Κι αυτό την ώρα που με στοιχεία που συνέλεξε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), και παρουσίασε η πρόεδρος του ΙΤΕΠ κ. Κωνσταντίνα Σβύνου στη Γ.Σ. ο τζίρος των ξενοδοχείων ανήλθε στα 10,564 δισ. ευρώ με ένα +22,5% σε σχέση με το 2022. Μάλιστα ο κλάδος πέτυχε κατά 11,4% αύξηση στις τιμές συμβολαίων σε σχέση με το 2022.
Να σημειωθεί ότι τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας κατέγραψαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση τα ξενοδοχεία εποχικής λειτουργίας, ενώ το 7% του τζίρου κατευθύνθηκε σε επενδύσεις για ανακαινίσεις και επισκευές, ενώ με βάση τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, είναι σημαντικό ότι το 13% της δαπάνης για επενδύσεις αφορά σε δράσεις βιωσιμότητας.
Οι προκλήσεις
Η εικόνα αυτή, που δίνει έναν τόνο, πολλαπλασιαστικής αξίας, που έχει ο κλάδος στην οικονομία, εγγράφεται σε ένα “τοπίο” μεγάλων προκλήσεων. Αυτό κατέδειξε, τόσο η έρευνα, όσο και τα λεχθέντα στη Γ.Σ. τόσο από τον πρόεδρο του ΞΕΕ Αλέξανδρο Βασιλικό, όσο και από την διευθύντρια του ΞΕΕ, Αγνή Χριστίδου,
Όπως τόνισαν, σταχυολογώντας το μέγεθος των δυσκολιών και προκλήσεων που καλούνται να διαχειριστούν οι ξενοδόχοι, το 81% των αιτήσεων του κλάδου για ένταξη στον αναπτυξιακό νόμο απορρίφθηκαν. Μάλιστα σε Περιφέρειες όπως αυτές της Δυτικής Ελλάδας, της Δυτικής Μακεδονίας, του Βορείου Αιγαίου και της Πελοποννήσου, η κατανομή της δημόσιας δαπάνης είναι μηδενική ή σχεδόν μηδενική.
Φόροι
Την ίδια ώρα, που “ενέσεις” ενισχύσεων εκλείπουν, αναδύεται μια τάση υπερφορολόγησης, κάτι που ανέδειξε ο κ. Βασιλικός, επισημαίνοντας ότι «διαπιστώνουμε την ευκολία στο να είναι το ξενοδοχείο το μόνιμο υποζύγιο βαρών που δεν του αναλογούν».
Επίσης, όπως τόνισε η διευθύντρια του ΞΕΕ, Αγνή Χριστίδου, κατά τη διάρκεια της 12ης Γενικής Συνέλευσης του Επιμελητηρίου, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης Xenia, ο ξενοδοχειακός είναι ο κλάδος με τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Βάσει των στοιχείων, δε, το κόστος μιας διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο στην Ελλάδα επιβαρύνεται, εκτός του ΦΠΑ, με ποσό 16,5 ευρώ επιπλέον, λόγω της επιβολής του Τέλους Ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση και του τέλους διαμονής παρεπιδημούντων. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μόνο στο Παρίσι καταγράφεται υψηλότερο το σχετικό ποσό που διαμορφώνεται σε 22,76 ευρώ ανά διανυκτέρευση.
Στη Βαρκελώνη το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται σε 16,5 ευρώ, όσο και στην Ελλάδα, με τη Μαγιόρκα να βρίσκεται στα 8,8 ευρώ, την Ελβετία στα 7,48 ευρώ, τη Βιέννη στα 6,4 ευρώ, το γειτονικό Ζάγκρεμπ στα 2 ευρώ και τη Βαλέτα στη Μάλτα να έχει τη χαμηλότερη επιβάρυνση, στο 1 ευρώ μόλις.
Παράλληλα, με βάση τα στοιχεία που συνέλεξε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), ο συντελεστής του ΦΠΑ στη διαμονή διαμορφώνεται στο 13% στην Ελλάδα και είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη, με τη Γαλλία να ακολουθεί στο 10% και την Ελβετία να έχει τον χαμηλότερο, στο 3,7%.
Πέρα, όμως, από το ΦΠΑ έρχεται και το Τέλος Ανθεκτικότητας, που ειδικά, σε ξενοδοχεία σε λιγότερο προβεβλημένους προορισμούς, με τον οριζόντιο τρόπο εφαρμογής, ήδη από την έναρξη της σεζόν, υπονομεύει, όπως αναφέρεται, τα όποια σημάδια άμβλυνσης της εποχικότητας. Ήδη, καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον των ταξιδιωτών στους μήνες που έπονται ή ακολουθούν την περίοδο αιχμής της σεζόν, κάτι που όμως μένει να φανεί πώς θα διαμορφωθεί με δεδομένο το ότι το Τέλος Ανθεκτικότητας μπορεί να επιφέρει μια επιβάρυνση, ακόμη και 15-20% στην τελική τιμή για μια μονάδα σε λιγότερο προβεβλημένο προορισμό στις «άκρες» της σεζόν.
Η έλλειψη προσωπικού
Παράλληλα, άλλη μια πρόκληση, έχει να κάνει με το προσωπικό με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε στη Γενική Συνέλευση του ΞΕΕ η Κωνσταντίνα Σβύνου, πρόεδρος του ΙΤΕΠ, Με βάση την έρευνα του α’ τριμήνου του 2024, το 34% των ξενοδόχων δήλωσε ότι δεν μπορούσε να καλύψει τις θέσεις εργασίας στην επιχείρησή του.
Πιο αναλυτικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα, δηλαδή οι περισσότερες θέσεις εργασίας που δεν καλύφθηκαν (σύμφωνα με όσα δήλωσαν οι συμμετέχοντες), εντοπίζεται στην Κεντρική Ελλάδα (εξαιρουμένης της Αττικής), όπου το ποσοστό των κενών θέσεων διαμορφωνόταν στο 47,7%. Από κοντά ακολουθούσαν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου στο 45,4%, η Πελοπόννησος στο 34,8% και η περιφέρεια Μακεδονίας - Θράκης στο 34%.
Αντίστοιχα, σε επίπεδο αριθμού ξενοδοχείων, η μεγαλύτερη έλλειψη καταγράφηκε στα νησιά του Νοτίου Αιγαίου και στα νησιά του Ιονίου. Συγκεκριμένα, το 39,8% των ξενοδοχείων αντιμετώπισε ελλείψεις προσωπικού στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, με το αντίστοιχο ποσοστό στην περιφέρεια Ιονίου να διαμορφώνεται στο 38,3%. Ακολούθησαν η Κρήτη στο 36,8% και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου στο 35,3%.
Οι επιδόσεις και η εποχικότητα
Ως προς τις επιδόσεις των ελληνικών ξενοδοχείων το διάστημα Ιανουαρίου - Οκτωβρίου, η μέση πληρότητα όλους τους μήνες κινήθηκε σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με πέρυσι, με τον Ιούλιο και τον Αύγουστο να εμφανίζουν σημάδια κορεσμού, δεδομένου ότι η πληρότητα παρέμεινε σε επίπεδα αντίστοιχα των περσινών. Συγκεκριμένα, η πληρότητα τον Ιούλιο παρέμεινε στα ίδια επίπεδα σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023, δηλαδή στο 83%. Αντίστοιχα, ο Αύγουστος, σε επίπεδο πληρότητας, εμφάνισε μικρή αύξηση και διαμορφώθηκε στο 88% από 86% το 2023.
Στον αντίποδα, η πληρότητα στα άκρα της σεζόν ενισχύθηκε σημαντικά, επιβεβαιώνοντας την τάση που θέλει όλο και περισσότερους ταξιδιώτες να επιλέγουν να κάνουν διακοπές πριν ή μετά τους μήνες αιχμής της τουριστικής περιόδου και παραπέμποντας σε μείωση της εποχικότητας.
Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο η πληρότητα ανήλθε στο 84% έναντι 79% το 2023 και τον Οκτώβριο το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε στο 64% από 55% πέρυσι. Ενισχυμένο ήταν επίσης και το τρίμηνο Μαρτίου - Μαΐου, με την πληρότητα τον Απρίλιο να φτάνει το 50% έναντι 44% το 2023.
Οι τιμές
Την ίδια στιγμή, η μέση τιμή δωματίου όλους τους μήνες κατέγραψε αύξηση σε σχέση με πέρυσι και έφτασε στην κορύφωσή της τον Αύγουστο, στα 187 ευρώ, έναντι 153 ευρώ το 2023, με αύξηση 22%.
Σε επίπεδο διάμεσης τιμής, τον Αύγουστο αυτή ανήλθε στα 164,7 ευρώ, σημαντικά αυξημένη κατά 46% από τα 112,5 ευρώ του 2023. Τον Ιούλιο η διάμεσος τιμή από τα 115,3 ευρώ ανήλθε στα 138,2 και τον Σεπτέμβριο διαμορφώθηκε στα 130 ευρώ από 100 ευρώ τον αντίστοιχο περσινό μήνα.
Συνολικά, με βάση τα ευρήματα της έρευνας συγκυρίας του α’ τριμήνου του έτους, καταγράφηκαν εκτιμήσεις για αύξηση της τιμής πώλησης δωματίου κατά 10%, με το 46% των ξενοδόχων να εκτιμά ότι οι κρατήσεις θα παραμείνουν στα επίπεδα του 2023 και το 41% να εκτιμά αύξηση τζίρου σε σχέση με το 2023.
Οι κατηγορίες
Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, το 24% των ξενοδοχείων ανά την Ελλάδα ανήκουν στις δυο υψηλότερες κατηγορίες, εκείνες των 4 και 5 αστέρων, με τα ξενοδοχεία των 5 αστέρων να έχουν καταγράψει αύξηση 30% σε σχέση με τα δεδομένα πριν από την πανδημία του κορωνοϊού.
Το 79% των ξενοδοχείων είναι δυναμικότητας έως 50 δωματίων, με την Κωνσταντίνα Σβύνου να επισημαίνει ότι οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες είναι εκείνες που συνθέτουν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, το 61% των ξενοδοχείων είναι εποχικής λειτουργίας και πάνω από τα μισά (52%) βρίσκονται συγκεντρωμένα στους νησιωτικούς προορισμούς.
Γιώργος Αλεξάκης
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr