Οι πιέσεις της τρόικας για ακόμη πιο επώδυνες αλλαγές της τελευταίας στιγμής, οι έντονες αντιδράσεις αντιπολίτευσης και συνδικάτων, αλλά και η εσωκομματική κόντρα, οδήγησαν από αναβολή σε αναβολή την κατάθεση του νομοσχεδίου.Οι δύο ‘καυτές πατάτες’, ασφαλιστικό και εργασιακά, συζητήθηκαν χθες σε έκτακτη σύσκεψη του πρωθυπουργού με τον υπουργό Εργασίας κ. Α. Λοβέρδο, αλλά και τον υπουργό Οικονομικών, κ. Γ. Παπακωνσταντίνου. Επίσης, συνεχίζονται μέχρι τελευταία στιγμή οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα για ‘’λεπτομέρειες’’ του νομοσχεδίου. Ετσι, μετατέθηκε για σήμερα η συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου για το θέμα.
Η κυβέρνηση πάντως δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά της και για ορισμένα θέματα ουδείς γνωρίζει αν ο κ. Λοβέρδος θα υποκύψει στις πιέσεις της τρόικας, ήτοι του μνημονίου. Στο επίκεντρο τίθεται η κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης στον ιδιωτικό τομέα, ρύθμιση που η τρόικα ζητά να συμπεριληφθεί στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο και να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, κάτι που ως τώρα αρνούνταν κατηγορηματικά το υπουργείο Εργασίας.
Αντίθεση όμως στα σχέδια του υπουργείου Εργασίας εκφράζει η τρόικα και σε άλλα μείζονα θέματα, συγκεκριμένα πιέζει:
- για μεταβατικό στάδιο ως 3 χρόνια για την αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης γυναικών στον ιδιωτικό τομέα, όπως στο Δημόσιο, ενώ το υπουργείο Εργασίας σχεδιάζει την σταδιακή προσαρμογή ως το 2015.
- οι μητέρες ανηλίκων να συνταξιοδοτούνται στα 65 χρόνια και όχι στα 60 όπως σχεδιάζει το υπουργείο.
- η σύνταξη χηρείας να δίνεται στο/η σύζυγο μετά από κάποια ηλικία, σε αντίθεση με το υπουργείο, που σχεδιάζει να δίνεται απευθείας μετά το θάνατο του συνταξιούχου.
- να κοπούν οι συντάξεις οι 26.000 συντάξεις άγαμων ή διαζευγμένων θυγατέρων δημοσίων υπαλλήλων και όχι μόνο οι μελλοντικές, όπως σχεδιάζει το υπουργείο Εργασίας.
Εν τω μεταξύ, ο υπουργός Οικονομικών, κ. Γ. Παπακωνσταντίνου υπεραμύνθηκε προχθές των αλλαγών στο ασφαλιστικό των δημοσίων υπάλληλων. "Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις συχνές της εκθέσεις κατατάσσει τη χώρα μας ως τη χειρότερη χώρα...η οποία από το 12% του ΑΕΠ, εάν δεν έκανε κάτι, θα έφτανε το 2060 να δαπανά 24% του ΑΕΠ (για το ασφαλιστικό)", είπε, ενημερώνοντας την Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής για τις επερχόμενες αλλαγές.
Οι αλλαγές αυτές θα ενταχθούν στο συνολικό νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό. Οι βασικές αλλαγές που προωθούνται στο δημόσιο τομέα είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας για τις γυναίκες στα 65 έτη, προκειμένου να εξισωθούν με τα όρια που ισχύουν για τους άνδρες. Ωστόσο, η τρόικα πιέζει για άμεση αντί σταδιακή εφαρμογή.
Επιπλέον, σήμερα αναμένεται να επικυρωθούν και οι ρυθμίσεις στο εργασιακό καθεστώς, καθώς θα περιληφθούν στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, μετά από απόφαση του πρωθυπουργού, κ. Γ. Παπανδρέου.
Ο πρωθυπουργός πήρε αυτή την απόφαση λόγω της εσωκομματικής θύελλας που ξέσπασε από το Προεδρικό Διάταγμα, ενώ ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, κ. Α. Λοβέρδος προχώρησε σε διορθωτικές κινήσεις, μετά και τις έντονες αντιδράσεις σε αντιπολίτευση και συνδικάτα.
Οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής συνοψίζονται καταρχήν, σε αναπλήρωση από τον ΟΑΕΔ του 15-20% των μισθών των νεοεισερχόμενων στην εργασία κάτω των 25 ετών.
Θεσπίζεται, επίσης, ενιαίος κατάλογος κοινής αποδοχής μεσολαβητών και διαιτητών. Μεσολαβητής και διαιτητής καθίσταται αυτός που στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται η η καθολική συμφωνία και ομοφωνία όλων των κοινοτικών εταίρων. Θέτει, δηλαδή, βέτο κάθε εταίρος.
Τα μέτρα προστασίας για εργαζόμενους μεγάλης ηλικίας θα ισχύουν για τους εργαζομένους 55 ως 64 ετών, από 57 που προβλεπόταν αρχικά. Επίσης, απαγορεύεται η ‘ανακύκλωση’ των εργαζόμενων, δηλαδή να απολύει ο εργοδότης κάποιον άνω των 55 ετών και να προσλαμβάνει κάποιον νέο με επιδότηση εισφορών από τον ΟΑΕΔ.
Οσον αφορά, τέλος, τις αποζημιώσεις, παρατείνεται ο χρόνος προειδοποίησης για απόλυση, προκειμένου ο εργοδότης να καταβάλει μειωμένο ποσό αποζημίωσης. Ειδικότερα, για 1 έως 5 έτη εργασίας χρειάζονται 2 μήνες προειδοποίησης, για 5 – 10 έτη χρειάζονται 3 μήνες και για 10 ως 20 έτη 6 μήνες προειδοποίησης.
Αναλυτικότερα το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι το εξής σύμφωνα με όσα δημοσιεύει η εφημερίδα «Το Βήμα»:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΒΑΣΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Αρθρο 1
Εννοιολογικοί προσδιορισμοί 1. Βασική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2015, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος αυτός.
2. Αναλογική σύνταξη: Το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών για τα έτη ασφάλισης, από 1.1.2011 και εφεξής, κάθε ασφαλισμένου που θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2015 σε φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο. Το αναλογικό ποσό σύνταξης βαρύνει τους προϋπολογισμούς των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο για τους ασφαλισμένους του Δημοσίου.
Αρθρο 2
Βασική σύνταξη 1. Από 1.1.2015 και εφεξής καθιερώνεται βασική σύνταξη. Το ύψος της βασικής σύνταξης, για το έτος 2010, καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα (360,00) ευρώ μηνιαίως, για 12 μήνες και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου αυτού.
2. Την ανωτέρω βασική σύνταξη δικαιούνται:
Α. Οι ασφαλισμένοι των οργανισμών κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, καθώς και οι τακτικοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, οι στρατιωτικοί, οι υπάλληλοι της Βουλής και οι τακτικοί υπάλληλοι των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμίδας, ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν πρώτη φορά συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής. Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία συνταξιοδότησης από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο. Στους ασφαλισμένους των οποίων η σύνταξη, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου αυτού, αποτελεί άθροισμα δύο τμημάτων, η βασική σύνταξη υπολογίζεται αναλογικά, με βάση τα έτη ασφάλισης από 1.1.2011 και εφεξής προς τον συνολικό χρόνο ασφάλισης.
Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος κατά 1/35 για κάθε χρόνο που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου και 65ου έτους της ηλικίας. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου.
Η μείωση της βασικής σύνταξης προκειμένου για τους ασφαλισμένους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη γήρατος ανέρχεται σε 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται για τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό 67% ως και 79,9% χορηγείται το 75% της βασικής σύνταξης, και με ποσοστό από 50% ως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Οι μειώσεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή σε όσους συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (Α΄ 164) καθώς και για τα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του ΠΔ 169/2007 (Α΄ 210). Στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου, το ποσό της βασικής σύνταξης προσδιορίζεται για τον επιζώντα σύζυγο και για κάθε συνδικαιούχο με βάση το δικαιούμενο, σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε φορέα ή σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, ποσοστό σύνταξης λόγω θανάτου, όπως διαμορφώνεται.
Προκειμένου για τέκνα, η καταβολή του εν λόγω ποσοστού της βασικής σύνταξης λήγει με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που ορίζονται από τη νομοθεσία. Το καταβαλλόμενο σε αυτά ποσοστό, μετά τη διακοπή χορήγησής του, προστίθεται στο ποσοστό που χορηγείται στον δικαιούχο επιζώντα σύζυγο και έως το ποσοστό της δικαιούμενης σύνταξης. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου λαμβάνει σύνταξη και από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μιας συντάξεις λόγω θανάτου, δικαιούται βασική σύνταξη για την εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη και για τη μεγαλύτερη από τις συντάξεις λόγω θανάτου. Εάν ο συνταξιούχος λόγω θανάτου σύζυγος εργάζεται ή απασχολείται δικαιούται βασική σύνταξη στην ηλικία των 65 ετών. Σε περίπτωση επιμερισμού της εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξης μεταξύ δικαιούχου και τέκνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, όπως ισχύει κάθε φορά, το ποσό της βασικής σύνταξης κατανέμεται κατά τα ίδια ποσοστά. Προκειμένου για συνταξιούχους εξ ιδίου δικαιώματος με περισσότερες της μιας συντάξεις χορηγείται μία βασική σύνταξη.
Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούμενου μιας πλήρους σε ποσό και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης βασικής σύνταξης είναι πλήρες και καταβάλλεται από τον φορέα που χορηγεί την πλήρη σύνταξη. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης, σε αυτήν την κατηγορία συνταξιούχων, είναι ο απονέμων την αναλογική σύνταξη φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Β. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν πραγματοποιήσει λιγότερες από 4.500
ημέρες ή δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια:
α) Εχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους.
β) Το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα, από οποιαδήποτε πηγή, συμπεριλαμβανομένης της βασικής σύνταξης, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνουν το 12πλάσιο και το 24πλάσιο τού κατά τα ανωτέρω πλήρους ποσού βασικής σύνταξης αντίστοιχα.
γ) Διαμένουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και 65ου έτους της ηλικίας τους.
Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε ένα (1) έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής. Η βασική σύνταξη σε αυτήν την κατηγορία των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης είναι ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης και οι φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από τους οποίους καταβάλλεται το αναλογικό ποσό σύνταξης.
Αρθρο 3
Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων από 1.1.2011 και εφεξής 1. Οι ασφαλισμένοι, πρώτη φορά, από 1.1.2011 και εφεξής, σε φορείς κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.2.2015, δικαιούνται αναλογικό ποσό σύνταξης, με βάση τον συνολικό χρόνο ασφάλισής τους, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ενός πλήρους έτους ασφάλισης ή τριακοσίων (300) ημερών και με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία κατά περίπτωση. Οριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αν ο χρόνος ασφάλισης είναι μικρότερος των δεκαπέντε (15) ετών ή 4.500 ημερών ασφάλισης, καθορίζεται το 65ο έτος. Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω υπολογίζεται, για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπόμενων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, τα οποία καθορίζονται ως εξής:
2. Ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης γήρατος και αναπηρίας στους φορείς κύριας ασφάλισης που ασφαλίζουν μισθωτούς λαμβάνεται υπ΄ όψιν το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος, καθ΄ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου του, πλην των αποδοχών του μήνα κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, επί των οποίων καταβλήθηκαν ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς τον υπολογισμό δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, διά του αριθμού των μηνών απασχόλησης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος εντός της χρονικής αυτής περιόδου. Για τους φορείς κύριας ασφάλισης μισθωτών, στους οποίους ως βάση υπολογισμού των παροχών θεωρείται η ημέρα εργασίας, η κατά το προηγούμενο εδάφιο διαίρεση γίνεται με τον αριθμό ημερών εργασίας για το ίδιο χρονικό διάστημα και το πηλίκον πολλαπλασιάζεται επί είκοσι πέντε (25).
Για τον προσδιορισμό του συντάξιμου μισθού των αυτοαπασχολουμένων που υπάγονται στην ασφάλιση των Τομέων του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ λαμβάνεται υπ΄ όψιν ο μέσος όρος των ποσών των ασφαλιστικών κατηγοριών επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ΄ όλο τον χρόνο ασφάλισής τους ή ο μέσος όρος των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις και διαμορφώνονται καθ΄ όλο τον εργασιακό βίο τους.
Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συντάξιμων αποδοχών, οι αποδοχές του ασφαλισμένου ή ο συντάξιμος μισθός του προηγούμενου εδαφίου, για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην των αποδοχών ή του μισθού του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, λαμβάνονται υπ΄ όψιν αυξημένες κατά τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και με συντελεστή ωρίμανσης που προσδιορίζεται κάθε έτος, με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έπειτα από γνώμη της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
Για τον υπολογισμό της αναλογικής σύνταξης στους φορείς κύριας ασφάλισης αυτοαπασχολουμένων, λαμβάνονται υπ΄ όψιν οι ασφαλιστικές κατηγορίες που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, βάσει των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές καθ΄ όλο τον χρόνο ασφάλισης του ασφαλισμένου, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης έτους. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στους ανωτέρω φορείς εφαρμόζονται αναλόγως τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 1Α του άρθρου αυτού καθώς και της παρούσης παραγράφου.
3. Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου και των τέκνων δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 80% των δύο προηγούμενων εδαφίων.
4. Το ποσό της βασικής σύνταξης και οι προϋποθέσεις χορήγησής της για το έτος 2011 καθορίζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κατόπιν ολοκληρωμένης μακροπρόθεσμης προβολής της συνταξιοδοτικής δαπάνης, η οποία συντάσσεται από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και επικυρώνεται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και στους τρεις οργανισμούς (Ευρωπαϊκή Ενωση, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Το ποσό και οι προϋποθέσεις που καθορίζονται από την ανωτέρω απόφαση πρέπει να διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος καθώς και ότι η προβλεπόμενη αύξηση της συνολικής δαπάνης δεν υπερβαίνει το 2,5% του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 2009-2060.
Αρθρο 4
Αναλογικό ποσό σύνταξης ασφαλισμένων πριν από την 1.1.2011 1. Οσοι έχουν υπαχθεί πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο έως και 31.12.2010 και θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας μετά την 1.1.2015, δικαιούνται: α) Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισής τους ως 31.12.2010, το οποίο υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά και τις συντάξιμες αποδοχές ή ασφαλιστικές κατηγορίες ή τα οριζόμενα κατ΄ έτος ποσά συντάξεων, όπως ισχύουν κατά τον χρόνο συνταξιοδότησης και όπως προβλέπονται για κάθε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από γενικές ή καταστατικές διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν.
β) Τμήμα σύνταξης που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2011 έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους.
Το ποσό για το αναλογικό τμήμα της σύνταξης για κάθε πλήρες έτος υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Κεφαλαίου αυτού, αφού πρώτα συνυπολογιστούν τα έτη ασφάλισης που έχει πραγματοποιήσει ο ασφαλισμένος έως 31.12.2010, οι δε συντάξιμες αποδοχές ή ο συντάξιμος μισθός ή οι ασφαλιστικές κατηγορίες για τον υπολογισμό του αναλογικού τμήματος της σύνταξης από 1.1.2011 και εφεξής είναι αυτές που προσδιορίζονται από το έτος αυτό και μετά. Το συνολικό ποσό σύνταξης που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής και της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που προβλέπεται από καταστατικές ή γενικές διατάξεις νόμων για τους έως 31.12.1992 και από 1.1.1993 ασφαλισμένους αντίστοιχα. Για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων τέκνων ή και συζύγου, όπου προβλέπεται, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις που ισχύουν για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων, ανάλογα με τον χρόνο υπαγωγής τους στην ασφάλιση.
2. Ειδικά για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο πριν από την 1.1.2015, το τμήμα της μηνιαίας σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε έτος ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών ή του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών, όπως αυτές προβλέπονται από τις ισχύουσες γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του νόμου αυτού και της παραγράφου 7 του άρθρου μόνου του Ν. 3847/2010 (Α΄ 67).
3. Για τον υπολογισμό του αναλογικού ποσού σύνταξης από 1.1.2011 και εφεξής, σε φορείς ή τομείς στους οποίους δεν προβλέπονται συντάξιμες αποδοχές ή συντάξιμος μισθός ή ασφαλιστικές κατηγορίες, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται στην πλησιέστερη ασφαλιστική κατηγορία των νέων ασφαλισμένων, με βάση τις εισφορές που κατέβαλαν στον φορέα ή τομέα από τον οποίο προέρχονται, όπως έχουν διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης έτους.
4. Οι δικαιούχοι και το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου ορίζονται σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις κάθε φορέα κύριας ασφάλισης, πλην ΟΓΑ, και τις διατάξεις του νόμου αυτού.
5. α) Από 1.1.2012 στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται οι ασφαλιστικές διαφορές ουσίας που αφορούν την αναγνώριση ή απονομή δικαιώματος ή ευεργετήματος ή οιασδήποτε άλλης παροχής, της άρνησης ικανοποιήσεως εν όλω ή εν μέρει τέτοιου αιτήματος, ως και της μεταβολής δημιουργηθείσης διά διοικητικής πράξεως καταστάσεως κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφάλισης, καθ΄ όσον αφορά τις εν γένει ασφαλιστικές σχέσεις μεταξύ των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων τους ή των εργοδοτών τους, ιδιαίτερα, δε, οι διαφορές περί την υπαγωγή στην ασφάλιση και στη διάρκεια αυτής, τις καταβλητέες εισφορές από τους εργοδότες και ασφαλισμένους και τις πάσης φύσεως παροχές του φορέα.
β) Εάν στην ασφαλιστική νομοθεσία προβλέπεται η δυνατότητα ασκήσεως ενδικοφανούς μέσου, που συνεπάγεται έλεγχο της πράξεως κατά νόμο και ουσία ενώπιον της αυτής ή ιεραρχικώς προϊσταμένης αρχής ή ειδικώς κατεστημένου οργάνου, ή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσφυγή ασκείται μόνον κατά της πράξεως που εκδίδεται κατά του ενδικοφανούς αυτού μέσου.
γ) Αρμόδιον κατά τόπον διά την εκδίκασιν των ανωτέρω προσφυγών και αγωγών δικαστήριον είναι το............ στην περιφέρειαν του οποίου εδρεύει η εκδούσα την προσβαλλομένην πράξιν διοικητική αρχή. Επί προσβολής πράξεως εκδοθείσης επί απλής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής ή παραλείψεως εκδόσεως αποφάσεως επί τοιαύτης προσφυγής, η αρμοδιότης του................... καθορίζεται επί τη βάσει της προσβληθείσης δι΄ απλής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής πράξεως.
δ) Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη της ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εντός έτους από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καθορίζεται η διαδικασία ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και εκδικάσεως αυτών και ιδία όσον αφορά την εκδίκαση της έφεσης, της αναίρεσης και των λόγων αυτής.
ε) Εκκρεμείς υποθέσεις καθώς και όσες γεννώνται έως 31.12.2011 υπάγονται στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Δικαστηρίων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του Ν.
702/1977 (Α΄ 268).
Αρθρο 5
Ρύθμιση θεμάτων διαδοχικής ασφάλισης 1. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του ΝΔ 4202/1961 (Α΄ 175), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του Ν. 1405/1983 (Α΄ 180) και άρθρο 14 του Ν. 1902/1990 (Α΄ 138), αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«1. Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίσθηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό, στον οποίο ήταν ασφαλισμένα κατά την τελευταία χρονική περίοδο της απασχόλησής τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του οργανισμού αυτού, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:
α) Πέντε (5) ολόκληρα έτη ή 1.500
ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων όμως είκοσι (20) μήνες ή 500 ημέρες κατά την τελευταία πενταετία πριν από τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή αίτησης για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος.
β) Σαράντα (40) μήνες ή 1.000 ημέρες εκ των οποίων όμως δώδεκα (12) μήνες ή 300 ημέρες αντίστοιχα κατά την τελευταία πενταετία πριν από τη διακοπή της απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
Ως νομοθεσία του Οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επόμενων παραγράφων 2 και 3 νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπηρία και τον θάνατο.
Ειδικές διατάξεις, που αφορούν την ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με τον χρόνο διακοπής της απασχόλησης, την παραγραφή κτλ., δεν λαμβάνονται υπ΄ όψιν για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
2. Αν ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή των ετών ασφάλισης, που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή των μελών της οικογένειάς του λόγω θανάτου ή δεν πραγματοποίησε στην ασφάλιση του τελευταίου οργανισμού τον αριθμό ημερών εργασίας ή ετών ασφάλισης που ορίζονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούται σύνταξη αυτός ή τα μέλη της οικογένειάς του από τον Οργανισμό, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, στον οποίο δεν περιλαμβάνεται ο τελευταίος, εφόσον:
α) Ο ασφαλισμένος που αιτείται τη συνταξιοδότησή του λόγω γήρατος ή αναπηρίας έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας ή είναι ανάπηρος με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του τελευταίου οργανισμού.
β) Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του Οργανισμού με τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.
3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του Οργανισμού, στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας ή έτη ασφάλισης, τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς, στους οποίους ασφαλίσθηκε κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας, εκτός από τον τελευταίο.
Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία όλων των οργανισμών, στους οποίους ασφαλίσθηκε πριν από τον τελευταίο, τότε ο τελευταίος οργανισμός είναι αρμόδιος για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος εφόσον ο ασφαλισμένος πραγματοποίησε στην ασφάλισή του 1.000 ημέρες εργασίας ή σαράντα (40) μήνες ασφάλισης, εκ των οποίων 300 ημέρες εργασίας ή δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης αντιστοίχως την τελευταία πενταετία και για την κρίση του δικαιώματος σύνταξης λόγω αναπηρίας και θανάτου, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλισή του οποτεδήποτε 300 ημέρες εργασίας.
4. Ολόκληρος ο χρόνος της διαδοχικής ασφάλισης υπολογίζεται από τον αρμόδιο για την απονομή της σύνταξης Οργανισμό ως χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλισή του, τόσο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος όσο και για τον καθορισμό της σύνταξης και δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε οργανισμού».
2. Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 (Α΄ 48) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ΄ επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται έως τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του Ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ορίων ηλικίας».
3. Οι συντάξιμες αποδοχές των φορέων ασφάλισης μισθωτών που λαμβάνονται υπ΄ όψιν για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2α, 5, 12β και 13 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 (Α΄ 48), προσαυξάνονται για κάθε έτος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από τη διακοπή της ασφάλισης σε αυτούς, ως το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τους παρακάτω συντελεστές.
Οι ανωτέρω συντελεστές μεταβάλλονται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης.
Η ισχύς των ανωτέρω παραγράφων 1, 2 και 3 αρχίζει από 1.1.2011 για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής.
4. Το ποσοστό επί των συντάξιμων αποδοχών για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 1β, του άρθρου 1, του Ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όταν ο ΟΑΕΕ είναι συμμετέχων φορέας και επιλεγούν για τη συνταξιοδότηση οι ασφαλιστικές του διατάξεις, καθορίζεται σε 2% για κάθε έτος ασφάλισης και έως τριάντα πέντε (35) έτη ασφάλισης. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται αναδρομικά από 1.1.2007.
5. Οι παράγραφοι 10 και 11 του άρθρου 1 του Ν. 3232/2004 (Α΄ 48) καταργούνται.
6. Το β΄ εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 3232/2004 (Α΄ 48) καταργείται.
7. Στο άρθρο 7 του Ν. 3518/2006 (Α΄ 272) προστίθεται τρίτη παράγραφος ως εξής:
«3. Σε περίπτωση που έχει διανυθεί διαδοχικά χρόνος ασφάλισης σε επικουρικό φορέα και στον καταργούμενο ΕΛΠΠ ο χρόνος αυτός μπορεί να συνυπολογισθεί στον χρόνο της Ειδικής Προσαύξησης σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τη διαδοχική ασφάλιση, με την προϋπόθεση ότι δεν έχει χωρήσει ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΑΑ- Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτικών Δημοσίων Εργων ή σε προγενέστερο επικουρικό φορέα στον οποίο μπορεί να συνυπολογισθεί ο χρόνος αυτός. Η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2006».
8. Στο άρθρο 8 του Ν. 3518/2006 (Α΄ 272) προστίθεται παράγραφος ως εξής:
«Κατά την εφαρμογή των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης, όταν ο Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτικών Δημοσίων Εργων (ΤΣΜΕΔΕ) είναι συμμετέχων φορέας, οι συντάξιμες αποδοχές ορίζονται στο ποσό των χιλίων είκοσι (1.020) ευρώ από 1.1.2006. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων του ΕΤΑΑ- Τομέας Μηχανικών και Εργοληπτικών Δημοσίων Εργων».
9. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, του άρθρου μόνου, του Ν. 3847/2010 (Α΄ 67), που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης.
10. α) Οι διατάξεις του ΝΔ 4202/1961 (Α΄ 175), όπως αυτές ισχύουν, εφαρμόζονται και επί προσώπων που κατέχουν τη βουλευτική ιδιότητα, την ιδιότητα του Περιφερειάρχη ή του Δημάρχου του Ν. 3852/2010 (Α΄ 87).
β) Τα ανωτέρω πρόσωπα δύνανται κατά τη διάρκεια της θητείας τους να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στους κλάδους κύριας, επικουρικής σύνταξης και πρόνοιας, στους οποίους ήταν ασφαλισμένοι πριν από την εκλογή τους ή να αναγνωρίσουν τους χρόνους που αντιστοιχούν στη θητεία τους, οποτεδήποτε, στους συγκεκριμένους κλάδους. Στις περιπτώσεις αυτές οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία του κάθε ασφαλιστικού φορέα βαρύνουν τα πρόσωπα αυτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΝΑΠΗΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
Αρθρο 6
Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας 1. α) Από 1.1.2011 στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), υπαγόμενο στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για την εξασφάλιση της ενιαίας υγειονομικής κρίσης όσον αφορά τον καθορισμό του βαθμού αναπηρίας των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου καθώς και των ανασφάλιστων, για τους οποίους απαιτείται η πιστοποίηση της αναπηρίας. β) Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που προβλέπουν δικαιοδοσία των Ανωτάτων Υγειονομικών Επιτροπών, Στρατού (ΑΣΥΕ), Ναυτικού (ΑΝΥΕ), Αεροπορίας (ΑΑΥΕ) καθώς και της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής της Ελληνικής Αστυνομίας εξακολουθούν να ισχύουν.
2. Στο ΚΕΠΑ υπάγεται το Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας του άρθρου 6 του Ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του Ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Στο Ειδικό Σώμα Ιατρών Υγειονομικών Επιτροπών εντάσσονται και ιατροί των λοιπών ΦΚΑ και του ΕΣΥ, μόνιμοι και ΙΔΑΧ, οιασδήποτε ειδικότητας, εξαιρουμένων παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Ο πίνακας των συμμετεχόντων ιατρών του ΕΣΥ καταρτίζεται από τον διοικητή της οικείας ΔΥΠΕ. Αντίστοιχοι πίνακες των συμμετεχόντων ιατρών των ΦΚΑ αποστέλλονται από τους διοικητές ή προέδρους των φορέων στη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας της Διοίκησης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Οι ιατροί του Ειδικού Σώματος υποβάλλονται σε ειδική εκπαίδευση στο έργο των Υγειονομικών Επιτροπών. Τα προγράμματα της ειδικής εκπαίδευσης εκπονούνται από τη Διεύθυνση Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εγκρίνονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος. Οι ιατροί, μετά την ειδική εκπαίδευση, αξιολογούνται από επταμελή επιτροπή, αποτελούμενη από:
α) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνων Πόρων.
β) Τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Υγειονομικής Υπηρεσίας του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Απονομής Συντάξεων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθήνας.
γ) Εναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του.
δ) Εναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠΙΚΑ).
ε) Εναν εκπρόσωπο που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ), με τον αναπληρωτή του.
στ) Τον προϊστάμενο του γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με τον αναπληρωτή του από την ίδια Υπηρεσία.
ζ) Εναν εκπρόσωπο του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος προτείνεται από τον υπουργό Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τον αναπληρωτή του.
3. Από το σύνολο των επιλεγμένων ιατρών καθορίζονται με δημόσια κλήρωση, ανά εξάμηνο, οι ιατροί που απαιτούνται για τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών, ο αριθμός των οποίων ορίζεται με απόφαση του διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και σύμφωνα με τις ανάγκες των Υγειονομικών Επιτροπών σε ιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων για τη λειτουργία των παραπάνω επιτροπών.
Εργο των Υγειονομικών Επιτροπών είναι: α) Ο καθορισμός του ποσοστού αναπηρίας για σύνταξη αναπηρίας. β) Ο χαρακτηρισμός ατόμων ως ΑΜεΑ. γ) Ο καθορισμός ποσοστού αναπηρίας για όλες τις κοινωνικές και οικονομικές παροχές ή διευκολύνσεις για τις οποίες απαιτείται γνωμάτευση αναπηρίας και τις οποίες δικαιούνται από την πολιτεία τα άτομα με αναπηρία.
4. Οι Υγειονομικές Επιτροπές προσδιορίζουν τα ποσοστά αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό Εκτίμησης Βαθμού Αναπηρίας (ΚΕΒΑ), όπως ισχύει κάθε φορά. Γραμματείς των Υγειονομικών Επιτροπών ορίζονται υπάλληλοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, των λοιπών ΦΚΑ και του Δημοσίου. Για τη συγκρότηση των Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας των Επαρχιών, τη θέση του προέδρου και των μελών καλύπτουν ιατροί του Ειδικού Σώματος, που μετακινούνται από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η συμμετοχή ιατρών του Ειδικού Σώματος ως μελών των Υγειονομικών Επιτροπών των Επαρχιών, μέλη ορίζονται, ύστερα από δημόσια κλήρωση, ιατροί που υπηρετούν σε κάθε υγειονομική μονάδα ή υποκατάστημα, ιατροί του ΕΣΥ και των ΦΚΑ από όμορους νομούς, εξαιρουμένων των παιδιάτρων, ακτινολόγων, μικροβιολόγων και οδοντιάτρων. Η κλήρωση διεξάγεται την ίδια ημέρα της συνεδρίασης της Υγειονομικής Επιτροπής. Για τη διαδικασία συγκρότησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με τη λειτουργία των Υγειονομικών Επιτροπών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Επαρχιών ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του Ν. 2556/1997 (Α΄ 270) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 152 του Ν. 3655/2008 (Α΄ 58).
5. Η ειδική αποζημίωση που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 7, 10 και 14 του άρθρ. 6
του Ν. 2556/1997 (Α΄ 270), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για τους ιατρούς και τους εισηγητές των Υγειονομικών Επιτροπών καθώς και για τους ιατρούς της Επιτροπής Δειγματοληπτικού Ελέγχου των Γνωματεύσεων καταβάλλεται από τους φορείς στους οποίους υπηρετούν, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ορίζονται στο α΄ εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν. 3833/2010 (Α΄ 40) και δεν υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου. Για τις παρεχόμενες από τις Υγειονομικές Επιτροπές υπηρεσίες κρίσης αναπηρίας αποδίδεται στο ΙΚΑΕΤΑΜ από όλους τους ΦΚΑ και το Δημόσιο το ποσό που ορίζεται στη Φ40021/26407/205/2006 (Β΄ 1829) Υπ. Απόφαση.
6. Με κοινή απόφαση των υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καταρτίζεται Μητρώο Ατόμων με Αναπηρία.
7. Από 1.1.2011 καταργούνται όλες οι άλλες Επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας που λειτουργούν σήμερα στους ΦΚΑ, στις νομαρχίες και στο Δημόσιο, με εξαίρεση τις Ανώτατες Υγειονομικές Επιτροπές, Στρατού (ΑΣΥΕ), Ναυτικού (ΑΝΥΕ), Αεροπορίας (ΑΑΥΕ) καθώς και την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή της Ελληνικής Αστυνομίας.
Αρθρο 7
Ενιαίος Κανονισμός Προσδιορισμού Ποσοστού Αναπηρίας Το ποσοστό αναπηρίας που συνεπάγεται κάθε πάθηση ή βλάβη ή σωματική ή ψυχική ή πνευματική εξασθένηση ή η συνδυασμένη εμφάνιση τέτοιων παθήσεων ή βλαβών ή εξασθενήσεων καθώς και οι υποτροπές αυτών, προκαθορίζεται για όλους τους Ασφαλιστικούς Φορείς και το Δημόσιο με εκατοστιαία αναλογία σε Ενιαίο Κανονισμό Προσδιορισμού Πο σοστού Αναπηρίας, που εκδίδεται εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, μετά από γνώμη Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και στην οποία συμμετέχει υποχρεωτικά εκπρόσωπος που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ). Εως την έκδοση του νέου Ενιαίου Κανονισμού η αναπηρία προσδιορίζεται σύμφωνα με όσα σήμερα ισχύουν. Από της εφαρμογής του Ενιαίου Κανονισμού οι επαναλαμβανόμενες των περιπτώσεων Υγειονομικές Επιτροπές υποχρεούνται στις γνωματεύσεις τους να μνημονεύουν ρητά το σχετικό εδάφιο ή τον συνδυασμό εδαφίων στα οποία ερείδεται ο προσδιορισμός του ποσοστού αναπηρίας.
Αρθρο 8
Μονιμοποίηση σύνταξης αναπηρίας των ασφαλισμένων από 1.1.1993 Το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) τροποποιείται ως ακολούθως:
«Το δικαίωμα συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας, υφίσταται για όσο χρόνο ορίζεται από τις αρμόδιος Υγειονομικές Επιτροπές, παρατείνεται δε με τις ίδιες προϋποθέσεις ενώ δύναται να ελέγχεται αυτεπαγγέλτως οποτεδήποτε, με την υποβολή του συνταξιούχου σε ιατρική εξέταση από τις ανωτέρω επιτροπές. Οι συντάξεις λόγω αναπηρίας είναι οριστικές για τις περιπτώσεις των ασθενειών που προβλέπονται από ρητή διάταξη, μπορεί δε να είναι οριστικές, εφόσον οι υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν ότι η ανικανότητα είναι μόνιμη. Οι προσωρινές συντάξεις λόγω αναπηρίας καθίστανται οριστικές, μετά και την τελική γνωμάτευση των αρμοδίων Υγειονομικών Επιτροπών εφόσον:
α) Ο συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και χρόνο συνταξιοδότησης επτά (7) ετών συνεχώς, κατά τη διάρκεια των οποίων υποβλήθηκε σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις οικείες υγειονομικές επιτροπές».
Αρθρο 9
Προϋπάρχουσα αναπηρία Ο ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη αναπηρίας έστω και αν η πάθηση ή βλάβη ή εξασθένηση σωματική ή πνευματική είναι προγενέστερη της υπαγωγής του στην ασφάλιση, εφόσον καθίσταται ανίκανος για την εργασία του λόγω ουσιώδους επιδείνωσης και πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξει
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr