Σημαντική αλληλεξάρτηση φαίνεται ότι εμφανίζει η μακροοικονομία και ο χρηματοπιστωτικός κλάδος. Επίσης ο κ. Στουρνάρας παραθέτει και προτάσεις για την βελτίωση των συνθηκών δανεισμού. Η αλληλεξάρτηση μακροοικονομίας και τραπεζών, εξηγείται από τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε μια σύγχρονη οικονομία.
Του Γ. Στουρνάρα, Καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Διευθύνοντα Συμβούλου της Κάππα Χρηματιστηριακής Αν και η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου στην Ελλάδα και η εξυγίανση της οικονομίας ξεκίνησαν στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, η δεκαετία του 1990 ήταν αυτή που αποτέλεσε καμπή τόσο για την οικονομία όσο και για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Καταλύτης των εξελίξεων ήταν ο συνδυασμός των μακροοικονομικών αλλαγών με μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Περιγράφοντας τις εξελίξεις όσο πιο συνοπτικά γίνεται, μπορεί να λεχθεί ότι στη δεκαετία του ’90 δημιουργήθηκε και λειτούργησε ένας κλασσικός ενάρετος κύκλος: Οι συνεχώς βελτιούμενες μακροοικονομικές επιδόσεις έθεσαν τα θεμέλια για ισορροπημένη απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κλάδου, ενώ ο αναδιαρθρωμένος χρηματοπιστωτικός κλάδος αποτέλεσε μια από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις για ισχυρή ανάπτυξη. Με την σειρά της, η ισχυρή ανάπτυξη στήριξε περαιτέρω τη διαδικασία σύγκλισης, και ούτω καθεξής. Οι πλέον ολοκληρωμένες διαρθρωτικές αλλαγές και ιδιωτικοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Τέσσερις κατ’ αρχάς τράπεζες ιδιωτικοποιήθηκαν πλήρως σε διάστημα ενός έτους, με αποτέλεσμα να μεταφερθούν από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό 9% του ενεργητικού και το 16,5% του αριθμού των καταστημάτων. Αυτή την περίοδο διαμορφώθηκαν οι νέοι τραπεζικοί όμιλοι του ιδιωτικού τομέα (
EUROBANK,
ALPHA,
ΠΕΙΡΑΙΩΣ) που ανταγωνίζονται σήμερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τους παραδοσιακούς "οιονεί" κρατικούς ομίλους της ΕΘΝΙΚΗΣ και της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ. Η δημιουργία των ομίλων αυτών ενίσχυσε τον ανταγωνισμό σε μια περίοδο απελευθέρωσης της αγοράς και εισαγωγής νέων προϊόντων. Οι ιδιωτικοποιήσεις των τραπεζών προκάλεσαν την μεγαλύτερη ανασύνθεση του χρηματοπιστωτικού τομέα από τη δεκαετία του 1950. Την περίοδο 1998-2001 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 14 συγχωνεύσεις και εξαγορές τραπεζών, εκ των οποίων οι 6 αφορούσαν μικρές και μεσαίες κρατικές τράπεζες που ιδιωτικοποιήθηκαν. Με τις συγχωνεύσεις αυτές οι πέντε τραπεζικοί όμιλοι που προαναφέρθηκαν κατέχουν τα 2/3 του συνολικού ενεργητικού κλάδου. Η κρατική συμμετοχή σταδιακά περιορίστηκε, ενώ ξένες τράπεζες εισήλθαν και συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο ελληνικών τραπεζών (Credit Agricole, Societe Generale) αλλά και σε εξειδικευμένους τομείς, όπως στις πιστωτικές κάρτες, στη διαχείριση κεφαλαίων, στην επενδυτική τραπεζική, στις τραπεζοασφάλειες και στα παράγωγα. Οι εγχώριες τράπεζες άρχισαν να αναπτύσσουν τον τομέα της επενδυτικής τραπεζικής, ο οποίος μέχρι τότε αποτελούσε προνόμιο των ξένων ιδρυμάτων. Επιπλέον, ο μη τραπεζικός χρηματοπιστωτικός κλάδος άρχισε να δραστηριοποιείται ανταγωνιστικά προς τα τραπεζικά προϊόντα, ώστε σήμερα το ενεργητικό των αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 1/4 των καταθέσεων των νοικοκυριών. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν οι αλλαγές στους ισολογισμούς και στα αποτελέσματα χρήσεως του τραπεζικού κλάδου. Η κερδοφορία βελτιώθηκε-με αυτή των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών να υπερδιπλασιάζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990-και τα κεφάλαια των τραπεζών ενισχύθηκαν σημαντικά. Ενώ ο έλεγχος των δαπανών παραμένει μια συνεχής πρόκληση για τις τράπεζες, αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των υπαλλήλων ανά υποκατάστημα μειώθηκε κατά το ήμισυ στη δεκαετία του 1990 (βλ. Eichengreen and Gibson (2001)).
Προτάσεις για βελτίωση των συνθηκών δανεισμού Στο ερώτημα αν υπάρχει γενικευμένος υπερδανεισμός των νοικοκυριών σήμερα στην Ελλάδα, η απάντηση είναι αρνητική, αφού σύμφωνα με έρευνα που έχει πραγματοποιήσει η Τράπεζα της Ελλάδος, για το 88% των νοικοκυριών που έχουν δανειστεί, τα τοκοχρεολύσια δεν ξεπερνούν το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος τους. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο δανεισμός των νοικοκυριών ως ποσοστό του
ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά, περισσότερο από 15 εκατοστιαίες μονάδες, του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πάντως, φαίνεται ότι υπάρχουν μικροί «θύλακες» νοικοκυριών που είναι υπερδανεισμένα, περίπου το 10 με 12% του συνόλου όλων όσοι έχουν
Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr