Ο πρώτος παράγοντας είναι το κόστος διανομής. Όπως υποστηρίζουν στελέχη θυγατρικών εταιρειών, στην Ευρώπη δεν υπάρχουν προϊόντα θεωρούμενα εθνικά σήματα, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά αγαθά που διανέμονται περιφερειακά. Αυτό διπλασιάζει το κόστος διανομής των προϊόντων, που στην εσωτερική αγορά εκτιμάται ότι κυμαίνεται από 6% έως και 15% στα λειτουργικά έξοδα μιας εταιρείας.
Η δεύτερη αιτία που, ευθύνεται για τα ακριβότερα εισαγόμενα προϊόντα είναι η «σύνθεσή» τους. Πολλά εισαγόμενα προϊόντα, προκειμένου να εναρμονιστούν με την εθνική νομοθεσία και με τις προτιμήσεις του Έλληνα καταναλωτή έχουν άλλη σύνθεση σε σχέση με τα αντίστοιχα που πωλούνται στη Γερμανία. Αυτό σημαίνει επιπρόσθετο κόστος για τα προϊόντα, καθώς η βιομηχανία για να τα παρασκευάσει υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις πρέπει να αλλάξει τη γραμμή παραγωγής. Ένας τρίτος λόγος έχει να κάνει με το μέγεθος της ελληνικής αγοράς. Λένε χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές, ότι άλλο είναι να απευθύνεσαι σε μία αγορά 80 εκατ. καταναλωτών και άλλο σε μία αγορά 10 εκατ. καταναλωτών. Στις πολύ μικρές αγορές έχει αποδειχτεί ότι το λειτουργικό κόστος ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος μπορεί να είναι και διπλάσιο.
Στην ανελαστική εργατική νομοθεσία, από την άλλη, αποδίδουν στελέχη πολυεθνικών τις φουσκωμένες τιμές των εισαγομένων ειδών. Και εξηγούν ότι σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία και η Αμερική, οι εταιρείες έχουν την ευελιξία να αναπροσαρμόζουν το εργατικό τους δυναμικό ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς. Αυτό μπορεί να σημαίνει απολύσεις έως και 10% του προσωπικού σε μία δύσκολη περίοδο. Στην Ελλάδα, οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να απομακρύνουν μόλις το 2% σε μηνιαία βάση και να διατηρούν το προσωπικό τους ακόμη και όταν οι πωλήσεις τους πέφτουν κατά 40%. Ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας, κατά τις πολυεθνικές, που οδηγεί σε αποκλίσεις τιμών, είναι ότι πολλά κόστη που έχουν, δεν γίνονται δεκτά ως τέτοια από την κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, φορολογούνται. Παράδειγμα η παροχή υπηρεσιών της μητρικής προς τη θυγατρική της, για τις οποίες όμως καταβάλλεται κάποιο αντίτιμο.
Αλλά οι εξηγήσεις δεν μεταβάλλουν την πραγματικότητα. Η οποία είναι ότι στην αγορά σήμερα υπάρχουν προϊόντα, που ο Έλληνας καταναλωτής τα απολαμβάνει μόνο εάν πληρώσει ακριβότερα έως και 400%. Αυτό επί παραδείγματι συμβαίνει με το ψωμί του τοστ. Παρομοίως για το γάλα και το αλεύρι· οι Ευρωπαίοι καταναλωτές τα αγοράζουν φτηνότερα κατά 39% και 226%. Προκλητικές είναι και οι διαφορές που παρατηρούνται σε είδη καθημερινής χρήσης, όπως το χαρτί υγείας το οποίο στην Ελλάδα πωλείται έως και 130% ακριβότερα απ' ό,τι στο Βέλγιο. Αποκλίσεις τιμών που δεν παρατηρούνται μόνο στα ράφια των σούπερ μάρκετ αλλά και σε αντιπροσωπείες ρούχων, ηλεκτρικών ειδών, επίπλων κ.λπ. Το μέτρο του TRANSFER PRICING εφαρμόζεται ήδη σε 45 χώρες. Το έχουν εφαρμόσει ήδη 16 χώρες της Ε.Ε., ενώ οι υπόλοιπες είτε ετοιμάζονται να το εφαρμόσουν, είτε έχουν ιδιαίτερα χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, για νομικά πρόσωπα, οπότε δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερτιμολογήσεων από πολυεθνικούς ομίλους.
Δέσποινα Καραγιαννοπούλου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr