργειακών βαρών ιδιαίτερα για την αγροτική παραγωγή και τις ενεργοβόρες παραγωγικές δραστηριότητες
4. Να συμβάλλουμε στην δημιουργία μιας στέρεης εθνικής καταναλωτικής συνείδησης, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε στηρίγματα στην ελληνική οικονομία, σταματώντας την αιμορραγία της, που δεν αντέχει να πληρώνει το έλλειμμα των 6,5 δις ευρώ τον χρόνο σε εισαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Είναι απαραίτητο στις αγορές που είναι και ανταγωνιστικές και διαρκώς μεταβαλλόμενες εμείς με ένα κοινωνικό και οικονομικό πατριωτισμό να δημιουργήσουμε και να στηρίξουμε τις προσπάθειες κινημάτων και θεσμών που έχουν σαν στόχο την ανάδειξη και επιλογή των ελληνικών προϊόντων και επιχειρήσεων
5. Να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων και την παρουσία ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό με ένα εθνικό σχέδιο δράσης εξαγωγών.
● Σε αυτή την κατεύθυνση η οικονομική διπλωματία μας οφείλει να μπει μπροστά και να παύσει να αποτελεί ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό της χώρας μας στο εξωτερικό.
Οφείλει να ανοίξει δρόμους και να ενισχύσει την ελληνική παρουσία στις ξένες αγορές, κυρίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τις παραγωγικές ενώσεις, που δεν διαθέτουν την υποδομή και τη γνώση να διεισδύσουν σε νέες αγορές.
III.ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΜΕΣΗΣ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ
Στην οικονομία, στην αγορά, στην εργασία, στην υγεία, στα τρόφιμα κλπ.
Λαμβάνοντας υπόψη, ότι η ανυπαρξία ελέγχων σε πολλούς τομείς της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας, εξαιτίας της κατάρρευσης των ελεγκτικών μηχανισμών από την έλλειψη προσωπικού, οδήγησε στην υπονόμευση και στην απώλεια δημοσίου πλούτου.
Η ανορθολογική κατανομή προσωπικού, στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να ανακατανεμηθεί και να διοχετευθεί μετά από μια ταχύρυθμη επιμόρφωση στους ελεγκτικούς μηχανισμούς , οι οποίοι και θα κληθούν να συμβάλουν στην διεύρυνση του δημόσιου πλούτου στην χώρα.
IV.ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΡΑΣΗΣ ΑΠΕΜΠΛΟΚΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ:
Είναι ανάγκη στην κρίση, που διέρχεται η χώρα να υπάρξουν πολιτικές αποφάσεις, που θα προκαλέσουν ένα αναπτυξιακό σοκ, απεμπλέκοντας από γραφειοκρατικές διαδικασίες, επενδυτικές πρωτοβουλίες, που παρεμποδίζονται από χρόνιες διοικητικές αγκυλώσεις, και την κωλυσιεργία της δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι καθυστερήσεις, σε υπηρεσίες περιβάλλοντος, δασικές υπηρεσίες, αρχαιολογίες κλπ. Οι κρίσεις σε αυτές τις περιπτώσεις δεν νοείται να καταστούν πιο ελαστικές αλλά πιο αποτελεσματικές στην ταχύτητα απόδοσης της κρίσης.
V.ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ:
1. Ένα νέο πολιτικό πλαίσιο για τη διαφάνεια, την αντιπροσωπευτικότερη εκπροσώπηση πολιτών με μεγαλύτερη αναλογία, μικρές περιφέρειες κλπ.
2. Μόνιμη Δημόσια Ανάρτηση στο Διαδίκτυο του Πόθεν Έσχες Πολιτικών, Δικαστών, Δημόσιων Λειτουργών, Στελεχών Αυτοδιοίκησης, Μελών Διοικητικών Συμβουλίων Οργανισμών και Φορέων Δημοσίου, Συνδικαλιστών, Δημοσιογράφων και Ιδιοκτητών Μέσων Ενημέρωσης.
Η δημόσια ανάρτηση είναι ο μόνος τρόπος να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους ασκούντες εξουσία οποιασδήποτε μορφής.
Δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μομφή εναντίον τους, αλλά ως διαδικασία που ενισχύει τη διαφάνεια και περιφρουρεί τους πολλούς έντιμους εξ αυτών.
VI.ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ:
Πρωτοβουλίες για την ταχύτερη εκδίκαση των εκατοντάδων χιλιάδων υποθέσεων (οικονομικών, φορολογικών, απαλλοτριώσεων δημοσίων έργων, αναπτυξιακών – επενδυτικών) που αφορούν μεγάλα ποσά και που εκκρεμούν στα δικαστήρια, κατά αποκλειστική προτεραιότητα.
Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Σε αναπτυξιακή τροχιά με εργαλείο την ουσιαστική αναμόρφωση του νομοθετικού και δικονομικού συστήματος διεκπεραίωσης των διοικητικών υποθέσεων στην ελληνική έννομη τάξη.
Ι. «Όλο και περισσότερο, η αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης, κυρίως στο επίπεδο του χρόνου, μπορεί να γίνει σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο σε μια Ευρώπη που πρέπει να ξαναβρεί ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Οι δε τελευταίοι φυσικό είναι να συνδέονται και με τη θεσμική της αρχιτεκτονική.
Συνεπώς, στις σημερινές συνθήκες ταχύτατων μεταβολών αλλά και παγκόσμιων μετασχηματισμών, ένα γρήγορα και αξιόπιστο σύστημα απονομής δικαιοσύνης βοηθά όλους τους πολίτες και τον επιχειρηματικό κόσμο στο σύνολό του να βρουν, μεταξύ άλλων, και τους βηματισμούς που είναι απαραίτητοι στις προσπάθειές τους. Αυτό είναι εξόχως ζωτικό για χώρες, όπως η Ελλάδα για παράδειγμα, που έχουν ανάγκη να μπουν εκ νέου σε αναπτυξιακή τροχιά.»
Με αυτή τη διαπίστωση της Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Επιτρόπου για θέματα Δικαιοσύνης, αλλά και με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στον ΠΙΝΑΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 2015 ,τα οποία εκτίθενται στη συνέχεια, έχει καταστεί πλέον και επίσημα και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αξίωμα ότι η αποτελεσματικότητα των συστημάτων της απονομής δικαιοσύνης στο δικαιϊκό σύστημα ενός κράτους-μέλους , παίζει πρωταρχικό ρόλο στην ενίσχυση της οικονομικής του ανάπτυξης και ευημερίας.
Η άρρηκτη αυτή σχέση του δίπολου δικαιοσύνη-ανάπτυξη , αποτυπώθηκε στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ενσωμάτωσε τον Πίνακα Αποτελεσμάτων για τον Τομέα της Δικαιοσύνης το 2015, στην οποία αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα ότι:
«Η έκδοση του πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης για το 2015 (εφεξής «πίνακας αποτελεσμάτων») παρουσιάζεται σε μια χρονική στιγμή που η ΕΕ έχει δεσμευθεί για την αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης και για τη δημιουργία νέας ώθησης για την αλλαγή. Ο ρόλος των αποτελεσματικών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης στη δημιουργία ενός φιλικού προς τις επενδύσεις περιβάλλοντος, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, την παροχή μεγαλύτερης ρυθμιστικής προβλεψιμότητας και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης είναι βασικός. Ο σημαντικός ρόλος των συστημάτων δικαιοσύνης στην οικονομική ανάπτυξη συμπληρώνει την ιδιαιτέρως σημαντική λειτουργία τους που αφορά τον σεβασμό των αρχών βάσει των οποίων ιδρύθηκε η ΕΕ.».
Την ίδια στιγμή, κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει τον πρωτεύοντα ρόλο των δικαστικών μεταρρυθμίσεων, ως αναπόσπαστου μέρους των διαρθρωτικών συνιστωσών των κρατών μελών στα οποία εφαρμόζονται προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, η Ελλάδα εμφανίζεται με τα μελανότερα χρώματα ως προς την ποιότητα, αποτελεσματικότητα και ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης.
Ειδικότερα η Ελλάδα έχει την εξής κατάταξη:
- Η 2η από 26 χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμών εισαχθεισών υποθέσεων αστικού, εμπορικού και διοικητικού δικαίου
- Η 3η από 26 χώρες με τον περισσότερο χρόνο για την εκδίκαση εμπορικών, αστικών και διοικητικών υποθέσεων
- Η 1η από 26 χώρες με το μεγαλύτερο αριθμό εκκρεμών διοικητικών υποθέσεων
- Η 2η από 28 χώρες με τον περισσότερο χρόνο για την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν στην παραβίαση του ελεύθερου ανταγωνισμού, της νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων και της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή.
ΙΙ. Στα πλαίσια των ως άνω διαπιστώσεων, οι οποίες εν πολλοίς αποτυπώνονταν με αρνητικά μεγέθη και σε προγενέστερες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Τομέα της Δικαιοσύνης (ετών 2012, 2013 και 2014), ξεκίνησε η προσπάθεια αναμόρφωσης του πλαισίου απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, εστιάζοντας όμως, κυρίως στην αναμόρφωση της Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αφορά στην εκδίκαση των αστικών και εμπορικών υποθέσεων κατά κύριο λόγο.
Η διαδικασία επίλυσης των διοικητικών διαφορών που στην ουσία είναι οι διαφορές αναπτυξιακού, δημοσιονομικού, φορολογικού και εν γένει δημοσίου χαρακτήρα, παρέμεινε ανέγγιχτη, με αποτέλεσμα αφενός να αυξάνεται ο ήδη υπέρογκος αριθμός των εισαγόμενων στα διοικητικά δικαστήρια υποθέσεων και αφετέρου να καθίσταται σχεδόν αδύνατη η εκδίκασή τους σε χρόνο ΕΠΙΚΑΙΡΟ τόσο για τα συμφέροντα του ιδιώτη-διοικούμενου όσο και για το συμφέρον του Δημοσίου.
ΙΙΙ. Τα σύνθετα και πολυπαραγοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο χώρος της διοικητικής δικαιοσύνης έχουν αναδειχθεί και εκτεθεί επανειλημμένως τόσο από τους δικαστικούς λειτουργούς και τους εκπροσώπους τους, όσο και από εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργείου Δικαιοσύνης. Εντούτοις, στην χρονική στιγμή κατά την οποία το κάλεσμα για πλήρη ενεργοποίηση όλων των δημοκρατικών θεσμών, ως μέσου ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας, είναι επιτακτικότερο από ποτέ, η διοικητική δικαιοσύνη παραμένει καθηλωμένη σε απαρχαιωμένες και αναποτελεσματικές διατάξεις. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα, να καθίσταται αδύνατη η είσπραξη δημοσίων εσόδων, να ματαιώνονται δημόσια έργα και επενδύσεις, να παρεμποδίζεται εν τέλει οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια και προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης της χώρας.
Ενώ, ακόμα και οι νομοθετικές τροποποιήσεις που επιχειρήθηκαν, ιδίως στο χώρο του φορολογικού δικαίου, αναφορικά με την εξωδικαστική επίλυση των φορολογικών διαφορών , έχουν εντείνει όπως φαίνεται την ασφυξία των διοικητικών δικαστηρίων και παράλληλα έχουν αφήσει ανεκδίκαστες εκατοντάδες φορολογικές υποθέσεις εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, το έτος 2013 , στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών, του Υπουργείου Οικονομικών που είναι αρμόδια για το υποχρεωτικό εξωδικαστικό στάδιο επίλυσης φορολογικών διαφορών, λίμναζαν υποθέσεις με οικονομικό αντικείμενο πάνω από 1,5 δισ. ευρώ.
ΙV. Από την παραπάνω σύντομη αναφορά και ιδίως από την εικόνα της κλιμακούμενης κατάρρευσης του συστήματος λειτουργίας της διοικητικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, (σημ. οι προαναφερόμενοι δείκτες φαίνεται να έχουν επιδεινωθεί αισθητά το 2015, σε σχέση με εκείνους της αντίστοιχης ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του έτους 2013), καθίσταται σαφές ότι έως σήμερα επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις, είτε δεν ήταν επαρκείς είτε προσανατολίστηκαν σε λάθος κατεύθυνση.
Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό του μοντέλου λειτουργίας και απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης είναι άμεση και επιτακτική και οι προτάσεις πλέον πρέπει να έχουν σαφές περιεχόμενο και συγκεκριμένο προσανατολισμό, ουσιαστικής ενίσχυσης της διοικητικής δίκης.
Για τη διαμόρφωση των προτάσεων αυτών απαιτούνται:
- ΕΝΑΡΞΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ- συνδιαμόρφωση των προτάσεων για την επιτάχυνση και αποτελεσματικότητα της Διοικητικής Δίκης από όλους του εμπλεκόμενους φορείς, Δικαστικούς Λειτουργούς, Δικηγόρους, Δικαστικούς Υπαλλήλους κλπ.
- ΘΕΣΠΙΣΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ - ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ. Η δικαστική εξουσία και ιδίως η διοικητική δικαιοσύνη μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο όταν υπάρχει αποτελεσματική διοίκηση και αποτελεσματική νομοθέτηση.
Η συγκεκριμενοποίηση της συλλειτουργίας νομοθεσίας, διοικητικής διαδικασίας και διαδικασίας εκδίκασης διοικητικών διαφορών είναι μονόδρομος.
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ.
Στα πλαίσια αυτών των κατευθύνσεων και πάντοτε εντός των ορίων του Συνταγματικού Δικαιώματος της Δικαστικής Προστασίας, θα πρέπει να εξεταστούν:
1α) Η δυνατότητα θέσπισης επιπλέον όρων και προϋποθέσεων στη χορήγηση αναστολής από τα Διοικητικά Δικαστήρια.
Α) Με το καθεστώς που ισχύει έως σήμερα στις Δικονομίες των Διοικητικών Δικαστηρίων, και συγκεκριμένα στη Δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στη Δικονομία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τη Δικονομία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ που εξετάζονται για τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων είναι (με μικρές παραλλαγές σε κάθε ειδικότερο δικονομικό κείμενο):
- Η πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου βοηθήματος (ελάχιστες περιπτώσεις αναστολών χορηγούνται γι αυτό το λόγο)
- Η απόδειξη εκ μέρους του αιτούντος την αναστολή , ΟΤΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΘΑ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΗ ΒΛΑΒΗ, ΣΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ.
Η δεύτερη αυτή περίπτωση, η οποία είναι και μακράν η συνηθέστερη αιτία χορήγησης αναστολής, επιφέρει ως αποτέλεσμα την αναστολή , δηλαδή το «πάγωμα» εκτέλεσης της διοικητικής πράξης στην οποία αφορά, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση οριστική από το Διοικητικό Δικαστήριο. Ακόμα όμως και όταν εκδοθεί απόφαση από το Πρωτοβάθμιο Διοικητικό Δικαστήριο, είναι δυνατή η αίτηση για τη χορήγηση αναστολής κατά της δικαστικής απόφασης μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Δευτεροβάθμιου κ.ο.κ. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, ο μέσος χρόνος που απαιτείται σήμερα για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από τα ανώτατα Διοικητικά Δικαστήρια είναι από 8 έως και 14 έτη.
Επομένως, σε πολλές περιπτώσεις η τελική έκδοση απόφασης είναι αλυσιτελής και η δικαστική προστασία ανεπίκαιρη καθώς, ο διάδικος μπορεί να έχει πτωχεύσει (όταν πρόκειται για χρηματικό καταλογισμό) , να έχει αποβιώσει κ.ο.κ.
Β) Με δεδομένο, ότι στις ως άνω αναφερόμενες δικονομίες ορίζεται ότι η αναστολή είναι δυνατό να μη χορηγηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει να εξεταστούν στα πλαίσια του Εθνικού Διαλόγου :
- H δυνατότητα νομοθετικής εξειδίκευσης των λόγων δημοσίου συμφέροντος που αποκλείουν τη χορήγηση αναστολής σε αναπτυξιακές δίκες
- Η δυνατότητα απαγόρευσης χορήγησης αναστολής σε φορολογικές δίκες όταν πιθανολογείται από τον δικαστή η πρόθεση φοροδιαφυγής από τον αιτούντα.
- H δυνατότητα επανεξέτασης σε ορισμένες περιπτώσεις της χορηγηθείσας αναστολής εντός ενός έτους π.χ. προκειμένου να είναι δυνατό να διακριβωθεί αν συνεχίζει να υφίσταται η οικονομική αδυναμία του αιτούντος.
- H θέσπιση ειδικότερων προϋποθέσεων χορήγησης αναστολής στις αναπτυξιακές δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε συνάρτηση με το έννομο συμφέρον του αιτούντος.
1β) H οριοθέτηση με νόμο του εννόμου συμφέροντος στις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και ειδικότερα στις δίκες που αφορούν σε αναπτυξιακά έργα και επενδύσεις.
Το έννομο συμφέρον , δηλαδή το «δικαίωμα» προσφυγής του πολίτη στα διοικητικά δικαστήρια, λόγω της βλάβης που υφίσταται από την έκδοση κάποιας διοικητικής πράξης, όπως έχει οριστεί από τη Νομολογία , πρέπει να είναι ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ, ΑΜΕΣΟ ΚΑΙ ΕΝΕΣΤΩΣ.
Εντούτοις, ιδίως στις περιβαλλοντικές δίκες που συναρτώνται άμεσα με την εκτέλεση δημοσίων αναπτυξιακών έργων, το έννομο αυτό συμφέρον έχει διευρυνθεί υπέρμετρα με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η άσκηση αίτησης ακυρώσεως και αναστολής στο ΣτΕ ακόμα και από κάποιους πολίτες οι οποίοι έχουν συμμετοχή σε περιβαλλοντικές οργανώσεις χωρίς να έχουν άμεση διασύνδεση με την επίδικη έννομη σχέση.
1γ) H δυνατότητα νομοθετικής πρόβλεψης αποζημιωτικής ευθύνης εις βάρος του φυσικού ή νομικού προσώπου και υπέρ του Δημοσίου που με προδήλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα αλλά με λόγους που επιτρέπουν τη χορήγηση αναστολής και με υπαιτιότητα, προκαλεί επιβράδυνση στην εκτέλεση δημοσίων έργων, συμβάσεων κλπ. εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
2α) Η ανεξαρτησία της λειτουργίας της Δικαιοσύνης τείνει αρκετές φορές να συγχέεται με την απομόνωσή της από τις άλλες δύο λειτουργίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική. Όμως, η ύπαρξη στρεβλώσεων στο επίπεδο της νομοθεσίας οδηγεί αναπόφευκτα στην δημιουργία στρεβλώσεων και στη διοίκηση η οποία καλείται να εφαρμόσει τις νομοθετικές διατάξεις κι εν τέλει επιβαρύνεται υπέρογκα και η διοικητική δικαιοσύνη η οποία επιφορτίζεται με επιπλέον όγκο υποθέσεων που έχουν ανακύψει από τις εν λόγω στρεβλώσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι επιτακτικό να δρομολογηθούν τα εξής:
- Να επενεξεταστούν και επαναδιατυπωθούν, με προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες της δημόσιας διοίκησης και του πολίτη, τα βασικά νομοθετήματα που διέπουν τη διοικητική διαδικασία. Ιδιαίτερα , λόγω και της ισχύος του νόμου «Περί Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης» αλλά και του νόμου για τη «ΔΙΑΥΓΕΙΑ», οι οποίοι παρέχουν ευρεία πρόσβαση του πολίτη στη δημόσια πληροφορία, πρέπει να επανεξεταστούν διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αναφορικά με την πρόσβαση του διοικουμένου στα δημόσια έγγραφα, την έναρξη ισχύος της διοικητικής πράξης από την κοινοποίησή της και τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης.
- Ο εκσυγχρονισμός των ως άνω διατάξεων, είναι δυνατό να άρει τα ζητήματα που ανακύπτουν από την περιοριστική αντιμετώπιση που έχει επιφυλάξει έως σήμερα ο νομοθέτης και επομένως να αφαιρέσει ένα μεγάλο τμήμα υποθέσεων που καταλήγουν στα διοικητικά δικαστήρια και οι οποίες πηγάζουν από τις διατάξεις αυτές.
- Να δημιουργηθεί στις υπηρεσίες του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γραφείο επεξεργασίας της Νομολογίας, το οποίο θα αναλαμβάνει να εκδίδει μηνιαίως εμπεριστατωμένο δελτίο Νομολογίας για τα διοικητικά θέματα που έχουν κριθεί με αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων και που άπτονται δικών με αναπτυξιακό και οικονομικό ενδιαφέρον για τα συμφέροντα του Δημοσίου και να αποστέλλει με τη μορφή Εγκυκλίου , το δελτίο αυτό στις υπηρεσίες που τις αφορά η νομολογιακή ερμηνεία των ζητημάτων που περιλαμβάνονται.
- Έτσι π.χ. για ζητήματα πολεοδομικού, χωροταξικού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος εν γένει, θα πρέπει να αποστέλλεται μηνιαίως η νομολογιακή αντιμετώπισή τους, στις αρμόδιες υπηρεσίες που εγκρίνουν περιβαλλοντικούς όρους, ώστε να είναι εκ των προτέρων δυνατή η συμφωνία τους με τη νομολογία και να μην απαιτείται η προσφυγή στη δικαιοσύνη για την ακύρωσή τους με την αντίστοιχη αναστολή του έργου στο οποίο θα αφορούν.
- Να θεσπιστεί νομοθετικά η υποχρεωτική συμμετοχή στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που επεξεργάζονται νομοθεσία σχετική με τη διοικητική διαδικασία και δικαιοσύνη, διοικητικών δικαστών και διοικητικών υπαλλήλων οι οποίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι να εκφέρουν προτάσεις ενίσχυσης και αποτελεσματικότητας του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της διοίκησης και της διοικητικής δικαιοσύνης.
3) Η μέχρι σήμερα προσπάθεια λειτουργίας των επιτροπών επίλυσης διοικητικών διαφορών έχει καταρχήν εστιαστεί στις Επιτροπές Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών του Υπουργείου Οικονομικών. Τα αποτελέσματα από την πραγματική τους λειτουργία κατέδειξαν ότι η συμβολή τους είναι μάλλον ζημιογόνος για το δημόσιο συμφέρον αλλά και το συμφέρον του πολίτη.
Ο υπέρογκος αριθμός υποθέσεων (περίπου 700 ανεκδίκαστες υποθέσεις παρέμειναν στο τέλος του 2013 στην Επιτροπή του άρθρου 70β) και το δυσνόητο νομικό πλαίσιο με το οποίο θεσπίστηκαν ιδίως οι προθεσμίες προσφυγής, σιωπηρής αποδοχής τους και τεκμαιρόμενης έκδοσης απόφασης, δημιούργησαν τεράστια σύγχυση στους ενδιαφερόμενους και τους δικαστές, επιφόρτησαν με επιπλέον βάρος τα διοικητικά δικαστήρια και απέτρεψαν την δυνατότητα είσπραξης δημοσίου χρήματος.
Είναι άμεση αναγκαιότητα, τώρα πλέον που έχουν εντοπιστεί οι λόγοι δυσλειτουργίας τους, να αναμορφωθεί και κυρίως να αποσαφηνιστεί αρχικά το νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις Επιτροπές Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στο Ψήφισμα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κατά την Γενική Συνέλευσή τους το 2015, "Τους τελευταίους 30 μήνες έχουν ψηφιστεί έξι αμιγώς φορολογικοί νόμοι με 177 άρθρα και 17 νόμοι στους οποίους συμπεριλήφθηκαν 71 νέες φορολογικές διατάξεις. Για αυτά εκδόθηκαν 111 υπουργικές αποφάσεις και 138 διευκρινιστικές εγκύκλιοι.»
Επιπλέον, απαραίτητη είναι η επαρκής στελέχωση με εξειδικευμένους σε νομικά και φορολογικά θέματα υπαλλήλους, καθώς και η αύξηση των μελών που απαρτίζουν τις εν λόγω επιτροπές.
Συνοψίζοντας , είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι καμία μεταρρύθμιση και νομοθετική πρωτοβουλία δεν θα μπορέσει να ευοδωθεί αν δεν προβλεφθεί ΑΜΕΣΑ η αύξηση των οργανικών θέσεων των Διοικητικών Δικαστών και υπαλλήλων των Διοικητικών Δικαστηρίων. Ενδεικτικά οι ετήσια προκήρυξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την πρόσληψη Διοικητικών Δικαστών, του έτους 2014, περιελάμβανε 20 μόνο θέσεις εκ των οποίων οι 6 θέσεις ήταν για το Συμβούλιο της Επικρατείας , οι 6 για το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι 8 για τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια όλης της Ελλάδας.
Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι οι υποψήφιοι διοικητικής κατεύθυνσης, που συμμετέχουν στο Διαγωνισμό για την Εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστών , είναι ετησίως περίπου 400 , εκ των οποίων οι 200 περίπου πετυχαίνουν βαθμολογία πάνω από την οριζόμενη βάση εισαγωγής, αλλά μένουν εκτός λόγω χαμηλού αριθμού θέσεων, (συνήθως 20 με 25 ετησίως) είναι προφανές ότι η κάλυψη σε περίπτωση αύξησης των θέσεων, θα είναι άμεσα εφικτή λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού των ενδιαφερομένων υποψηφίων.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν σκέψεις, απόψεις και θέσεις σε μία διαδικασία εποικοδομητικού διαλόγου, για την πορεία των προοδευτικών δυνάμεων και τις προοδευτικές πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν, με βασική προϋπόθεση ισχυρή πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα για την έξοδο από την κρίση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr