Συνοπτικά, η Αρχή έχει διαπιστώσει ότι, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το στενά ταμειακό - εισπρακτικό συμφέρον του Δημοσίου απέκτησε σαφές προβάδισμα έναντι κάθε άλλου δημόσιου συμφέροντος ή ατομικού δικαιώματος.
Επιπλέον, ο Συνήγορος έχει επισημάνει ότι αφ' ενός από τη διαδοχική (άμεση και έμμεση) φορολογική επιβάρυνση, πλήττονται ουσιαστικά τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και αφ' ετέρου ότι η κατοχή ακίνητης περιουσίας από μόνη της δεν αποτελεί δείκτη φοροδοτικής ικανότητας.
Ειδικότερα, όσον αφορά το ΕΕΤΗΔΕ, η Αρχή έχει τονίσει ότι:
- Από τις σχετικές διατάξεις επιβαρύνονται ευάλωτες κατηγορίες πολιτών, οι οποίες δεν εντάσσονται στις τυπικές ομάδες που εκ του νόμου απαλλάσσονται από το Τέλος (όπως πολύτεκνοι, μακροχρόνια άνεργοι κ.λπ.), αδυνατούν όμως να το καταβάλουν λόγω πραγματικής απουσίας εισοδήματος.
- Ο υπολογισμός του ΕΕΤΗΔΕ βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων υπολογισμού του ΤΑΠ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα κριτήρια προσδιοριστικά της αξίας των ακινήτων, έρχεται σε αντίθεση με την συνταγματική αρχή της ίσης φορολόγησης.
Υπενθυμίζεται δε ότι με την 293/2014 απόφασή του, το Δ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου, έκρινε ότι το ΕΕΤΗΔΕ αντίκειται στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι, μεταξύ άλλων, δεν λαμβάνεται υπόψη η φοροδοτική ικανότητα των προσώπων που βαρύνονται με τον επίμαχο φόρο, ενόψει και της ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Επίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσδιορισμός των προσώπων που βαρύνονται με τον επίμαχο φόρο είναι αυθαίρετος και εισάγει διαφορετική μεταχείριση των πολιτών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr