Τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή μπορούν και άλλες επιχειρήσεις εκτός από τη ΔΕΗ, μπορούν να επενδύσουν στην ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη, μπορεί επί της ουσίας να μην ισχύουν, αλλά πλέον καταρρίπτονται και με τη «βούλα» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο, σε δεύτερο βαθμό, έκρινε την υπόθεση επί της ουσίας. Αποδέχτηκε ότι σε ό,τι αφορά στην εκμετάλλευση του λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα, παραβιάζονται συγκεκριμένα άρθρα της συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚ).
Επίσης, ότι η ΔΕΗ καταχράται της δεσπόζουσας θέσης της, μέσω της παρεμπόδισης εισόδου και άλλων φορέων στην ηλεκτροπαραγωγή από το φθηνότερο διατιθέμενο καύσιμο που είναι ο λιγνίτης. Έτσι, με τις πλάτες του Δημοσίου που είναι και μέτοχος της, αποκτά πλεονέκτημα που δεν μπορεί να έχει άλλος ανταγωνιστής.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Το ιστορικό είναι λίγο ως πολύ γνωστό. Το 2003 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δέχτηκε καταγγελία σύμφωνα με την οποία η αποκλειστική άδεια που παραχώρησε στη ΔΕΗ το Ελληνικό Δημόσιο για την εκμετάλλευση λιγνίτη στην Ελλάδα διαμορφώνει ανισότητα μεταξύ των επιχειρήσεων στην πρόσβαση σε καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο, δηλαδή με τον αποκλεισμό ή την παρεμπόδιση εισόδου και άλλων παραγωγών στην ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη που είναι το φθηνότερο καύσιμο, η ΔΕΗ είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει ή και να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετά από έρευνα και ανταλλαγή αλληλογραφίας με τη ΔΕΗ και τα αρμόδια υπουργεία, (διήρκεσε πέντε χρόνια) εξέδωσε απόφαση που έκρινε τη στάση του Ελληνικού Δημοσίου απέναντι στη ΔΕΗ υπό το πρίσμα των κοινοτικών οδηγιών, αλλά και με δεδομένο ότι από το 2001 η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει απελευθερωθεί στην Ελλάδα.
Κατέληξε δε στο ότι από τη στιγμή που το Ελληνικό Δημόσιο παραχώρησε δωρεάν και χωρίς διαγωνισμό αποκλειστικά δικαιώματα στη ΔΕΗ για το 91% των συνολικών κοιτασμάτων λιγνίτη (με το δωρεάν καύσιμο παρήγαγε τότε το 60% της ηλεκτρικής ενέργειας και σήμερα το 50% περίπου, κυρίως λόγω της εισόδου των ανανεώσιμων πηγών), κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και παραβίαση συγκεκριμένων άρθρων της συνθήκης των ΕΚ. Άρα, θα έπρεπε να διορθωθεί με τη λήψη κατάλληλων μέτρων εκ μέρους του Δημοσίου.
Η προσφυγή της ΔΕΗ...
Την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσέβαλε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο η ΔΕΗ συνεπικουρούμενη από το Ελληνικό Δημόσιο και τα συνδικάτα της Επιχείρισης. Αυτό, όπως φάνηκε από το διατακτικό, έκρινε την υπόθεση όχι επί της ουσίας, αλλά ως προς το κατά πόσο ευθύνεται η ίδια η ΔΕΗ για την δεσπόζουσα θέση που έχει στην αγορά λιγνίτη, αφού αυτή της παραχωρήθηκε από το Δημόσιο.
Έτσι, σύμφωνα με το σκεπτικό του, από τη στιγμή που η αποκλειστική παραχώρηση δεν έγινε με τη βούληση της ΔΕΗ αλλά με τη βούληση του Ελληνικού Δημοσίου, δεν ευθύνεται η ΔΕΗ. Επιπλέον, η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου, θεώρησε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα έπρεπε να αποδείξει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κάτι που δεν το έκανε.
...και η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Μετά την απόφαση αυτή, η οποία αν διατηρούνταν θα δημιουργούσε δεδικασμένο για πάρα πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσέφυγε εκ νέου το 2012 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας να αναιρεθεί η προηγούμενη απόφασή του που δικαίωνε τη ΔΕΗ και το Ελληνικό Δημόσιο. Η εκδίκαση ολοκληρώθηκε στο τέλος του 2013 και στις 17 Ιουλίου εκδόθηκε η νέα απόφαση, που δικαιώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Περιληπτικά, με τη νέα του απόφαση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση επί της ουσίας, δηλαδή αν υφίσταται παραβίαση άρθρων της συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ασχέτως του ποιος ευθύνεται.
Έτσι, αποδέχεται την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία, «οι πρακτικές μιας επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση, οι οποίες τείνουν να επεκτείνουν την εν λόγω θέση, νοθεύοντας τον ανταγωνισμό, σε παραπλήσια αλλά διακριτή αγορά [σ.σ. λιγνίτης], συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ.»
Επιπλέον, όπως υπογραμμίζεται, «η επέκταση δεσπόζουσας θέσεως, χωρίς τούτο να δικαιολογείται αντικειμενικώς, απαγορεύεται καθαυτή από το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 ΕΚ, όταν η εν λόγω επέκταση είναι αποτέλεσμα κρατικού μέτρου. Εφόσον ο ανταγωνισμός δεν επιτρέπεται να καταργηθεί κατά τον τρόπο αυτό, δεν επιτρέπεται ούτε να νοθευθεί».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr