Μεταξύ άλλων, η έκθεση παρουσιάζει: α) ανάλυση της τρέχουσας διάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους καθώς και των δανειακών αναγκών και πηγών χρηματοδότησης της Γενικής Κυβέρνησης την περίοδο 2015-2020, β) εκτιμήσεις για τη μηνιαία εξέλιξη του κόστους πληρωμής τόκων και χρεολυσίων επί του ελληνικού δημοσίου χρέους για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους, και γ) συνοπτική επισκόπηση κάποιων πρόσφατων εξελίξεων σε σχέση με τις συνεχιζόμενες διαβουλεύσεις και συνομιλίες της νέας ελληνικής κυβέρνησης με υψηλόβαθμους ευρωπαίους αξιωματούχους με στόχο την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης για το ελληνικό δημόσιο χρέος και την μελλοντική σχέση της χώρας με τους επίσημους δανειστές. Οι κύριες επισημάνσεις και τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης συνοψίζονται ακολούθως.
- Ελλείψει μιας νέας συμφωνίας για την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους (OSI), η χώρα θα πρέπει να δαπανήσει περί τα €20δις το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων. Το εν λόγω ποσό αντιστοιχεί στο κόστος εξυπηρέτησης του συνόλου του ελληνικού χρέους εκτός εντόκων γραμματίων.
- Το προφίλ των ετήσιων δαπανών για την πληρωμή τοκοχρεολυσίων αναμένεται να είναι ευκολότερα διαχωρίσιμο την επόμενη 5ετία, με το προβλεπόμενο καθαρό χρηματοδοτικό κενό της Γενικής Κυβέρνησης να διαμορφώνεται σε περίπου €7δις το 2016 και σε €8,5δις κατά μέσο όρο την περίοδο 2017-2020. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποθέτουν την εκπλήρωση των στόχων του 2ου προγράμματος προσαρμογής για το δημοσιονομικό πλεόνασμα και τα έσοδα από το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας την αντίστοιχη περίοδο.
- Ελλείψει μιας νέας συμφωνίας για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους που θα προσέφερε επίσης σημαντική ανακούφιση σε επίπεδο ταμειακών ροών, το καθαρό χρηματοδοτικό κενό της Γενικής Κυβέρνησης θα αυξάνονταν κατά περίπου € 1,8δις για κάθε μία ποσοστιαία μονάδα τυχόν πτωτικής απόκλισης από τον σχετικό δημοσιονομικό στόχο. Από την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους στόχους για τα έσοδα του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας θα επιβάρυνε ισόποσα (δηλ. ένα προς ένα) το χρηματοδοτικό έλλειμμα.
- Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις, μια νέα αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους που θα αφορούσε μόνο τα ευρωπαϊκά δάνεια που εκταμιεύθηκαν στο πλαίσιο του 1ου και του 2ου προγράμματος προσαρμογής (GLF και EFSF), δε θα βελτίωνε σημαντικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου το τρέχον έτος και την επόμενη 5ετία. Αυτό διότι η χώρα απολαμβάνει ήδη 10ετή περίοδο χάριτος στην πληρωμή χρεολυσίων επί του συνόλου των δανείων αυτών καθώς και 10ετή περίοδο απαλλαγής από την υποχρέωση πληρωμής τόκων στο σύνολο των δανείων του EFSF, εκτός αυτού (€ 34,5δις) που εκταμιεύθηκε για την περάτωση του PSI. Παρόλα αυτά, μια τέτοια διευθέτηση θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά το προφίλ των δανειακών αναγκών του ελληνικού δημοσίου την περίοδο μετά το 2022/23, συμβάλλοντας στην ενίσχυση των προσδοκιών των επενδυτών σχετικά με τη μεσο-μακροπρόθεσμη εξυπηρετισιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους.
- Επιπροσθέτως, μία αναδιάρθρωση/αναδιάταξη του ελληνικού χρέους που αυτή την στιγμή κατέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος – μέσω π.χ. ανταλλαγής του χρέους αυτού με «αέναα ομόλογα», όπως φέρεται να πρότεινε ο νέος Υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας σε σχετική συνέντευξή του στους Financial Times στις 2 Φεβρουαρίου - θα προσέφερε σημαντική ανακούφιση στις ταμειακές ροές του ελληνικού δημοσίου. Τονίζεται ότι, η συνολική ονομαστική αξία του προαναφερθέντος χρέους ανέρχεται σήμερα σε περίπου €27δις, ενώ ο μέσος χρόνος ωρίμανσης του εκτιμάται σε περίπου 5 έτη. Παρόλα αυτά, δεν είναι βέβαιο αν μια τέτοια ρύθμιση θα τύγχανε σχετικής έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
- Πέραν της όποιας ελάφρυνσης στις χρηματοδοτικές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης που θα προέκυπτε από μια συμφωνία για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, άλλες πηγές χρηματοδότησης θα μπορούσαν δυνητικά να συμπεριλαμβάνουν: i) πρωτογενή πλεονάσματα (σε ταμειακή βάση), ii) έσοδα από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, iii) βραχυπρόθεσμο δανεισμό από φορείς του δημοσίου με πλεονάζουσα ρευστότητα, αν και το περιθώριο χρηματοδότησης από την πηγή αυτή είναι μάλλον περιορισμένο καθώς εκτιμάται ότι ο εν λόγω δανεισμός ανέρχεται ήδη σε περίπου €8,5δις, iv) αύξηση του υφιστάμενου ορίου (€15δις) για την έκδοση εντόκων γραμματίων (αν και μια τέτοια διευθέτηση θα απαιτούσε την έγκριση της ΕΚΤ); και v) χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα.
- Όσον αφορά την τελευταία (δυνητική) πηγή χρηματοδότησης σημειώνεται ότι οι μη-εκταμιευθέντες πόροι στο πλαίσιο του 2ου προγράμματος προσαρμογής περιλαμβάνουν: α) €16,3δις από το ΔΝΤ και €1,8 δις από το EFSF. Η Ελλάδα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του εναπομείναντος πλεονάσματος του ΤΧΣ (€ 11,4δις περίπου) κατόπιν σχετικής έγκρισης από τον ESM, ενώ θα μπορούσε επίσης να λάβει περί τα €3,9 δις το τρέχον έτος από την επιστροφή των κερδών στα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων που αυτή την στιγμή κατέχει το Ευρωσύστημα.
Συμπερασματικά, θεωρείται αναγκαία η εξασφάλιση απρόσκοπτης πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις πράξεις παροχής ρευστότητας της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος καθώς και η ομαλή κάλυψη των δανειακών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης έως ότου επιτευχθεί μια νέα συμφωνία για το χρέος και τις μελλοντικές σχέσεις της Ελλάδας με τους επίσημους δανειστές. Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών ενισχύουν την αισιοδοξία μας για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας, αν και σημαντική αβεβαιότητα παραμένει σχετικά με τη δομή, τους όρους της καθώς και τα σχετικά χρονοδιαγράμματα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr