Έλληνες πλοιοκτήτες και εταιρείες ελληνικών συμφερόντων βολιδοσκοπούν τις κυπριακές αρχές, στο κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας που επικρατεί στη χώρα, εξετάζοντας το ενδεχόμενο να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους στην Κύπρο. Σύμφωνα με πληροφορίες του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, ελληνικές εταιρίες υποβάλουν σε εταιρείες παροχής ναυτιλιακών υπηρεσιών και σε ναυτιλιακούς φορείς ερωτήσεις για φορολογικά ζητήματα, αλλά και για το ευρύτερο διοικητικό σύστημα που σχετίζεται με την ναυτιλία. Τις πληροφορίες επιβεβαίωσε ο γενικός διευθυντής του Κυπριακού Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου, Θωμάς Καζάκος, αποδίδοντας τις εν εξελίξει επαφές στο πλαίσιο του ανοικτού κυπριακού νηολογίου. «Ενόψει των εξελίξεων στην Ελλάδα είναι φυσιολογικό επακόλουθο κάποιοι πλοιοκτήτες να κάνουν διερευνητικές αποστολές για να δουν αν, ο μη γένοιτο, να έχουν μια δεύτερη βάση στην Κύπρο, καθώς, πέραν της εθνικής, κοινωνικής και θρησκευτικής διασύνδεσης, υπάρχει και η σχέση της ναυτιλίας που υφίσταται εδώ και χρόνια», είπε και πρόσθεσε: «Δίνουμε στοιχεία και η επιλογή ανήκει σε αυτούς». Όπως αναφέρεται, η κυπριακή ναυτιλιακή βιομηχανία και κατ` επέκταση η κυπριακή ναυτιλία δεν αναμένεται να επηρεαστεί από τις οποιεσδήποτε εξελίξεις στην Ελλάδα. Εξήγησε ακόμη πως η κυπριακή ναυτιλία και ιδιαίτερα το κυπριακό νηολόγιο είναι το μόνο εγκεκριμένο ανοικτό νηολόγιο στην ΕΕ, που σημαίνει ότι δεν είναι μόνο Κύπριοι πλοιοκτήτες που δικαιούνται να εγγράφουν πλοία. Ανέφερε χαρακτηριστικά πως το κυπριακό νηολόγιο από της ίδρυσης του το μεγαλύτερο ποσοστό της πλοιοκτησίας, που ανέρχεται περίπου στο 40%, ανήκει σε Έλληνες πλοιοκτήτες, αλλά και το παράδειγμα των Γερμανών πλοιοκτητών που επέλεξαν την Κύπρο ως βάση από τη δεκαετία του `80. «Η κυπριακή ναυτιλιακή υποδομή, δηλαδή το φορολογικό και το διοικητικό σύστημα που έχει σχέση με την ναυτιλία, είναι κάτι που θεωρείται από Ελλαδίτες πλοιοκτήτες ως ένα ελκυστικό, ανταγωνιστικό, νομότυπο και διάφανο σύστημα», πρόσθεσε. Να σημειωθεί ότι το κυπριακό καθεστώς φόρου χωρητικότητας, μετά την έγκρισή του το 2010 από την ΕΕ, ελέγχθηκε για ακόμη μια φορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μάρτιο του 2015 κάτι που δίνει στην Κύπρο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλα ανταγωνιστικά συστήματα, τα οποία παρουσιάζουν προβλήματα συμβατότητας.