Η ανακοίνωση της ΕΣΕΕ έχει ως εξής:
Μεταξύ άλλων, στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται τροποποιήσεις στα ποσά μείωσης και έκπτωσης φόρου, στα τεκμήρια διαβίωσης, στους συντελεστές φορολόγησης των ναυτικών, στη φορολόγηση κερδών από χρηματιστηριακές συναλλαγές, στη διαδικασία επιβολής προστίμων για σχετικές παραβάσεις, στο φόρο πολυτελείας, στη φορολόγηση των αποζημιώσεων για ηθική βλάβη και στην παρακράτηση φόρου σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρήσεις.
Στο μόνο σημείο στο οποίο αισθανόμαστε δικαιωμένοι είναι η απόσυρση της παρακράτησης φόρου 8% στις επιχειρήσεις. Από την πρώτη στιγμή, η ΕΣΕΕ ανέδειξε το θέμα ως μείζον και κινητοποίησε τόσο τον πολιτικό κόσμο όσο και τους λοιπούς παραγωγικούς φορείς, με κύριο επιχείρημα τις σοβαρές επιπτώσεις που θα είχε στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, εν μέσω μάλιστα συνθηκών σοβαρής ύφεσης στην αγορά και με δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις είχαν ήδη προκαταβάλλει το φόρο.
Κατά τα λοιπά όμως, διαπιστώνουμε, με απογοήτευση, ότι, ακόμη και μετά τις αλλαγές, το σχέδιο νόμου διατηρεί ακέραιη την καθιερωμένη φορολογική πολυπλοκότητα και γραφειοκρατία, αφήνοντας μετέωρες τις όποιες προσδοκίες του εμπορικού κόσμου και του συνόλου των φορολογουμένων για τη δημιουργία ενός απλού και κατανοητού φορολογικού πλαισίου. Εξακολουθεί δε να απέχει σημαντικά από την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού μεταρρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο θα στοχεύει στην εξάλειψη των χρόνιων παθογενειών του συστήματος και στην προώθηση της αναπτυξιακής διάστασης για την αγορά και την οικονομία της χώρας.
Η ΕΣΕΕ δήλωσε από την αρχή παρούσα και συνέβαλλε σημαντικά στη διαβούλευση, με τη σαφή διατύπωση των θέσεών της και την υποβολή συγκεκριμένων προτάσεων. Ωστόσο, σημαντικές παρατηρήσεις, επιφυλάξεις και προτάσεις μας, δεν έτυχαν της αναμενόμενης προσοχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε την πάγια θέση μας για επιβράβευση των συνεπών φορολογούμενων ή τις επιφυλάξεις που διατυπώσαμε για την καθιέρωση του point system, μέτρο το οποίο είναι μεν σωστό, αλλά δεν δημιουργεί κίνητρα συνέπειας.
Άλλες σημαντικές προτάσεις τις οποίες διατυπώσαμε με στόχο την τόνωση της αγοράς και των επιχειρήσεων και τελικώς δεν ελήφθησαν υπόψη, είναι οι ακόλουθες:
• Η ημιτελής προσέγγιση ενός τόσο σοβαρού θέματος όπως είναι η μεταβίβαση των επιχειρήσεων, έρχεται τελικά σε αντίθεση με την ομαλή διαδοχή των επιχειρηματικών γενεών, με την λογική ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας των νέων και με την αναγκαία μεταφορά τεχνογνωσίας για την συνέχιση της επιτυχημένης πορείας της επιχείρησης. Ειδικότερα, ενώ με την εισηγητική έκθεση παρουσιάζεται ότι γίνεται ελάφρυνση των φορολογικών βαρών της συγκεκριμένης περίπτωσης, τελικά η μεταβίβαση επιβαρύνεται με μεγαλύτερο φόρο 5% και 10% ανά περίπτωση, αντί 1,2% και 2,4% αντίστοιχα. Περαιτέρω, τα ποσοστά αυτά βρίσκονται σε ασυμφωνία με τα προβλεπόμενα σε άλλα ισχύοντα φορολογικά νομοθετήματα για τη μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων (άρθρο 13 παρ. 2 ισχύοντος ΚΦΕ), πράγμα που θα δημιουργήσει ασάφειες και συγκρούσεις διατάξεων, εάν δεν ρυθμιστεί άμεσα. Η θέση της ΕΣΕΕ παραμένει σαφής: Η ευνοϊκή φορολόγηση της μεταβίβασης των επιχειρήσεων αποτελεί εργαλείο πρώτης γραμμής για την ενίσχυση και διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
• Η ρύθμιση της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του ν/σχ που αφορά στην εξόφληση συναλλαγών αξίας άνω των 1.500 €, στην ουσία, μέσω Τραπεζών, θα δημιουργήσει δυσλειτουργία στην αγορά καθότι υπάρχει μεγάλη μερίδα συναλλασσομένων, η οποία δεν έχει ή δεν επιθυμεί να έχει πρόσβαση σε τραπεζικά προϊόντα (π.χ. κάτοικος απομακρυσμένου χωριού). Παράλληλα, εισάγεται μία ακόμη γραφειοκρατική υποχρέωση, η οποία προστιθέμενη στο πλήθος των λοιπών, σίγουρα δεν βοηθάει στην απλοποίηση των διαδικασιών και ενισχύει την πιθανότητα αθέλητου λάθους ή παρατυπίας εκ μέρους ιδιαίτερα του μικρομεσαίου επιχειρηματία.
• Η παράγραφος 1 του άρθρου 20 του ν/σχ ορίζει ότι για συναλλαγές άνω του ποσού των 3.000 € τα φορολογικά δεδομένα πρέπει να διαβιβάζονται ηλεκτρονικά στη βάση της ΓΓΠΣ. Το συγκεκριμένο μέτρο κρίνεται θετικό αλλά θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα έτσι ώστε να μην επιβαρυνθούν οικονομικά οι επιχειρήσεις με επιπλέον κόστος πληροφορικών συστημάτων και προγραμμάτων. Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια και για τις επιχειρήσεις που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο ή στερούνται υποδομής μηχανογράφησης και γνώσεων. Στην παράγραφο 2 που ορίζει τον τρόπο εξόφλησης των τιμολογίων αυτών, θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η εκχώρηση επιταγών πελατείας. Σε τελική ανάλυση, η συγκεκριμένη διάταξη θα πρέπει να διακρίνεται από ευελιξία διότι αναμένεται να επιφέρει δυσλειτουργίες στην αγορά και να αυξήσει τις προϋποθέσεις σχέσεων συναλλαγής μεταξύ ελεγκτών και φορολογουμένων. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η έως σήμερα ισχύουσα διάταξη η οποία αναφέρεται σε εξόφληση συναλλαγών άνω των 15.000 € με ειδικό τρόπο, δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα σε σχέση με την περιστολή της φοροδιαφυγής.
• Η οικονομική κρίση και η βαθύτατη ύφεση που κυριαρχεί στην αγορά έχει φέρει τις επιχειρήσεις στο χείλος της αναστολής της λειτουργίας τους, ούτως ώστε το προτεινόμενο από την ΕΣΕΕ μέτρο για την ορθολογική αντιμετώπιση των επισφαλειών να αποτελεί σήμερα για αυτές πραγματικό σωσίβιο. Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε α) την αύξηση του ποσοστού στο ανώτατο δυνατό, π.χ. 2% και β) την απόσβεση σε ποσοστό 100% των επισφαλειών στη χρήση, με αντικειμενικά εύκολες διαδικασίες.
• Όσον αφορά στις διατάξεις του άρθρου 13 για την παρακράτηση φόρου διανεμομένων, προτείνουμε να δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να δημιουργούν αφορολόγητο αποθεματικό το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για παραγωγικές επενδύσεις.
• Επίσης, θα πρέπει να θεσπιστούν κίνητρα συγχώνευσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων τα οποία αφενός μεν θα απαλλάσσουν τις συγχωνευθείσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τη φορολόγηση της υπεραξίας, αφετέρου δε θα παρέχουν μειωμένους φορολογικούς συντελεστές για μία πενταετία. Με τον τρόπο αυτό, θα υπάρξει περιβάλλον δημιουργίας εύρωστων επιχειρήσεων οι οποίες λόγω οικονομιών κλίμακας, θα έχουν καλύτερη απόδοση.
• Να προωθηθεί επιτέλους η δίκαιη αντιμετώπιση του φορολογουμένου από το κράτος, με τον συμψηφισμό των οφειλών προς το Δημόσιο από απαιτήσεις των επιχειρήσεων και ειδικότερα από απαιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ.
Η ΕΣΕΕ, ανταποκρινόμενη στις ευθύνες της ως κοινωνικού συνομιλητή και εταίρου, είναι ήδη πολύ καλά προετοιμασμένη για τον β’ κύκλο της φορολογικής διαβούλευσης με προτάσεις εφ’ όλης της ύλης και κυρίως για την κατάργηση του ΚΒΣ, όπως άλλωστε έχει υποσχεθεί η Κυβέρνηση ότι θα πραγματοποιήσει. Ο εμπορικός κόσμος, τέλος, πιστεύει ότι το εν λόγω φορολογικό νομοσχέδιο έρχεται σε μία περίοδο όπου όλοι οι οικονομικοί δείκτες βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα ως προς το αποτέλεσμα, απομακρύνει τις προσδοκίες των επιχειρήσεων και καταρρακώνει την ψυχολογία των ελληνικών νοικοκυριών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr