Ειδικότερα, ο διευθύνων σύμβουλος της MSC, Soren Toft (φωτο), πιστεύει πως ο αυξημένος φόρος θα μπορούσε να βοηθήσει τη ναυτιλιακή βιομηχανία να αποδεσμευθεί από το αποτύπωμα του άνθρακα, μειώνοντας το χάσμα τιμών μεταξύ των φθηνών ορυκτών καυσίμων και των ακριβών «πράσινων» καυσίμων, όταν αυτά θα είναι διαθέσιμα.
Ο ίδιος τόνισε πως δεν υπάρχουν προς το παρόν άλλες μακροπρόθεσμες λύσεις για να εφαρμόσει η MSC στα πλοία της, γι’ αυτό και τάσσεται ως ένα σημείο στο πλευρό της πρότασης, που πρώτη η δανέζικη εταιρεία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, Maersk, έθεσε επί τάπητος.
Από την πλευρά της, η Maersk έχει καταστήσει σαφείς τις απόψεις του διευθύνοντα συμβούλου της, Soren Skou, λέγοντας πως πρέπει να επιβληθεί στη ναυτιλία ένας παγκόσμιος περιβαλλοντικός φόρος τουλάχιστον 450 δολάρια για κάθε τόνο καυσίμου. Ένας τέτοιος φόρος, εάν εφαρμοστεί παγκοσμίως, θα φέρει μια επιβάρυνση της τάξεως των 115 δισ. ευρώ στις ναυτιλιακές εταιρείες, που ευθύνονται για το 2,5% των παγκόσμιων εκπομπών CO2, με ετήσιες εκπομπές 940 εκατ. τόνων.
Η MSC επικεντρώθηκε στο γεγογός ότι η ναυτιλιακή βιομηχανία χρειάζεται επειγόντως μια μεγάλη ποικιλία εναλλακτικών καυσίμων σε μεγάλη κλίμακα.
Παράλληλα, συμμετείχε σε μια δράση του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) για να υποστηρίξει την πρόταση για ένα ταμείο έρευνας και ανάπτυξης (R&D) που θα βοηθούσε στη δημιουργία νέων τεχνολογιών, με στόχο την απαλλαγή της ναυτιλιακής βιομηχανίας από τις εκπομπές άνθρακα.
Υπενθυμίζεται ότι η MSC προχώρησε πρόσφατα στην αγορά δύο feeder από την Contships, συμφερόντων του εφοπλιστή Νικόλα Πατέρα, με το κόστος να υπολογίζεται στα 14 εκατ. δολάρια.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr